Ήταν κόκκινο το απόγευμα, σαν τα χείλη σου, κι η ρόγα σου αλμυρή στην ανάσα του Πουνέντε. Στο ημίφως δεν ξεχωρίζω πια καλά εκείνο το έντονο κόκκινο. Άφησες ανοιχτή την πόρτα όταν έφυγες, κι η μορφή σου κρύφτηκε πίσω από βαριές κουβέντες.
Το πρόσωπο λάμπει πάντα εκεί, όμως τελευταία αλλοιώνεται η φωνή σου. Οι χορδές αλλάξαν μέταλλο κι ένας αντίλαλος καλύπτει τα πεφρασμένα, όπως ο αγέρας που λυσσομανάει στ’ άδεια σπίτια, πέρα στις κοιλάδες.
Μου ‘πες, πως άνοιξες δικές σου πληγές κι είναι καιρός ν’ ανοίξω τις δικές μου.
Μια τρέλα σύνορα με την αγιοσύνη με κυριεύει τις νύχτες. Ενορχηστρώνω τριλογίες, κι όλο ένα μαύρο σκουλήκι σέρνεται κάτω απ’ την φτερωτή μου πέννα.
Το ημερολόγιο γέμισε.
Για μια φορά ακόμα, δεν φάνηκες απόψε.
Αλήθεια πες μου, πώς τα καταφέρνεις πάντα μ’ ένα μόνο πσσσστ, όλα με μιας να δραπετεύουν απ’ το μπουκάλι με τ’ άρωμά σου, παρατημένο εδώ και χρόνια στο περβάζι;