ΙΙΙ
ΔΩΔΕΚΑ Η ΩΡΑ, ίσως να ήτανε και χθες
Θα ’ναι ίσως και αύριο, δεν ξέρω
Το εκκρεμές έχει μονάχα λεπτοδείκτη, δεν χτυπάει πια-
Πάντως, ήτανε δώδεκα και χρόνια πριν
Όταν ακόμα έμοιαζαν όλα σωστά κι όλα στη θέση τους
Και οι καθρέφτες είχαν μόνο το δικό τους πρόσωπο
Και άνθιζα γλυκά
Καθώς η νύχτα μ’ άγγιζε με την υγρή μουσούδα της
Και άρχιζε να με αποστηθίζει τ’ όνειρο-
Καθόμουν διυλίζοντας την ανυπόφορη, πηχτή βουή της λεωφόρου
Τα νήματα των δρόμων γνέθοντας στο νου μου
Και προσπαθώντας να ξανασυνθέσω ένα ρέκβιεμ
Ή ένα μαρς ή ένα παιδικό τραγούδι
Με μέλισσες και τριανταφυλλάκια –
Άραγε, σκέφτηκα
Εάν γινόταν να ξαναπαιχτούν ήχοι ανάποδα, φωνές
Που έχουν διαφύγει απ’ τον λαβύρινθο
Άραγε θα γινόταν να μεταφραστεί το παρελθόν σου;
Στη σκέψη τότε βάθυναν
Άρρυθμα, ταπεινά πατήματα αγγέλου στον ασβέστη
Φάνηκε πάλι κάποιος να ’ρχεται από ψηλά
Να, πλησιάζει, έρχεται χοροπηδώντας – θα’ ναι η μικρή
Από την περασμένη χιλιετία – Ή μήπως είναι εκείνος
Ο πειρατής απ’ το Νησί των θησαυρών
Εκείνος με το ξύλινο ποδάρι;
Όποιος και να ’ναι
Έρχεται κατά πάνω μου, έρχεται
Τυλίγοντας και ξετυλίγοντας άσφαλτο δρόμο
Απ’ το κουβάρι της ζωής του, σάπιο, αξεδιάλυτο
Χρόνια στο οστεοφυλάκιο
Με τ’ άλλα να μπερδεύεται, των άλλων-
Σουτ, θα μιλήσει, θα μου πει
Ένα ακόμα μυστικό, μου λέει: Ξέρεις
Η ρώμη που χρειάζεται
Να γίνει το κουβάρι σφαιρικό
Το μήλο, η πανσέληνος και η αγάπη
Είναι ισοδύναμη ακριβώς με την ορμή
Που όλα τα ισοπεδώνει-
Δεν είναι μυστικό, το ήξερε κι ο γάτα μου και το κουβάρι της-
Δώδεκα και μισή-
