You are currently viewing Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Κατά μήκος της εθνικής οδού, εκδ. Εύμαρος, 2019, σελ. 131

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Κατά μήκος της εθνικής οδού, εκδ. Εύμαρος, 2019, σελ. 131

Η ποιητική της ειλικρίνειας

 

Το αγαπώ αυτό το είδος, κι ο ίδιος το ασκώ – παρά τις όποιες αντιρρήσεις που κατά καιρούς εκφράζονται. Θυμάμαι τη ρήση κάποιου πεζογράφου ότι λογοτεχνία είναι να περιγράφεις σε σελίδες επί σελίδων απλώς και μόνο ένα φιλί. Εγώ πάλι επιμένω ότι λογοτεχνία είναι να πυκνώνεις σε μία μόνο λέξη, όπως «ποθώ», «οδύρομαι», «σπαράζω», «χτυπιέμαι», «σβαρνιέμαι», «ματώνω» για ένα φιλί, τούτο το φιλί, καθότι γκώσαμε λογοτεχνικώς και κοινωνικώς και ιδεολογικώς απ’ τη φλυαρία, απ’ τον πληθωρισμό του λόγου, απ’ την περιγραφική ευελιξία του λόγου, απ’ τις πονηρίες του λόγου, απ’ την αυταρέσκεια του λόγου, απ’ την αυτοπεποίθηση του λόγου. Και κάπως έτσι γνώρισα κι εκτίμησα τις αφηγηματικές μινιατούρες των μπονζάι.

Δώδεκα συν τριάντα τέσσερα τα κείμενα του Βαναργιώτη, οργανωμένα σε δύο ενότητες, ισορροπούν την αμηχανία της γραμματειακής κατάταξης ανάμεσα στον νεολογισμό του μικροδιηγήματος και στον εισαγόμενο όρο του μπονζάι. Δεν θα επιμείνω στις διαφορές κι ούτε θα περιβληθώ το επιστημονικό ήθος του ταξινομητή, σεβαστά όλα αυτά, αλλά η λογοτεχνική (όπως και η κοινωνική) ανάγκη θα βρίσκεται πάντα δύο μέτρα πιο μπροστά επινοώντας νέα είδη, νέες μορφές, νέες λέξεις για να καλύψει τις ανάγκες της, ενόσω θα σπεύδει από πίσω η θεωρία της λογοτεχνίας ή της φιλολογίας να τις ονομάσει, ήγουν να τις ταξινομήσει και να τις τυποποιήσει. Αλλά αυτονοήτως πώς, το κριτήριο της λογοτεχνικότητας δεν ήταν ποτέ οι ταξινομήσεις αλλά η αισθητική αξία, όπου και θα επικεντρωθώ, επιτέλους.

Η γραφή του Βαναργιώτη είναι ειλικρινής στην πρόθεση, στη λειτουργία και στην εκφορά. Ο βασικός μηχανισμός της θυμίζει Γιώργο Ιωάννου: μια λέξη, μια εικόνα, ένας τόπος πυροδοτούν τη λειτουργία της μνήμης, απ’ όπου αντλείται το αφηγηματικό υλικό που τις πιο πολλές φορές είναι σχετικό με οικογενειακές μνήμες, με το ατομικό βιογραφικό, με τα χρόνια του δημοτικού σχολείου και την πρώτη εφηβεία, με τον Δομοκό, τα Τρίκαλα, με την πρόσφατη οικονομική κρίση, με τους φίλους που ’φυγαν, και καθώς εξιστορείται κινεί τον στοχασμό του αφηγητή που εκφέρεται συνήθως στο τέλος σαν καταληκτικό σχόλιο.

Η απέξω προς τα μέσα κίνηση της αφήγησης έχει ενδοσκοπικό αποτέλεσμα. Διά της εξιστόρησης ο κατά κανόνα αυτοδιηγητικός αφηγητής φέρνει στο φως τις πληγές, τακτοποιεί το υλικό της μνήμης και παρά την αίσθηση της πικρίας καταφέρνει εντέλει να συμφιλιωθεί με τον χώρο και τον χρόνο. Κάθε διήγημα είναι το αποδεικτικό μιας τέτοιας συμφιλίωσης, όπου ψυχαναλυτικώ τω τρόπω η έκφραση του τραύματος σηματοδοτεί την απαρχή της θεραπείας του ή για να το πω αλλιώς με κάθε κλείσιμο γίνεται ο αφηγητής ωριμότερος κατά μία μνήμη.

Την ίδια στιγμή δεν λείπει ο κοινωνικός χώρος σαν φόντο διαμέσου αναφορών για τους δρόμους, τα μουστάκια των βασανιστών της χούντας, τις μετατιθέμενες επί υπονοία κομμουνισμού δασκάλες κτλ. κτλ., αλλά και σαν συνθετικό αποτέλεσμα της αφήγησης, που παρά τον αυτοβιογραφικό της χαρακτήρα, αρθρώνει ψηφίδα την ψηφίδα το ελληνικό ψηφιδωτό της δεκαετίας του ’70 (κι όχι μόνο βέβαια). Τούτη η μετάβαση ή ακριβέστερα η άρση απ’ το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, έτσι που ο αναγνώστης να αναγνωρίζει τον εαυτό του σε έτερες αναμνήσεις, σε περιστατικά, σε χώρους, σε σχέσεις που δεν έζησε είναι αποτέλεσμα ενός συνόλου αρετών του βιβλίου, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζω την απροσποίητη φυσικότητα.

Απ’ τη γλώσσα ως το ύφος και απ’ την αφήγηση ως τους χαρακτήρες είναι όλα με περισσή απλότητα δοσμένα. Τίποτα το έντεχνο, το εντυπωσιοθηρικό και το εκβιασμένο. Όχι, ότι λείπει η τέχνη, ίσα-ίσα. Αλλά η πιο μεγάλη τέχνη του Βαναργιώτη είναι ότι κρύβει ή ακριβέστερα ότι αφήνει στην άκρη την τέχνη του. Θαρρείς ότι οι αφηγήσεις του είναι ιδιωτικές καταγραφές για προσωπική χρήση ή ότι προορίζονται για το στενό φιλικό κύκλο σαν προφορικές μαρτυρίες – πράμα που πιστεύω ότι ξαναδίνει στην λογοτεχνία τη βασική, την πρώτη και κύρια λειτουργία.

Σκέφτομαι για παράδειγμα ότι ενώ η πλοκή ακολουθεί σε γενικές γραμμές το σχήμα της δέσης, της κορύφωσης και της λύσης, τα πιο πολλά διηγήματα του Βαναργιώτη δεν κλείνουν με το σύνηθες στη μικρή φόρμα στοιχείο της έκπληξης. Δεν υπάρχει ο κλονισμός του τέλους, η ανατροπή και ο αιφνιδιασμός του αναγνώστη, δεν υπόσχεται ο συγγραφέας μια άλλη ερμηνεία, μια αναπάντεχη έκβαση. Η αφήγηση τελειώνει με τον ίδιο φυσικό τρόπο με τον οποίο ξεκινά κι έτσι το ενδιαφέρον της ανάγνωσης ισομοιράζεται σε όλο το σώμα της.

Κλείνοντας, τυχαία έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο και διαβάζοντάς το είχα τη βεβαιότητα ότι θα πάει πολύ καλά. Ύστερα όμως πρόσεξα ότι εκδόθηκε το ’19 και απ’ όσο μπορώ να κρίνω από τη βάση της βιβλιονέτ έτυχε ισχνής αποδοχής. Μια πανδημία και κάποιες χιλιάδες άλλα βιβλία έχουν περάσει από τότε. Είναι πια γνωστό ότι με τους ρυθμούς της τρέχουσας βιβλιοπαραγωγής ένα καινούριο βιβλίο θεωρείται ότι «παλιώνει» στο εξάμηνο. Αλλά κοντά σε όλα τ’ άλλα, έργο του βιβλιοκριτικού που δεν επιλέγει τα διαβάσματά του μ’ όρους εμπορίου, είναι να ανασύρει απ’ την αφάνεια όσα βιβλία για ποικίλους λόγους αδικήθηκαν. Είθε, είθε να βοήθησα…

 

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.