1. Σώμα με σώμα
Η Μαρία Δριμή με το τετ-α-τετ επιλέγει να μας μιλήσει για την εξάρτηση σε μια ιδιότυπη αλλά και ζοφερή μορφή της, μέσα απ’τη συμβίωση δύο σιαμαίων αδερφών, της Μαρίας και της Άννας.
Η ατέλειωτη εσωτερική διαμάχη της Μαρίας, η διαρκής πάλη με τον εαυτό της και την Άννα, αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο εκτυλίσσονται τα δρώμενα. Υπάρχει μια ένωση μεταξύ τους τετ-α-τετ και μια μάχη corps-à-corps, σώμα με σώμα, στο στίβο της καθημερινότητάς τους.
Θα λέγαμε ότι ψυχισμός των δύο αδερφών υπακούει τους νόμους των συγκοινωνούντων δοχείων: ό,τι εισέρχεται από τη μια μεριά πάει κι απ’την άλλη, ό,τι ψυχικά αναπτύσσεται στη μια μεριά, φθίνει στην άλλη.
Προκειμένου να διαφοροποιηθούν, αναπτύσσουν απολύτως αναγνωρίσιμα, αντιθετικά στοιχεία προσωπικότητας που τις κάνουν να διαφέρουν ψυχολογικά.
Η Μαρία, στην οποία αποδίδεται η συγγραφή του βιβλίου συνοδευόμενη με αποσπάσματα από το ημερολόγιο της, έχει ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση, είναι συναισθηματική και ευαίσθητη, της αρέσει το διάβασμα και το γράψιμο. Η Άννα θα λέγαμε είναι πιο ρεαλίστρια, κυνική, βλέπει πολύ τηλεόραση, έχει ένα εξειδανικευμένο ψεύτικο προφίλ στο διαδύκτιο, όπου ζει μια «κανονική ζωή». Η Άννα μοιάζει πιο συμβιβασμένη με την ιδιόμορφη συνθήκη τους, χρησιμοποιεί την άρνηση και το διαχωρισμό σαν κατεξοχήν ψυχικούς αμυντικούς μηχανισμούς και πετυχαίνει να είναι φαινομενικά πιο προσαρμοσμένη. Αντίθετα η Μαρία βασανίζεται και ασφυκτιά από την ιδιόμορφη αυτή σωματική και ψυχική, σ’ένα βαθμό, συγκατοίκηση.
Εκεί που ο διαχωρισμός και η άρνηση επιτυγχάνουν στην Άννα, η απώθηση αποτυγχάνει στη Μαρία, κάτι που την κάνει πιο ευάλωτη στην κατάθλιψη.
Η Μαρία Δριμή σκιαγραφεί τις προσωπικότητες των δύο κοριτσιών πολυδιάστατα, με έντονες αντιθέσεις, σαν πίνακα του Caravaggio με έντονο το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Αλλά πάνω απ’όλα με πολλή αγάπη και, όπως ακριβώς ο μεγάλος ζωγράφος στον καμβά, η Δριμή αποτυπώνει στο χαρτί το τερατώδες με μεγάλη τρυφερότητα.
2.
Η αφελώς εξομολογητική αλλά άκρως υπαινικτική και συνεπώς αποκαλυπτική διήγηση, δίνει στους χαρακτήρες συναισθηματική οντότητα και ψυχολογικό βάθος. Για παράδειγμα, η ευαίσθητη Μαρία, την ίδια στιγμή που υποφέρει και επιθυμεί διακαώς τον διαχωρισμό των σκέψεων της απ’την Άννα, όταν αυτό συμβαίνει μετά από ένα ατύχημα, δεν φαίνεται και τόσο ικανοποιημένη, εκφράζοντας έτσι την αμφιθυμία της. Η «αναίσθητη» Άννα από την άλλη, μας δείχνει την έντονα συναισθηματική της πλευρά στη σχέση της με τον Φίλιππο, το μικρό αγόρι που αλλάζει τη ζωή των δύο αδελφών.
Η γένεση της σεξουαλικής επιθυμίας και η καταλυτική παρουσία του έρωτα στη ζωή τους εντείνει το τραγικό στοιχείο. Ο αναγνώστης ξεχνά την τόσο σπάνια συνθήκη τους και ταυτίζεται με τα πάθη και τα αδιέξοδα τους.
Γιατί πραγματικά, τουλάχιστον στην εφηβεία, ποιος είναι αυτός που δεν έχει αισθανθεί και ολίγον τι τέρας; Ποιος δεν έχει εισπράξει την ερωτική απόρριψη, την περιφρόνηση, τον αποκλεισμό στο βλέμμα των άλλων σαν παιδί, έφηβος ή ενήλικος.
Θα μπορούσε να δει κανείς μέσα από την ιστορία των σιαμαίων αδερφών ένα σχόλιο για τους ανθρώπους που είναι αναγκασμένοι να ζουν με μια φυσική αναπηρία, δηλαδή μ’ένα υγιές και με ένα άρρωστο τμήμα τους, που υποχρεωτικά κουβαλούν. Το ερώτημα που θέτει το τετ-α-τετ σ’αυτή την περίπτωση είναι καίριο: άραγε τι θα προτιμούσε κανείς; Να εξαρτάται από ένα μηχάνημα ή από έναν άλλον άνθρωπο;
Πέραν της φυσικής αναπηρίας, αυτή η ιδιότυπη συμβίωση θα μπορούσε να αναπαριστά τη σχέση ενός ανθρώπου με μια ψυχική νόσο όπου η άρρωστη και υγιής πλευρά του βρίσκονται σε διαρκή πάλη, για παράδειγμα ένας σχιζοφρενής ή ένας ασθενής με διπολική διαταραχή όπου ο ένας εαυτός τον βυθίζει στα τάρταρα της κατάθλιψης και ο άλλος τον ανεβάζει στους ουρανούς της μανίας.
Η Μαρία και η Άννα είναι διαφορετικές όντας σαν και μας. Πώς είναι άραγε το ίδιο πράγμα χωρίς να φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού;
Τι γίνεται όταν η συμβιωτική σχέση δεν οφείλεται σε σωματικά αλλά σε ψυχικά αίτια;
Όταν ο εγκλωβισμός στη σχέση δεν είναι συνειδητός αλλά ασυνείδητος;
3.
Η συμβιωτική σχέση είναι ένας αρχαϊκός τύπος σύνδεσης και αποτελεί ένα αρκετά συχνό φαινόμενο. Πρότυπο της συμβιωτικής σύνδεσης είναι η πρώιμη σχέση μητέρας-μωρού, όπου δεν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ τους. H λαϊκή έκφραση «εμείς οι δύο είμαστε ένα» την περιγράφει με ακρίβεια. Πρόκειται φυσικά για μια μεγάλη αυταπάτη. Αυτός ο τύπος εξάρτησης μπορεί να αποτελέσει μοντέλο σύνδεσης μεταξύ ανθρώπων και στην ενήλικη ζωή. Μπορεί επίσης να αφορά στη σχέση εξάρτησης του υποκειμένου από μια ουσία, όπου η ουσία υποκαθιστά το αντικείμενο.
Yπάρχουν πολλών ειδών «σιαμαίες» σχέσεις, σωματικά είναι σπανιότατες, ψυχικά πολύ συχνότερες, μεταξύ ανθρώπων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικών γενεών, ακόμα και διαφορετικών εποχών με πάντα τον ίδιο κοινό παρονομαστή: τον εγκλωβισμό, την περιχαράκωση και τον περιορισμό της ατομικής ελευθερίας.
Tο κεντρικό όμως, και απολύτως δραματικό, θέμα του τετ-α-τετ ξεπερνάει τη δυναμική των συμβιωτικών σχέσεων. Αφορά εξίσου στον αποκλεισμό και στον εγκλεισμό της ανθρώπινης ύπαρξης στα δίχτυα μιας αναπόδραστης μοίρας.
Το υπαρξιακό σαράκι που κατατρώει την Μαρία, είναι μια έξοχη αλληγορία πάνω στο ανθρώπινο υπαρξιακό αδιέξοδο. Θα μπορούσε κανείς να δει μέσα απ’τον συμβολισμό των σιαμαίων αδερφών, την αναφορά σε ό,τι συνειδητά ή ασυνείδητα περιορίζει την εσωτερική ελευθερία και την δυνατότητα του υποκειμένου να κάνει αυτόνομα τις επιλογές του. ‘Οταν βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο επανάληψης απ’τον οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Όταν το καταδιώκει ένας άλλος εαυτός που το συνθλίβει.
Είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο αυτός ο άλλος εαυτός που έχει απασχολήσει επί μακρόν την κλασική λογοτεχνία: θυμίζω ενδεικτικά το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι όπου ο άλλος εαυτός είναι η συνείδηση και τη Δίκη του Κάφκα όπου είναι το παράλογο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Δριμή ασχολείται με το ανθρώπινο υπαρξιακό αδιέξοδο και ζητήματα προσωπικής ταυτότητας. Και στα άλλα της βιβλία, στον Ορφέα νιώθει ευλογημένος στον παράδεισο και στο Garamont 12 αλλά και στη Ρωγμή στον τοίχο τα θέματα αυτά έχουν κεντρική θέση στους προβληματισμούς της. Στο τετ-α-τετ η πένα της πάει ακόμα πιο βαθιά στην ανατομία του ανθρώπινου ψυχισμού.
4.
Ως επιμελής εργάτης της τέχνης του λόγου, η Μαρία Δριμή μάς παίρνει απ’το χέρι και μας περιάγει στους δαιδαλώδεις χώρους της ανθρώπινης ψυχής με όρους αμιγώς λογοτεχνικούς.
Εν κατακλείδι: Μετά από 400 και πλέον χρόνια, πάνω στην ταράτσα μιας μονοκατοικίας στο Μοσχάτο, στην post Covid Αθήνα, τη νύχτα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2022, το αγωνιώδες σαιξπηρικό ερώτημα τίθεται ξανά με άκρως δραματικό τρόπο.
Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτό είναι το ερώτημα. Στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά.
Η απάντησή του αφορά προφανώς στον καθένα ξεχωριστά.
Η Μαρία Δριμή δεν αφήνει ούτε την ύστατη αυτή στιγμή μετέωρο τον αναγνώστη, κάτω απ’ το υπαρξιακό βάρος του ερωτήματος. Του τείνει χείρα βοηθείας υπενθυμίζοντάς του με τρόπο υπαινικτικό τους δύο βασικούς λόγους που μας κρατούν ζωντανούς σ’αυτόν τον κόσμο:
Την ευχαρίστηση/ηδονή και την ελπίδα/το όνειρο.
NT
