You are currently viewing Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου: Αντωνία Παυλάκου, Όρια και ρήξεις, εκδόσεις 24γράμματα, 2023

Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου: Αντωνία Παυλάκου, Όρια και ρήξεις, εκδόσεις 24γράμματα, 2023

Ανάμεσα στη μνήμη, στο βίωμα και στη φαντασία

 

Είκοσι έξι διηγήματα συνυπάρχουν στο πρώτο έργο πεζογραφημάτων της Αντωνίας Παυλάκου Όρια και ρήξεις που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24γράμματα σε μια καλαίσθητη έκδοση της οποίας το εξώφυλλο κοσμεί το έργο “The Virgin”, του Gustav Klimt, 1913. Είκοσι έξι ιστορίες τοποθετημένες σ’ ένα πλαίσιο ρεαλιστικό, οι οποίες εκτυλίσσονται σε πολλούς τόπους στην Ελλάδα, στην Κύπρο και αποτυπώνουν την ελληνική κοινωνία από την Κατοχή ως τις μέρες μας.

Η συγγραφέας διαθέτει το χάρισμα να αφηγείται τις ιστορίες της με στόχο την αισθητική απόλαυση του αναγνώστη. Αφήγηση άλλοτε πρωτοπρόσωπη κι άλλοτε τριτοπρόσωπη, που ενίοτε λειτουργεί εξομολογητικά και χαρακτηρίζεται από καθαρό, παραστατικό λόγο και εναργείς εκφραστικούς διαλόγους. Η αφηγηματική ροή πυκνή και συνεκτική, με συνεπή πετάγματα και περιορισμένη καταφυγή στο φανταστικό. Χαρακτηριστική είναι η ταχύτητα στην εξέλιξη της πλοκής χωρίς περιττά στοιχεία, όπου τονίζεται μόνο η ουσία. Η δημιουργός περιπλέκει με δεξιοτεχνία μνήμες, αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά στοιχεία και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, όπως στο διήγημα «Βραδινή αναζήτηση»:

…Ανακούφιση και αληθινή διασκέδαση ήταν τα ψώνια με τη μάνα στην κεντρική πλατεία τα βραδάκια, Τρίτες και Σάββατα. Και μετά… ίσια κοντά του. Το σκαρπέλο έμενε κάτω απότομα και τα χέρια του φτερούγες ανοιχτές ανέβαζαν ψηλά το μικροκαμωμένο κορμάκι της μονάκριβής του. Αγαλλίαση διπλή… Έτσι θα γινόταν κι εκείνο το Σαββατόβραδο.

Φτάσαμε στο εργαστήρι του. Η καρδούλα μου βάρυνε. Δεν ήταν εκεί. «Σας περίμενε, θα γυρίσει όπου να ’ναι. Στου Αλεφραγκή για πάστες έχει πάει… Βγείτε στην Αναγνωσταρά και θα τον συναντήσετε…» μας είπε το μαστορόπουλο.

Τραβώντας τη μάνα από το χέρι της με τη μικρή παλάμη μου, που έβαλα μέσα του, την παρέσυρα. Κατηφορίσαμε το στενό για να τον προλάβουμε στον κεντρικό δρόμο. Από ’κει θα φαινόταν με τις λιχουδιές στα χέρια. Μου άρεσαν τα καλούδια και αυτό ήταν η αφορμή να μεγαλώνει ο πατέρας τη χαρά μου και μαζί να γλυκαίνει το σαββατιάτικο βραδινό αντάμωμα της μεγάλης μας οικογένειας (σ.11-12).

Στο μυθοπλαστικό κόσμο της Αντωνίας Παυλάκου είναι φανερή η λειτουργία της μνήμης, η ανάγκη της ανθρώπινης επαφής, η αμεσότητα και η τόλμη που διαμορφώνουν το προφίλ της δημιουργού, όπου συναθροίζονται οι βιωματικές εμπειρίες, ο ρεαλισμός, η ειλικρίνεια, το συναίσθημα, ο αυτοσαρκασμός∙ όλα αυτά εκφράζονται δυναμικά στη διήγηση και στα σχόλια, κάνοντας τον αναγνώστη κοινωνό στις βαθύτερες σκέψεις και αντιλήψεις της. Εκτός από τη δράση των προσώπων και τα γεγονότα της διήγησης, υπάρχει η κριτική ένσταση, η αποκάλυψη επιθυμών, ονείρων και αρνήσεων. Το αφηγηµατικό εγώ, πρωτεύοντα αλλά και δευτερεύοντα πρόσωπα επιδίδονται στην παρατήρηση και στην κριτική της, προσπαθώντας έτσι να βγουν από τις «φυλακές» της σκέψης.

Η Παυλάκου γράφει αυτοβιογραφούμενη και τα διηγήματά της προβάλλουν μια προσωπική αίσθηση του κόσμου. Τα προσωπικά της βιώματα (παιδικά, μαθητικά, φοιτητικά κ.ά.) εναρμονίζονται με τα ελληνικά πολιτικά και ιστορικά γεγονότα. Ανακαλεί τη μνήμη, εστιάζει την προσοχή της σε αντικείμενα και γεγονότα ιστορικά, αλλά και της καθημερινότητας, από τα οποία αφορμάται και τα μετασχηματίζει σε σύμβολα της ζωής και της μοίρας. Ευαίσθητη στα ερεθίσματα της καθημερινότητας και των πολιτικών καταστάσεων μπορεί -με τη γλωσσική άνεση που τη διακρίνει- να μετατρέπει σε εικόνες τον χρόνο της μνήμης, αντιπαραθέτοντας το συναίσθημα στη λογική.

…Όσο βγάζαμε τα βιβλία από τις τσάντες, πρόλαβα να ρωτήσω τη διπλανή – φίλη ήταν και την εμπιστευόμουν – αν ήξερε ότι επρόκειτο να συμβεί κάτι. Η πίσω μου, με γονείς της «υψηλής κοινωνίας» του στρατιωτικού σιναφιού, ψιθύρισε με νόημα ότι περιμένουν μια καινούργια, και μάλιστα με γονιό πρόσωπο της «κατάστασης». «Απορώ πώς δεν έχει ακόμα φανεί», επισήμανε ειρωνικά.

Ο καθηγητής, λόγω καθυστέρησης, προχώρησε κατευθείαν στην παράδοση κι εμείς, ανακουφισμένες από το μαρτύριο της «εξέτασης ορθίων» στον πίνακα, ξεκινήσαμε τις σημειώσεις στα τετράδια. Τον παρακολουθούσα να μιλά με το βλέμμα συνέχεια στο παράθυρο – μια να βλέπει τη σκάλα, μια το γραφείο των καθηγητών – υποψιαζόμενη την αγωνία της αναμονής του. Κι ενώ έγραφα, άρχισαν ταυτόχρονα να περνούν από το μυαλό μου οι έλεγχοι ευπρέπειας και αναλογίστηκα την ένταση και την έκταση που θα έπαιρναν αυτοί με αφορμή την παρουσία της καινούργιας. Όλοι θα ήθελαν να δείχνουν «πρόσωπο», ώστε η νεοαφιχθείσα να μεταφέρει στο σπίτι μια εικόνα μεταξικού και άλκιμου προτύπου μαθητριών. Άσε τις διακρίσεις… Δεν μας έφταναν οι πλούσιες, οι «επώνυμες» και κακομαθημένες, θα φορτωνόμασταν στο εξής και τον χουντικό γόνο. Και να που θα έπρεπε τώρα να προσέχουμε· περισσότερο εμείς, οι υποψιασμένες για τη φρίκη της πολιτικής κατάστασης, που ζούσαμε και που ήταν η αιτία και για τα δικά μας μαθητικά βάσανα… («Επαναστατική ευταξία»,σ.17-18).

Τα θέματα αναδύονται αβίαστα, με φυσικότητα και απλότητα μέσα από τη δράση των χαρακτήρων και όχι με πρόδηλο και εμφανή τρόπο (Καρπόζηλου M. 1994, Norton D. 41995·& Marshall R.M. ²1988) με περίοπτη την οπτική της θέσης της γυναίκας και την ανάδειξη της δυσχερούς θέσης της. Το ύφος της δημιουργού διακρίνεται από μια συγκεκριμένη καθαρότητα εμπλουτισμένη με ειρωνεία, εκφραστικά δυνατές λέξεις, παρόλες τις διφορούμενες σκέψεις και την αλληγορία. Με τον όρο «ειρωνεία» αποδίδεται το ιδιαίτερο πνεύμα και το αδιόρατο χαμόγελο που συνοδεύουν τις επινοήσεις της και μεταδίδονται στον αναγνώστη, καθορίζοντας την διακριτική απόσταση ανάμεσα στον αφηγητή και το υλικό της αφήγησης.

Μέσα από τα διηγήματά της αποτυπώνονται οι πτυχές της κοινωνίας που αγγίζουν τη θέση της γυναίκας στον πραγματικό κόσμο της εποχής του ’60 και ’70, καταγράφοντας έντεχνα το κοινωνικό και το πολιτικό πλαίσιο που διαμόρφωσε τη θέση αυτή μέσα στον χώρο, τον τόπο και τον χρόνο. Εστιάζει και μεταφέρει στον αναγνώστη την αλήθεια των σκέψεων, των παρατηρήσεων και των συναισθημάτων που προκαλούν στις ηρωίδες τα γεγονότα που βιώνουν. Ταυτόχρονα αυτή η εσωτερική εστίαση οικοδοµεί «µια ζωντανή και άµεση σχέση του εκφωνητή µε τον άλλο» (Benveniste 1974, 84) τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια, πάνω στους οποίους επιζητεί να δράσει. Οι εναλλαγές στους τόπους, στα τοπία με ήρωες και ηρωίδες που διαγράφουν τη δική τους πορεία ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μέρος μιας κοινής ιστορίας, αλλά και οι διαδρομές των ηρώων της με εγκιβωτισμένες ιστορίες μέσα στις κύριες, διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Η κοινωνική θέση της γυναίκας αντικατοπτρίζεται στις ιστορίες με ρεαλιστικό τρόπο στην εποχή που αναφέρονται, μιας γυναίκας καταπιεσμένης από την ανδροκρατούμενη ελληνική κοινωνία, με ελάχιστα ουσιαστικά δικαιώματα και άπειρους περιοριστικούς κανόνες και υποχρεώσεις που οδηγούν συχνά σε σπάσιμο των ορίων και ρήξεις αποδίδοντας μια δραματοποιημένη εικόνα της κοινωνίας, εφόσον κινούνται στον χώρο του φανταστικού, αντλώντας βέβαια στοιχεία απ’ την πραγματικότητα και απηχώντας τις προσωπικές απόψεις της συγγραφέως για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη ζωή.

… Ξανθή και γαλανή, ομορφιά ξεχωριστή για τη μαυροτσούκαλη φυλή της και με το σημαδιακό – θα ’λεγε κανείς – επίθετο Κουρελέα, η Κατερινιώ, στο τελείωμα της σχολικής ζωής της, άβγαλτη στα καμώματα των ανθρώπων, παγιδεύτηκε στην αγκαλιά και στο σπίτι του Μιχάλη.

Χωρίς να το καταλάβει και πολύ έφυγε από τα χέρια του Μανιάτη πατέρα της και βρέθηκε να μοιράζεται στέγη και νοικοκυριό με τη μάνα του άντρα της. Δεν άργησαν οι προσβολές τής πεθεράς και οι υπαινιγμοί για τα δήθεν λούσα της. Μετά ήρθαν οι προστριβές και το βαρύ χέρι του Μιχάλη, οπλισμένο με ζήλια συνδαυλισμένη από τα κρυφά σχόλια της μάνας του. Και φυσικά ούτε λόγος για χωρισμό. Το πατρικό ήταν μανιάτικο και δεν τη χώραγε ξανά μέσα του. Δουλειά η ίδια δεν είχε, αφού αφέθηκε να την «εξασφαλίσει» ο Μιχάλης, κάτοχος εμπορικού καταστήματος. Εκεί η Κατερινιώ δεν επιτρεπόταν να εμφανίζεται ποτέ. Την χαρακτήρισαν και επικίνδυνη για την τιμή της οικογένειας. «Ας πρόσεχε να είναι άσχημη». Είχε ακούσει και αυτόν τον παραλογισμό. Μοναδική της διέξοδος ήταν πιο παλιά το μεγάλωμα των δύο παιδιών της και τώρα οι βεράντες της ιδιότυπης «φυλακής» της. Από ’κει αγνάντευε την εξοχή τής πόλης να σβήνει ήρεμα στην αγκαλιά της θάλασσας.

Λόγο καλό δεν είχε από τον γιο της. Τον είχε από κοντά μαθητευόμενο στα αντρικά τερτίπια ο πατέρας του. Μόνη παρηγοριά και παραθάρρια της η Χαρούλα· και μάλιστα τώρα που ο νους της είχε πια ξεστρατίσει σε παράξενα μονοπάτια κι είχε ανάγκη τη χημεία του φάρμακου για να στυλωθεί. Απομονωμένη σ’ ένα μικρό δωμάτιο του σπιτιού, απ’ όταν αρρώστησε για τα καλά, απολάμβανε την τεχνητή ηρεμία των φαρμάκων μαζί με τις θωπείες και τα γλυκά λόγια της μοναχοκόρης της. Εξόριστη από την τράπεζα και την κοίτη του συζύγου που τον είχε με τα καμώματά της ξεφτιλίσει – έτσι μιλούσε εκείνος για την αρρώστια της – είχε κερδίσει δύο προνόμια: πρώτα την παραμονή της στη βεράντα της κάμαράς της και μετά την άδεια για έναν μοναχικό πρωινό περίπατο. Κι αυτόν μόνο το καλοκαίρι που ξημέρωνε νωρίς. Ο αφέντης την ήθελε αθέατη από τα βλέμματα γειτόνων ή περαστικών («Αυτοσχέδιο μανιάτικο μοιρολόι, σ. 165-167).

Η Παυλάκου είναι μεν βιωματική, αλλά ευτυχώς δεν περιορίζεται μόνον στο δικό της σύμπαν. Αντλεί τα βιώματα όχι μόνο από την εμπειρία αλλά και από τις πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει, τα οράματά της και τις ψυχολογικές της ανάγκες. Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους, προκαλώντας τον να αλλάξει, αποκαλύπτοντας τις βαθύτερες πλευρές, τις ψευδαισθητικές συμβάσεις και τα ζοφερά κομμάτια της ψυχής τους. Οι αναγνώστες αντικρίζοντας την αλήθεια καλούνται να την αντιμετωπίσουν μέσα από την αμφίδρομη επικοινωνία με τους ήρωες, συμπάσχουν μαζί τους, αποκομίζοντας νέες εμπειρίες που τους φωτίζουν, τους αλλάζουν ή και τους συγκλονίζουν.

Η Αντωνία Παυλάκου μέσα από τις «ρήξεις» που προκαλούν τα στερεότυπα και οι συνήθειες της εποχής της, το ξεδίπλωμα της δράσης και της στάσης των ηρωίδων, δίνει στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες τη δυνατότητα να αντιληφθούν ότι το αφηγηματικό νήμα υφαίνει τους όρους και τους κανόνες μιας γενικότερης προβληματικής της εποχής εκείνης αλλά και του σήμερα.

 

Βιβλιογραφία
Benveniste, Émile (1974): Problèmes de linguistique générale, 2, Παρίσι, Gallimard/ tel,
Καρπόζηλου, Μ., (1994). Το παιδί στη χώρα των βιβλίων. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Νorton, D., (1995). Through the Eyes of a Child. An Introduction to Children’s Literature. Prentice Hall.
Marshall R.M. (1988). An Introduction to the World of Children’s Books. Gower Pub Co
Παυλάκου, Α.,(2023). Όρια και ρήξεις, εκδόσεις. Αθήνα: 24γράμματα

 

 

 Η Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου είναι φιλόλογος και βιβλιοθηκονόμος. Κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους α) στη διοίκηση σχολικών μονάδων από το Πανεπιστήμιο Roma Tre και β) στις επιστήμες της αγωγής με ειδίκευση στη Δημιουργική γραφή (κατεύθυνση εκπαίδευση) από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Διετέλεσε από το 2011 έως το 2018 Σχολική Σύμβουλος φιλολόγων Αχαΐας.
Έχει διδάξει τα μαθήματα: δημιουργική γραφή, λαογραφία και λαϊκός πολιτισμός, τοπική ιστορία, βιβλία- βιβλιοθήκες στα Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Έχει λάβει μέρος, ως εισηγήτρια σε επιμορφωτικές ημερίδες και συνέδρια καθώς και ως εμψυχώτρια σε βιωματικά εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. To 2019 εξέδωσε μια κριτική μελέτη έργων του Γιώργου Παναγιωτίδη με τίτλο Ο διερωτών των αοράτων οδών, Γραφομηχανή και το 2023 εξέδωσε  με την Ελένη Κοφτερού την ποιητική συλλογή Σταγόνες στίχοι Χαϊκού & 14 συλλαβές που συνθέτουν τάνκα, εκδόσεις Λεξίτυπον.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.