AΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑ ΠΙΣΩ
Όταν έφυγα, άφησα την παιδική μου ηλικία στο συρτάρι
επάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
Άφησα τ’ αλογάκι μου στον πλαστικό του σάκο.
Έφυγα χωρίς να κοιτάξω το ρολόι.
Ξεχνώ αν ήταν μεσημέρι ή βράδυ.
Το άλογό μας πέρασε τη νύχτα μόνο,
χωρίς νερό, χωρίς σανό για βραδινό.
Θα σκέφτηκε πως φύγαμε για να μαγειρέψουμε
για αργοπορημένους επισκέπτες
ή να ετοιμάσουμε μια τούρτα
στα δέκατα γενέθλια της αδελφής μου.
Περπάτησα με την αδελφή μου στον δρόμο δίχως άκρη.
Τραγουδήσαμε τα χρόνια πολλά.
Πάνω απ’ το κεφάλι μας τα βομβαρδιστικά αντηχούσαν στον ουρανό.
Κουρασμένοι οι γονείς μου περπατούσαν πίσω,
ο πατέρας μου κρατώντας σφιχτά στο στήθος
τα κλειδιά του σπιτιού μας και του στάβλου.
Φτάσαμε σε έναν σταθμό διάσωσης.
Ειδήσεις για ασταμάτητες επιδρομές μούγκριζαν στο ραδιόφωνο.
Μισούσα τον θάνατο, όμως και τη ζωή επίσης,
καθώς προχωρούσαμε στον παρατεταμένο θάνατό μας,
απαγγέλοντας την ωδή μας δίχως τέλος.
