You are currently viewing Μαρία Κουγιουμτζή: Ένα καθημερινό απόγευμα με την οικογένεια.

Μαρία Κουγιουμτζή: Ένα καθημερινό απόγευμα με την οικογένεια.

                     Στην Νανά Ιορδανοπούλου

 

Η Μόρα και ο Μόρτον ήταν αραγμένοι στις πάνινες ξαπλωτούρες τους και απολάμβαναν το δροσερό ανάλαφρο αεράκι του απογεύματος. Η μεσημεριανή ζέστη υποχωρώντας είχε τυλίξει με μία διάφανη αχλύ τα φυτά του κήπου τους αφήνοντας ένα είδος μαγείας να αναδύεται από τα χρώματα των λουλουδιών και του αστραφτερού χορταριού.

Το ηλικιωμένο ζευγάρι ένοιωθε αυτή την μαγεία της ώρας να το διαπερνά σαν χάδι από ένα φιλικό οικείο χέρι.

Πότισες , ρώτησε η Μόρα τον αδερφό της.

Φυσικά απάντησε εκείνος. Δεν βλέπεις πως λαμπυρίζουν οι ψιχάλες πάνω στα φύλλα;

Αχ ναι, είναι τόσο ωραία. Και συ ποτίζεις πάντα τόσο προσεχτικά. Λες να ρθει η μαμά σήμερα;

Το ξέρεις πως η μαμά δεν έρχεται εδώ και χρόνια.

Φυσικά το ξέρω. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να μας επισκεφτεί. Θυμάσαι τότε που είχες αρραβωνιαστεί κρυφά την Μέλι και κείνη ήρθε και τραβώντας την απ’ τα μαλλιά την έβγαλε έξω απ’ το σπίτι;

Ε, ναι, τότε είχε σοβαρό λόγο.  Ανέκαθεν αντιπαθούσε την Μέλι. Όμως εσύ την συμπαθούσες, έτσι δεν είναι;

Τι να σου πω Μόρτον, δεν μου ΄κανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Απλώς μ’ ενοχλούσαν κάπως τα αλήθωρα μάτια της. Κοίταζε εσένα και έβλεπε εμένα. Σκεφτόμουν τότε πως αν είχε αλήθωρα χείλη θα φιλούσε εμένα αντί για σένα, κι αυτή ήταν μια ανυπόφορη σκέψη.

Τα παραλές Μόρα, το ένα της μάτι ξεστράτιζε λίγο, αλλά βέβαια ήταν αλλόκοτο, σαν να παρακολουθούσε τον τρίτο που ήταν μαζί μας, σα να ήθελε να μάθει την γνώμη του για κείνην.

Τι σου λέω, αυτό δεν ήταν για καλό. Την έκανε να μοιάζει με καχύποπτη, με σπιούνα. Γι αυτό δεν την ήθελε η μαμά.

Η μαμά ήταν πάντα περίεργος άνθρωπος. Δεν μας άφηνε ποτέ μόνους, ούτε να καθόμαστε αραχτοί στον κήπο. Μας ήθελε πάντα απασχολημένους με κάτι.

Να την, τι σου ’λεγα. Είχα προαίσθημα πως θα ‘ρθει. Όταν μιλάμε γι αυτήν πάντα ορμάει ανάμεσά μας.

Έλα, κάθισε μαμά είπε ο Μόρτον και σηκώθηκε όρθιος φέρνοντας μια πολυθρόνα.

Μπα, δεν θα μείνω, ήρθα για λίγο. Χαίρομαι που πότισες Μόρτον, πάντα ήσουν υπάκουο παιδί, αλλά μέσα σου έβραζαν οι αντιρρήσεις. Τις διαχειριζόσουν όμως τόσο ήπια και διακριτικά. Αυτό θα πει σεβασμός προς τους γονείς.

Εσύ Μόρα είσαι μια ξεγυρισμένη τεμπέλα. Ανέκαθεν σου άρεσε να ξαπλάρεις στον κήπο, μυρίζοντας τα χρώματα. Τότε θύμωνα που βυθιζόσουν άπραγη μέσα στις αναπνοές των φυτών, χωρίς ένα εργόχειρο στο χέρι, αλλά τώρα που εγώ ανασαίνω την υγρασία του χώματος, κατάλαβα πως είχα λάθος. Γι αυτό ήρθα να ξαποστάσω λίγο μαζί σας μέσα στον ψίθυρο του απογεύματος. Που μόνο από-γευμα δεν είναι. Είναι ένα πλούσιο γεύμα που εσείς παιδιά μου ξέρετε να απολαμβάνετε.

Αχ μαμά, είπε με ένα χαμόγελο γεμάτο ρυτίδες η Μόρα. Το φως προσφέρει  μια καθαυτό ερωτική επαφή μαζί του. Χωρίς διαμάχες και διεκδικήσεις. Δεν είναι η Μέλι, μας κοιτά απευθείας, μας κοιτά ως μέσα βαθειά στα σπλάχνα και τον εγκέφαλό μας. Κάθισε, μη φεύγεις, αργεί να πέσει το σκοτάδι. Αχ μαμά,  μέσα στα χρώματα αναδύεσαι, ένα χρώμα και συ, λίγο καφτερό, λίγο πικρό, αλλά απαλό και θερμό, ένα, ιδιαίτερα  φωτεινό, δικό σου χάδι.

Δες την Μέλι,  χωμένη μέσα στα λουλούδια φτιάχνει ένα μπουκέτο για τον Μόρτον. Και κείνος της έχει έτοιμο ένα φλιτζάνι με τσάι. Τον κοιτάζει κατάματα με αγάπη. Το βλέμμα της έχει σταθεροποιηθεί. από τότε που έφυγε. Μαμά, πιάστην απ’ το χέρι, μη την αποφεύγεις, δεν είναι αλήθωρη πια. Για να ξέρεις, τώρα κοιτά μόνο τον Μόρτον, αλλά εμένα μου λείπει το λοξό της βλέμμα. Τώρα το ξέρω, πως ήταν αδερφικό, ζητούσε απλώς την συμπαράστασή μου, τότε δεν το ένοιωθα. Το φως μου το έδειξε. Το φως που πέφτει πάνω μας. Το φως στεγνώνει τα βρεγμένα ρούχα της, που δεν λεν να στεγνώσουν από τότε που πνίγηκε στο ποτάμι.

Ναι, έχεις δίκιο… νομίζω πως επάνω μου στάζουν. Αλλά το φως τα…κάνει να λάμπουν μειλίχια, θωπευτικά σ’ αυτό που έγινε…σα να λέει πως αυτό που γίνεται είναι πάντα λάθος. … Τώρα όμως πρέπει να φύγω. Η γιαγιά σας μου γνέφει από μακριά. Δεν μπορεί να ‘ρθει ως εδώ, της πονούν τα πόδια.

Μαμά, ας την, θα την φέρει το φως. Μας την φέρνει κάπου κάπου. Καλώς ήρθες γιαγιά, κάθισε μαζί μας, αργεί ακόμα να σκοτεινιάσει. Η Μέλι θα σου φτιάξει λίγο τσάι με αρμπαρόριζα και τρία τέσσερα πέταλα από αγριοτριαντάφυλλο, που σου άρεσε.

Ναι, είπε η γιαγιά, ευωδιάζει τρυφερά.

 

 

Μαρία Κουγιουμτζή.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.