You are currently viewing Νίκη Μισαηλίδη: Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου – Ελένη Κοφτερού: Σταγόνες στίχοι – 60 τάνκα του έρωτα και του θανάτου. Εκδόσεις Λεξίτυπον.

Νίκη Μισαηλίδη: Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου – Ελένη Κοφτερού: Σταγόνες στίχοι – 60 τάνκα του έρωτα και του θανάτου. Εκδόσεις Λεξίτυπον.

Η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου και η Ελένη Κοφτερού συναντήθηκαν ποιητικά και συνέγραψαν 60 ποιήματα της παραδοσιακής ιαπωνικής γραφής, τάνκα τα οποία αποτελούν μια προσεγμένη ποιητική συλλογή με τίτλο Σταγόνες στίχοι από τις εκδόσεις Λεξίτυπον.

Η  Ψυχογυιοπούλου εκκινεί πάντα πρώτη γράφοντας ένα χαϊκού (haiku) (τρίστιχο ποίημα με εναλλαγή συλλαβών 5 – 7 – 5 ) στο οποίο η Κοφτερού απαντά ποιητικά με δύο (2) εκτενέστερους επτασύλλαβους στίχους, ώστε χαϊκού και οι δύο επτασύλλαβοι να δημιουργούν ένα ποίημα – τάνκα. Το χαϊκού όπως και το κατά δεκατέσσερις (14) συλλαβές εκτενέστερό του τάνκα αποτελούν τα δύο δημοφιλέστερα είδη της ιαπωνικής ποιητικής παράδοσης.

Η Ψυχογυιοπούλου εκφράζεται σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος της οποίας τα χρώματα στην ποιητική της παλέτα είναι ζωντανά. Πάνω, λοιπόν, σ’ έναν καμβά βασικών χρωμάτων εμπνευσμένα από τη φύση, απεικονίζεται μια γνώριμη αναπαράσταση και εκτύπωση του περιβάλλοντα χώρου. Έτσι ο προσεκτικός αναγνώστης διαβλέπει στα πράγματα τη στενή σχέση που έχουν τα χαϊκού με το φυσικό περιβάλλον. Τα στοιχεία της φύσης – ένα από τα βασικά εσωτερικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ιαπωνικού ποιητικού είδους – αποτελούν την παλέτα πάνω στον οποίο στηρίζεται το ποιητικό νόημα. «Το βουνό», τα «κόκκινα τριαντάφυλλα», οι «πεταλούδες», οι «ανθισμένες φλαμουριές», οι «παπαρούνες», οι «μέλισσες», η «κρανιά», το «μοσχομυριστό αγιόκλημα», η «λεύκα», τα «άνθη της στερλίτσιας» (στοιχείο του εξωτισμού), η μυρωδιά του «κόκκινου γαρύφαλλου», η «θάλασσα» και τα «κοχύλια» στην αμμουδιά, τα «κρίνα της άμμου», τα «βράχια» και οι «ελαιώνες» παρελαύνουν στους στίχους αποτυπώνοντας με ακρίβεια και ζωντάνια το ελληνικό τοπίο συνθέτοντας μια ποικιλία οπτικών, ακουστικών, οσφρητικών και απτικών εικόνων, που διεγείρουν τις αισθήσεις και προβληματίζουν στοχαστικά τον αναγνώστη. Η κίνηση και η πάλη των εικόνων αντικατοπτρίζουν την ένταση των λέξεων οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν τους αρχέγονους φορείς ιδεών που κατασκευάζουν κόσμους. Και όπως γράφει ο Αϊζενστάιν στο Η μορφή του Φιλμ (1949) «αυστηρά περιορισμένος στον αριθμό των συλλαβών, καλλιγραφικά γοητευτικός στις περιγραφές και τις παρομοιώσεις του, τολμηρός στις απροσδόκητες συνδυαστικές του, […], ο γιαπωνέζικος στίχος μας δίνει μια ενδιαφέρουσα «σύντηξη» εικόνων, η οποία ερεθίζει τις πιο απομακρυσμένες ανάμεσά τους αισθήσεις».

Πάνω στην ίδια καλλιτεχνική ποιητική βάση και εικαστικό υπόβαθρο είναι και οι δύο επτασύλλαβοι στίχοι της Ελένης Κοφτερού. Ο «έναστρος ουρανός», «οι θρυμματισμένοι βράχοι», η «παγωμένη λίμνη», το «στήθος της θάλασσας», οι «εργάτριες μέλισσες», οι «πεταλούδες» και  το «χιόνι» αναδεικνύουν τη στενή σχέση με τη ζωγραφική τέχνη και την προσεκτική παρατήρηση της φύσης ως αρωγοί στην κατανόηση του βαθύτερου νοήματος των ποιημάτων. Η Κοφτερού, όπως και η Ψυχογυιοπούλου, αναπαριστά με νατουραλιστική ακρίβεια καταστάσεις από τον μικρόκοσμο της εξωτερικής πραγματικότητας οι οποίες ακολουθώντας μια εσωτερική πορεία συναντούν τον κόσμο της εσωτερικής πραγματικότητας, θυμίζοντας την αριστοτεχνική ποίηση του Ιάπωνα ποιητή, Μπουσόν. «Σ’ αυτή την ποίηση με γοητεύει ιδιαίτερα η άρνηση του καλλιτέχνη να υπαινιχθεί έστω το τελικό νόημα της εικόνας, που το αφήνει να αποκρυπτογραφηθεί σταδιακά, σαν συλλαβογράφος», όπως θα γράψει ο Αντρέι Ταρκόφσκι στο Σμιλεύοντας τον χρόνο. Πράγματι οι δύο επτασύλλαβοι στίχοι – απάντηση της Ελένης Κοφτερού άλλοτε συμπληρώνουν το εικονιστικό περιβάλλον της Ψυχογυιοπούλου, άλλοτε το επεκτείνουν νοηματικά και σε κάθε περίπτωση δεν υπαινίσσονται το περιεχόμενο των εικόνων και των λέξεων αλλά ταξιδεύουν τον/την αναγνώστη/αναγνώστρια σ’ έναν ανοιχτό ορίζοντα ερμηνειών, ο οποίος ανάλογα με τις αναγνωστικές προσδοκίες και δυνατότητές του οδηγείται στην ανεύρεση της δικής του προσωπικής και ατομικής αλήθειας.

Επίσης και οι δύο δημιουργοί επιχειρούν την ανεύρεση της κατάλληλης εποχιακής λέξης (kigo), χαρακτηριστικό της σύντομης ποιητικής φόρμας για την απόδοση των εποχών του έτους. Η «γιορτή των μελισσών», το «αστραφτερό πρωινό/το καλοκαίρι», τα «πεσμένα φύλλα νεκρά/το φθινόπωρο», ο «χειμώνας βαθύς», αποδίδουν την καταλυτική δύναμη του έρωτα, το πένθος του θανάτου, τον συνδυασμό του εφήμερου με την αιωνιότητα και της ανθρώπινης αντίληψης με τον οικουμενικό παλμό της φύσης του ανθρώπου ως όλον και την λειτουργική δύναμη της μνήμης.

Ο θάνατος που καραδοκεί, ο χρόνος που κυλά αδυσώπητα, η απώλεια της ερωτικής επιθυμίας και του νεανικού σφρίγους προβάλλονται μέσα από την ψυχοσύνθεση ενός ευάλωτου πλέον ψυχισμού, που έρχεται αντιμέτωπος με τη φθορά και την αλλοίωση. Θα γράψει η Πωλέττα Ψυχογυιοπούλου:

Χειμώνα χιόνια

πένθιμα μου πλέξανε

ρούχα θανάτου.

καταδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση του ανθρώπου και όλων των έμβιων όντων με τον θάνατο. Θα συμπληρώσει ειρωνικά/σαρκαστικά η Ελένη Κοφτερού

Πλάσματα και σκιές της γης

τα φορούν σα νυφικό. (σ. 51)

δημιουργώντας ένα ποιητικό παιχνίδι με την φωτοσκίαση και το βαθύτερο νόημα των στίχων.

Η στοχαστική διάθεση απέναντι στον θάνατο απασχολεί και τις δύο ποιήτριες, οι οποίες θα τον συνδέσουν τόσο νοηματικά όσο και ποιητικά με τη μνήμη. Το δίδυμο μνήμη – λήθη προβάλλεται σ’ αντιστοιχία με το πλέγμα ζωή – θάνατος. Η μνήμη αντιμάχεται τη λήθη, όπως η ζωή τον θάνατο. Η μνήμη, ωστόσο, στο διάνυσμα του χρόνου γίνεται ολοένα και πιο ατονική, καθώς φθείρεται, όπως φθίνει αντίστοιχα και η ζωή οδηγώντας στη λήθη του θανάτου ή στο αδιόρατο Τίποτα.

Αναμνήσεις σε

κιτρινισμένο κάδρο

μωβ που φυτρώνει.

Το αντικαθρέπτισμα

του χρόνου πώς αντέχεις;

ένα έξοχο τάνκα αποτέλεσμα της ποιητικής συνομιλίας. Το ερώτημα της δεύτερης επιβεβαιώνει την δύναμη του καταλύτη χρόνου στο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο χρόνος διαδραματίζει διττό ρόλο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μπορεί δηλαδή από τη μια η χρονική διάρκεια να προσφέρει την εσωτερική ωρίμανση του ατόμου, αλλά παράλληλα κάθε μέρα οδηγεί το άτομο στο γήρας και στον θάνατο. Σ’ αυτό το σημείο έγκειται και το ερώτημα στους δύο επτασύλλαβους της Κοφτερού. Η μεταμορφωτική δύναμη του χρόνου επιδρά και διεγείρει υπαρξιακά ερωτήματα στο ποιητικό υποκείμενο.

Ο χρόνος, λοιπόν, που οδηγεί μοιραία στη φθορά και στον θάνατο στα εξήντα (60) τάνκα έχει διάφορες όψεις. Άλλοτε παρουσιάζεται σαν τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου που οδηγεί τις ψυχές

Βάρκα θαλάσσης

οδηγεί θολές ψυχές

στον κάτω κόσμο.

Εν πλω περιδιαβαίνει

σε μεθόριο θανάτου. (σ. 69)

Σχολιάζοντας έτσι ανθρωπιστικά, πολιτικά και κοινωνικά οι δύο ποιήτριες τον σκληρό θάνατο στον οποίο οδηγούνται «εν πλω» σχεδόν καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι οι οποίοι θυσιάζονται στον βωμό του συμφέροντος των ισχυρών, καθιστώντας την μεσόγειο υδάτινο νεκροταφείο.

Σ’ ένα άλλο ποίημα – τάνκα ο θάνατος νοηματοδοτείται σε αντίθεση με την ομορφιά της ζωής.

Στερλίτσιας άνθη

πουλιά παραδεισένια

θάνατο σκορπούν.

Λουλούδι ελκυστικό

χαμόγελο του Άδη! (σ. 20)

Άλλοτε πάλι ο θάνατος δανείζεται στοιχεία της θαλάσσιας φύσης για να δείξει ένα πιο αδυσώπητο/σκληρό πρόσωπο σε παραλληλισμό με την αλλοίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Σμέρνες σε βράχια

θαλάσσια πλάσματα

ακρωτηριάζουν.

Για δες ομοιότητα

με του ανθρώπου τρόπο! (σ. 32)

Τέλος, οι δύο δημιουργοί ενορχηστρώνουν την απώλεια του έρωτα ισοδύναμη με τον θάνατο.

Ψύχους σκοτάδι

νεκρός πλέον έρωτας

άνοιξε κενό.

Ποιος τάφος θα χωρέσει

τ’ άπειρα κτερίσματα; (σ. 67)

Σε αρκετά, πάλι, ποιήματα – τάνκα ο αναγνώστης διαβλέπει τον φόβο. Ο φόβος του άστεγου και του πρόσφυγα ή του μετανάστη, ο φόβος της στυγνής μοναξιάς και μόνωσης του σύγχρονου ανθρώπου ως διαχρονικό σύμβολο, ο εξωτερικός/κοινωνικός αλλά και εσωτερικός/ατομικός εγκλεισμός που βίωσε το άτομο την περίοδο της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, η υπαρξιακή αγωνία και το άγχος απέναντι στο υλιστικό πρότυπο έναντι του πνευματικού και ανθρωπιστικού, ο φόβος από την απώλεια της ανθρωπιάς και ο εγκλωβισμός στο Εγώ εκφράζονται με τολμηρές λέξεις – τόσο ως προς η μορφή τους όσο και ως προς το περιεχόμενό τους με αποτέλεσμα οι Σταγόνες στίχοι να μεταβάλλονται σε μια πανανθρώπινη κραυγή αγωνίας και διαμαρτυρίας όπως ποιητικά δηλώνεται με το παρακάτω τάνκα:

Συνηθισμένα

πρόσωπα των ημερών

οι φοβισμένοι.

Κατοικίδιος φόβος

γνώριμο το αγρίμι. (σ. 58)

Το κάθε τάνκα χωριστά, όπως και το τελευταίο αφήνει στον αναγνώστη την ελπίδα και την αισιοδοξία πως η δύναμη της Τέχνης, και δη της ποιητικής, θ’ ανοίξει τα φτερά της σε ουρανό και γη, καθιστώντας την ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη μια παλέτα ζωντανών χρωμάτων όμοια με βεντάλια πεταλούδας που θα υμνεί τον έρωτα σε κάθε έκφανση του και θα απεμπολεί τον φόβο.

Άνθρωπος και φύση, παρόν και μέλλον, ύλη και συναίσθημα, το ένα διαδέχεται και καθορίζει τη μοίρα του άλλου χαρίζοντας την πολυπόθητη ενότητα. Σ’ αυτή την ποιητική και νοηματική ενότητα εργάζονται με την πένα τους η Ψυχογυιοπούλου και η Κοφτερού. Το αποτέλεσμα, οι Σταγόνες στίχοι να συγκλίνουν τον κόσμο της πραγματικότητας με την υποκειμενική διάσταση της ψυχικής διάθεσης του ποιητή συμβάλλοντας στη συναισθηματική ενότητα του ποιήματος.

Οι Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου και Ελένη Κοφτερού αντιμετωπίζουν την ποίηση ως διαρκές γίγνεσθαι παρά ως συντελεσμένο είναι. Οι Σταγόνες στίχοι έρχονται να ποτίσουν, να  δροσίσουν και να νοτίσουν τον πνευματικό και συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη και να αποτελέσουν τον «ωκεανό», στον οποίο η ποίηση τεκταίνεται. Συνιστά συμβάν και κίνηση, βρίσκεται, δηλαδή υπό διαρκή διαμόρφωση και διαπραγμάτευση.

Νίκη Μισαηλίδη

 

Βιβλιογραφία

  1. Αϊζενστάιν, Μ. Σεργκέι (2003). Η μορφή το φιλμ. Μεταφρ. Παναγιωτόπουλος Νίκος και Σφήκας Κώστας, Αθήνα: Αιγόκερως
  2. Ταρκόφσκι, Αντρέι (1987). Σμιλεύοντας τον χρόνο. Μεταφρ. Βαλέντζας Σεραφείμ, Αθήνα: Νεφέλη

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.