Το νερό της ποίησης
Ξεκινώ με τις ενστάσεις:
– Αφενός περιττεύει το «πεζολογήματα» του επεξηγηματικού υπότιτλου. ποιητικότατος ο λόγος απ’ την αρχή ως το τέλος, ακόμη και στην πιο πεζολογική εκφορά του. Δε χρειάζεται να μπαίνει σε άλλα ειδολογικά καλούπια, ούτε να προϊδεάζει την αναγνωστική πρόσληψη.
– Αφετέρου άσκοπη, άστοχη και αποπροσανατολιστική η χρήση των υποσημειώσεων, τίποτα ωφέλιμο δεν έχουν να κομίσουν πέρα από ξηρές επεξηγηματικές πληροφορίες, ξένες προς την αισθητική του ποιητικού λόγου και υπονομευτικές της νοηματικής αυτονομίας του ποιήματος.
Ιδεοκρατικός ο ποιητικός λόγος της Καρασαββίδου. Ούτε η εικόνα ούτε η ανάμνηση ούτε το συναίσθημα. Από μια ορισμένη ιδέα κάθε φορά η πηγή της έμπνευσης, όθεν ο λόγος, το νόημα και ο σκοπός της γραφής. Το έμφυλο θέμα, η οικολογική κατάρρευση, η σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον κόσμο, η φθορά του χρόνου, η βάσανος της γραφής, ο ρόλος των λέξεων: Ό,τι υπό άλλους όρους απασχόλησε δοκιμιακά την Καρασαββίδου, βρίσκει στην προκειμένη την ποιητική του έκφραση. Το ποίημα είναι το αισθητικό ανάπτυγμα μιας στοχαστικά επεξεργασμένης σκέψης.
Εδώ λοιπόν ο διπλός κίνδυνος μιας λογοκρατούμενης γραφής που πνίγει το συναίσθημα, μεταμφιέζοντας τον δοκιμιακό σε ποιητικό λόγο, και της συνακόλουθης διδακτικής πρόθεσης, που χρησιμοποιεί την αισθητική σαν όχημα για την ανακοίνωση της αλήθειας που κομίζει. Δε λείπουν δε τα σχετικά σημάδια, δεδομένης της δομικής διάταξης (προλογικά-κυρίως σώμα-επιλογικά) που παραπέμπει σε αποδεικτικό λόγο, και του πυκνού, αποφθεγματικού και θυμοσοφικού χαρακτήρα κάποιων ποιητικών αφορισμών. Αλλά μέχρι το σημείο αυτό φτάνει το ενσυνείδητο φλερτ της ποιήτριας με τα ειδολογικά άκρα.
Γιατί η Καρασαββίδου διανύει την ώριμη ποιητική φάση που της επιτρέπει να ξανοίγεται, να παίζει με τα όρια, να βγάζει τη γλώσσα στις συνταγές και ολοένα να βαθαίνει την ποιητική της κοίτη, συνενώνοντας διαφορετικές γραμματειακές προθέσεις κάτω από το ποιητικό γένος, ώστε να υποστηρίξει νοηματικά και εκφραστικά το τελικό αποτέλεσμα, εξασφαλίζοντας την ισορροπία μεταξύ σκέψης και συναισθήματος, όπου το κάθε μέρος αναβαπτίζεται διά του άλλου για να συστήσει μαζί του μια οργανική και δομική ενότητα.
Προς τούτο και η συχνή προσφυγή στο αρχετυπικό του μύθου με την αποκαθηλωτική πρόθεση ή ακριβέστερα με τη λοξή ματιά της ποιήτριας που δεν εκβιάζει την ποιητική υπεραξία του, αλλά τραβά το χαλί από τον στερεωμένο συμβολισμό, για να προχωρήσει στη μεθερμηνεία του και διαμέσου του χτες να αναφερθεί στα οικεία κακά του σήμερα: και κάπως έτσι αντιστρέφονται οι όροι ανάμεσα στον Άργο και στον Οδυσσέα του ποιήματος «Εγώ ως Άργος» για να μιληθεί το ανεκπλήρωτο του νόστου, τούτο το διαβρωτικό αίσθημα του ανικανοποίητου που χαρακτηρίζει τον σημερινό άνθρωπο.
Ή κάπως έτσι, επίσης, τα φροντισμένα σαλόνια των μονοκατοικιών μας με τα ντυμένα σεμεδάκια, τα αμπαζούρ, τους αναπαυτικούς καναπέδες κυρίως με τα σκαλοπάτια των υπογείων γίνονται τα Λευκά Κελιά: σε τούτη την ανεπαίσθητη συνειρμική κίνηση του νοήματος έγκειται μια από τις βασικές γλωσσικές λειτουργίες της ποιητικής συμβολικής της Καρασαββίδου, που διά των λογοπαιγνίων, των συνεκδοχών, της μεταφοράς, των παρομοιώσεων και της μετωνυμίας ξεκινά από αλλού και αλλού, στο τέλος, καταλήγει απεικονίζοντας με τα πιο φυσικά υλικά της καθημερινότητας μια άλλη όψη της οικείας πραγματικότητας, που ξαφνιάζει δυσάρεστα.
Αλλά σε τούτο το ξάφνιασμα αναγνωρίζω μια πρόσθετη λειτουργία της γραφής της, πέραν της αισθητικής απόλαυσης υπό την έννοια του ωραίου και πέραν της διανοητικής απόλαυσης υπό την έννοια της τροφής για σκέψη. Δε μιλώ για τη γνωστή ανοικείωση, την τεχνική δηλαδή για τη διέγερση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, αλλά για ένα λοξό/αιρετικό κοίταγμα και του εαυτού μας και του συνανθρώπου μας και της κοινωνίας μας. Η Καρασαββίδου δεν γράφει για να ευχαριστεί τον αναγνώστη, πολύ δε περισσότερο για να χαριεντίζεται ποιητικά η ίδια, αλλά πρωτίστως για να ξεβολεύει αισθητικά, ιδεολογικά, φιλοσοφικά, ηθικά και τον εαυτό της και τον αναγνώστη.
Στην πρώτη κυρίως ενότητα, στα προλογικά, κυριαρχεί ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας της γραφής, ένας λόγος της ποίησης για την ποίηση, τις λέξεις, τον σκοπό και το νόημά τους, όπου και η παράλληλη αναφορά στο νερό, στη θάλασσα και στα κύματα. Ξανά η συνειρμική σύνδεση: το νερό ως πηγή του υλικού βίου, η ποίηση ως προϋπόθεση του πνευματικού βίου. Στη συλλογή της Καρασαββίδου το νερό είναι η βάση, το περιεχόμενο, η ποίηση δίνει το σχήμα, τη μορφή. Διόλου αυτονόητα όλα αυτά για τη σύγχρονη ποίηση, ή μάλλον για την αντίληψη που κυριαρχεί για τον ρόλο και τη λειτουργία της.
Η Καρασαββίδου πετυχαίνει εδώ τον έξοχο συνδυασμό τους.
