(…)
ΦΩΝΗ ΠΡΩΤΗ
Από εκεί που είσαι, μια ανοιξιάτικη ασέληνη νύχτα μπορείς ν’ ακούσεις στον δρόμο των Οστράκων την μις Πράις, μοδίστρα και καραμελοπώλιδα, να ονειρεύεται τον εραστή της, ψηλό σαν το ρολόι της πόλης, με μαλλί μελί σαν του Σαμψών, μπούτια πελώρια και καυτά, βροντερή φωνή και στήθος μάρμαρο, να τινάζει τα όστρακα με μάτια σαν φλόγιστρα και να την ανασκάβει γέρνοντας πάνω στο μοναχικό, ερωτικό, ζεστό σαν θερμοφόρα, σώμα της.
ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΣ
Μιβάνουι Πράις!
ΜΙΣ ΠΡΑΪΣ
Κύριε Μογκ Έντουαρντς!
ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΣ
Είμαι ένας υφασματέμπορος τρελός απ’ έρωτα. Σας αγαπώ περισσότερο απ’ όλες τις φανέλες και τα τσίτια, απ’ τα βαμβακερά ασπρόρουχα, τα δίμιτα, τα χοντρά λινά και τα μάλλινα μερινός, το σαντούγκ, το κρετόν, το κρεπ, τη μουσελίνα, την ποπλίνα, τις βαμβακερές στόφες και τα ντιαγκονάλ στο Κονκλάβιο των Υφασμάτων ολόκληρης της γης. Ήρθα για να σας πάρω μακριά, να ’ρθετε μαζί μου στο Εμπορικό μου πάνω στον λόφο, εκεί όπου τα νομίσματα κουδουνίζουν στα σύρματα της ταμειακής. Πετάξτε τα σοσόνια και το πλεκτό σας ουαλέζικο ζακετάκι, εγώ θα σας ζεστάνω τα σεντόνια, φούρνο θα τα κάνω, θα ξαπλώσω πλάι σας σαν το ψητό της Κυριακής.
ΜΙΣ ΠΡΑΪΣ
Κι εγώ θα σας πλέξω ένα πουγκί στο μπλε του μη με λησμόνει, να είναι τα λεφτά σας αναπαυτικά εκεί μέσα. Θα ζεστάνω και την καρδιά σας στη φωτιά, έτσι που θα μπορείτε να τη φοράτε κατάσαρκα όταν το εμπορικό είναι κλειστό…
ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΣ
Μιβάνουι, Μιβάνουι, πριν ροκανίσουν τα ποντίκια το μυστικό συρτάρι σας θα μου πείτε…
ΜΙΣ ΠΡΑΪΣ
Ναι, Μογκ, ναι, Μογκ, ναι, ναι, ναι…
ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΣ
Και θα ηχήσουνε στον γάμο μας τα κουδουνίσματα όλων των ταμειακών μηχανών απ’ άκρη ως άκρη στην πόλη.
(Θόρυβος από ταμειακές μηχανές και καμπάνες εκκλησιάς)
(…..)
