You are currently viewing Μιλτιάδης Τσαπόγας: Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες Άγγελοι, , Κουκκίδα, 2024, ISBN 978-618-208-093-1

Μιλτιάδης Τσαπόγας: Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες Άγγελοι, , Κουκκίδα, 2024, ISBN 978-618-208-093-1

Όταν η ψυχική νόσος γίνεται ποίηση και η ποίηση θεραπεία: 

 

Η ποιητική συλλογή Αποστάτες Άγγελοι της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου δεν αποτελεί απλώς ένα έργο που διαβάζεται· είναι μια εμπειρία που βιώνεται. Η ποιήτρια μας οδηγεί σε μια καθοδική και ταυτόχρονα φωτεινή πορεία μέσα στον λαβύρινθο της ψυχικής νόσου, όπου η ποίηση λειτουργεί ως χάρτης, ως φως και ως πράξη αντίστασης απέναντι στην αποξένωση. Ο οξύμωρος τίτλος, Αποστάτες Άγγελοι, συνοψίζει ήδη τη θεματική της συλλογής: πρόσωπα που έχουν απομακρυνθεί από την κοινωνική κανονικότητα, που μοιάζουν να έχουν εγκαταλείψει τον κόσμο της «λογικής», αλλά συνεχίζουν να ακτινοβολούν τρυφερότητα, αποζητώντας την αποδοχή.

Στο εξώφυλλο της συλλογής —μια σιλουέτα που στέκεται στο βάθος ενός σκοτεινού διαδρόμου, μπροστά σε ένα φως— αποτυπώνει με εικαστική καθαρότητα το κεντρικό νόημα του έργου. Ο διάδρομος είναι ο χώρος της τρέλας, του εγκλεισμού, του πόνου. Το φως στο βάθος, όμως, δεν είναι σωτηρία από την τρέλα· είναι η ίδια η ποίηση. Η φιγούρα, μικρή και μόνη, είναι ο «αποστάτης άγγελος» που, παρότι απομονωμένος, επιμένει να αναζητά το φως μέσα στο σκοτάδι. Η αντίθεση φωτός και σκιών, όπως και μέσα στα ποιήματα, υπογραμμίζει τη συνεχή διαπάλη ανάμεσα στην ελπίδα και την απόγνωση, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.

Η Ψυχογυιοπούλου δεν γράφει για την ψυχική νόσο· γράφει από μέσα της. Η ποίησή της δεν παρατηρεί, αλλά συμμετέχει. Δεν περιγράφει, αλλά εξομολογείται. Στα ποιήματά της, η τρέλα δεν παρουσιάζεται ως παθολογία, αλλά ως εσωτερικό τοπίο, ως καθρέφτης των εύθραυστων πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η συλλογή αναδεικνύει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην καθημερινή πραγματικότητα και το παραλήρημα. Στο ποίημα «Κατανομή ρόλων» (σ.28), η ποιητική φωνή παρατηρεί: «… Στο παραλήρημά σου, συχνά φωνάζεις:/ «Είσαι η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου»/ κ’ ύστερα μ’ αγωνία με ρωτάς: «Δε χαίρεσαι;/ Η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου είσαι!…». Η παραφροσύνη εδώ δεν γελοιοποιείται ούτε απορρίπτεται· αντιμετωπίζεται με στοργή και φόβο ταυτόχρονα. Η συγγενής γίνεται «βασίλισσα» μέσα στο σύμπαν του παραληρήματος, μα και αιχμάλωτη: «Στο σύμπαν της παραφροσύνης / γίνομαι βασίλισσα».

Η δημιουργός μετατρέπει τη σιωπηλή αγωνία της καθημερινής φροντίδας σε αισθητική εμπειρία: η αλήθεια και η φαντασία παίζουν αδιάκοπα εναλλασσόμενους ρόλους, όπως σε μια σκηνή όπου οι ηθοποιοί αλλάζουν προσωπεία χωρίς να αποχωρούν ποτέ. Στο «Ονείρου ξόρκι» (σ.27), ο κλονισμός απειλείται να γίνει ρήγμα της πραγματικότητας: «…Ο ξένος χάραζε / δέντρα κομμένα / με τη φαλτσέτα. / Φύγε μακριά! Αναφώνησα…». Εδώ ο φόβος δεν είναι εξωτερικός· είναι ο φόβος του οικείου όταν ο κόσμος αρχίζει να ραγίζει. Ο/Η αναγνώστης/[-στρια γίνεται μάρτυρας μιας ψυχικής διάλυσης που δεν εκφράζεται μέσα από διάγνωση, αλλά μέσα από εικόνα, ρυθμό, συναίσθημα.

Η μνήμη και ο θάνατος αποτελούν το δεύτερο ισχυρό θεματικό άξονα. Στο «Εικονο-στάσεις» (σ.15), η ποιήτρια τιμά τους νεκρούς, ορατούς και αόρατους: «…φόρο τιμής αποτίω / σε κάθε νεκρό / αόρατο ή ορατό». Η ποίηση γίνεται τελετουργία μνήμης.Στο «Υπέρ ψυχών» (σ.19), η εικόνα της πεταλούδας —σύμβολο ψυχής— φτερουγίζει «στα βλέφαρά της», καθιστώντας την απώλεια ζωντανή παρουσία και όχι οριστική απουσία. Στο «Φωτογραφικό κλικ» (σ.20), η στιγμή πριν την καταιγίδα αποτυπώνεται σαν εύθραυστο κάδρο ευτυχίας που προορίζεται να σπάσει. Ο χρόνος γίνεται εύθραυστος, η φωτογραφία —σύμβολο ανάμνησης— θρυμματίζεται μαζί με την ψυχική ισορροπία. Έτσι η ποίηση μεταμορφώνει τον πόνο σε δημιουργία, τον θάνατο σε πράξη μνήμης.

Αντίστοιχα, η «Έκτη πτέρυγα» (σ.36) —αναφορά στο Δαφνί— συμπυκνώνει τον εγκλεισμό σε δύο μόνο στίχους: «… Κάγκελα εμπρός τους, / κάγκελα εντός τους…».
Τα κάγκελα δεν είναι μόνο του νοσοκομείου· είναι της κοινωνίας, του φόβου, της λογικής που επιβάλλει φυλακή στο ανοίκειο. Στο «Εκ του τάγματος δαιμόνων» (σ.33-34), η ποιήτρια αναγνωρίζει τον ψυχικά ασθενή όχι ως θύμα, αλλά ως πνευματική μορφή που περιπλανιέται ανάμεσα στο επέκεινα και το εδώ. Ο «αποστάτης άγγελος» δεν είναι καταρρακωμένος· είναι μετέωρος μεταξύ αβύσσου και ουρανού, φως και σκοτάδι και ο ψυχικός πόνος μετατρέπεται σε μυσταγωγία: «Μαύρες φτερωτές μορφές/ εξόχως γοητευτικές /μυριάδες μυριάδων / δαίμονες/ από το παραπέτασμα/ και έξω δεξιά του εγκεφάλου,/ κοσμώντας το κεφάλι/ συνείδηση νεκρώνουν…».

Η φύση λειτουργεί στη συλλογή ως ενεργό πρόσωπο. Στο «Ξυλόγλυπτο» (σ.13), η θάλασσα δημιουργεί «ονειροζώα» σμιλεμένα από αλάτι· στο «Κλαδιά κεριά» (σ.22), η φύση γίνεται σκηνικό θλίψης: «…Φύση νεκρή στη γιορτή ανοιχτή / κερένια κλαδιά / στάλες στάζουν δροσιάς / σε υπόγειες θλίψης στοές…». Η χρωματική ποιητική —το κίτρινο της φθοράς, το μωβ της μετάβασης— λειτουργεί ως ψυχολογικός καθρέφτης.

Στο «Τρελοτεχνείον» (σ.35), η ποίηση αναδεικνύεται ως πράξη ίασης, ως επιστροφή προς τη φύση και προς την αναπνοή: «… με μάγουλα φλογάτα, σκαλιά δρασκελά,/ βαδίζοντας στης φυλλωσιάς/ την αγκαλιά/ ασυγκράτητη…».  Ο στίχος δεν είναι απλώς περιγραφή — είναι θεραπευτική κίνηση, μια σωματοποιημένη προσπάθεια να ανασάνει η ψυχή. Η συλλογή συνολικά λειτουργεί ως μια ποιητική ψυχοθεραπεία — όχι μόνο για τη δημιουργό αλλά και για τον/την αναγνώστη/-στρια. Μέσα από τις εικόνες της, μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε την ανθρωπιά και την αγάπη εκεί όπου κυριαρχεί η σύγχυση και ο φόβος.

Η συλλογή Αποστάτες Άγγελοι είναι ποίηση βαθιά υπαρξιακή, όπου η ψυχική νόσος μεταμορφώνεται σε γλώσσα, η σιωπή σε τραγούδι και ο πόνος σε ενσυναίσθηση. Δεν κρύβει το τραύμα· το αναγνωρίζει ως ιερό. Δεν προσφέρει παρηγοριά· προσφέρει αλήθεια. Η γραφή γίνεται πράξη κάθαρσης και δρόμος επιστροφής στην ισορροπία. Η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου δεν χαρίζει εύκολες λύσεις. Αντίθετα, μας καλεί να ψηλαφίσουμε «τα δυσδιάκριτα όρια τρέλας και λογικής» «Στοίβα Λέξεων» (σ.77)  και να αναγνωρίσουμε ότι εκεί, σε εκείνη τη σκοτεινή μεθόριο, ανθίζει η πιο αληθινή μορφή ποίησης — αυτή που γεννιέται από τον πόνο και επιστρέφει ως φως.

 

Βιβλιογραφία

Παπακώστας, Ν. (2020). Η ποίηση του πένθους και του θανάτου. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Στρατούλιας, Ι. (2020). Επίμετρο. Στην Π. Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες άγγελοι. Αθήνα: Κουκκίδα.
Ψυχογυιοπούλου, Π. (2020). Αποστάτες άγγελοι. Αθήνα: Κουκκίδα.
Ο Μιλτιάδης Τσαπόγας είναι συγγραφέας των βιβλίων «Πέτρα και Ξίφος», «Ιππότες στον Μοριά» και «Πελοπόννησος: Στα Ίχνη των Ιεροϊπποτικών Ταγμάτων» (όλα από τις Εκδόσεις Δαιδάλεος). Παράλληλα, είναι κύριος συγγραφέας και φωτογράφος του βιβλίου «Άγνωστη Πελοπόννησος» (Εκδόσεις Οξύ), ενώ έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα «Μυστική Ελλάδα – Παράξενος Ταξιδιώτης», «Αλχημεία – Η Μυστική Τέχνη των Σοφών» (Εκδόσεις Αρχέτυπο), καθώς και στο «Υπερφυσικά Φαινόμενα σε Ελληνικά Κάστρα» (Εκδόσεις Πηγή).
Έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος με τα περιοδικά Πατρινοί Ορίζοντες (της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Πατρών), Φαινόμενα (ένθετο της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος), GEO, Mystery, Forbidden History, Άωτον, καθώς και με το μεσσηνιακό περιοδικό Όριον. Κείμενά του έχουν επίσης δημοσιευθεί στις εφημερίδες Το Θάρρος, Η Φωνή της Μεσσηνίας, Μεσσηνιακός Λόγος και Η Ροδιακή, ενώ τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται και με την ιστοσελίδα News 24/7. Έχει αρθρογραφήσει, ακόμη, στην επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Πύλου-Νέστορος.
Παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, δραστηριοποιείται ως φωτογράφος με ειδίκευση στα μεσαιωνικά μνημεία της Πελοποννήσου, έχοντας πραγματοποιήσει πολυάριθμες εκθέσεις φωτογραφίας.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.