Κική Δημουλά: Γράμμα
Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.
(…)
Το πρώτο βιβλίο της Κικής Δημουλά που διάβασα,«Το λίγο του κόσμου», ξεγελούσε: Η ποιήτρια δεν έδειχνε ακόμα τόσο ανησυχητικά ανόμοια προς οτιδήποτε, ούτε καν προς τον εαυτό της – δεν προκαλούσε ακόμα αμηχανία. Ήταν σεμνή, σχεδόν όσο στο « Έρεβος» (που το διάβασα ύστερα από χρόνια):
Εύκολα περιγράφομαι και λύνομαι με μονοκονδυλιές, έλεγε στο «‘Ερεβος» .
Δεν έχω βλάψει στην ζωή μου αίνιγμα / Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα, έλεγε εδώ.
Παρ’ ότι λοιπόν σπουδαίο, παρ’ ότι συνεπές προς την εξέλιξη του λόγου της, το «Έρεβος» μπορούσε να θεωρηθεί μετρήσιμο μέγεθος. Όμως, ήδη, ύπουλα, προδιέγραφε το μεσίστιο μέλλον της, όπου θα ’βλεπε πως:
Τίποτα δεν αδημονεί / όλα ξεχνούν ν’ αρέσουν / Αφού:
Παντού, έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Ήταν ουσιαστικά μια πρόβα τζενεράλε για τις μεγάλες παραστάσεις των αναεροβικών ασκήσεων θανάτου στα επόμενα βιβλία, όπου τα εμπρηστικά, αυτοδιασπώμενα σχήματα λόγου, σε καινοφανή, μινιμαλιστική σκηνοθεσία, θα άρχιζαν να «παίζουν» γυμνάζοντας ακραίες αισθήσεις, εμπίπτουσες στην δικαιοδοσία άδηλων οργάνων.
Δέκα χρόνια (συμβατικά) μεσολαβήσαν μέχρι το «Το τελευταίο σώμα μου» και να! Ακούγεται ν’ αναβλύζει ο λόγος της ορμητικά κι αφύσικα, δηλ. με τον τρόπο των δυνάμεων της φύσης – ισοπεδώνοντας προγόνους και απογόνους.
Σε σένα Αίφνης, απευθύνομαι, δηλώνει. Έχει πια χειραφετηθεί απ’ τους ανθρώπους της και παρατηρεί με φρίκη να χάνεται αργά η συγχρονία τους.
Για να μη χαθεί κι η ίδια, αρχίζει να διαχειρίζεται πυρετωδώς το κενό –παράδοξα, με όρους οικιακής οικονομίας– η Ποίηση είναι γυναίκα.
Έγκλειστη στο ερμητικό σώμα της, αυτοδίδακτη χειρώναξ του ανοίκειου, ή σαν από ατταβισμό, ταχτοποιεί με σπασμωδικές κινήσεις τους άδειους χώρους υποδοχής, τη δυσοίωνη κρεβατοκάμαρα, τα μονοδιάστατα, επιπεδοποιημένα δωμάτια-αποθήκες τού μη γραμμικού χρόνου. Προσπαθεί να καθαρίσει λεκέδες ψυχής, να μετακινήσει τ’ ασήκωτα πράγματα, ν’ αλλάξει ανεπαισθήτως τις συντεταγμένες τους. Μαντάρει τα φθαρμένα, ράβει, μπαλώνει συναρμόζοντας τ’ αντίθετα και τα ετερόκλητα. Γυαλίζει παράγωνα συναισθήματα που εξέχουν απ’ τη διατύπωσή τους. Καλλιεργεί μια υπερβολική οικειότητα προς το Τίποτα (όλα έχουν μια ακαταμάχητη κλίση προς
την εξαφάνιση). Και τέλος, κοσμεί ολόγυρα τους τοίχους από το ασταθές υλικό του χαρτιού, που διαρκώς ψηλώνουν.
Το παρελθόν είναι παρελθόν και δεν μπορεί ν’ αλλάξει, λέει ο M. Holub. Είμαστε σταθερά απομακρυσμένοι και κριτικοί προς το ίδιο μας το παρελθόν, σταθερά απομακρυσμένοι και από το επερχόμενο μέλλον. Άρα, το εγώ μας διαρκεί δευτερόλεπτα – στα πλαίσια της «παρούσας στιγμής».
Απ’ αυτή λοιπόν ακριβώς τη βομβώδη «παρούσα στιγμή» αγωνίζεται να απαλλαγεί η Κ.Δ.: Δεν της επιτρέπει να την τσιμπά και να την περισπά, καθώς εκείνη ακάθιστη, με την αγρύπνια της (ορθή), με τη διανοητική της στάση (κυρτή), με την οδύνη της (κοίλη), εμμένει αφοσιωμένη στο έργο της: Να πλέκει μια καλή, μια ανάποδη –τη δηλωτική και τη συνδηλωτική έννοια της λέξης– πάνω σε νεύρα τεντωμένα στο κενό και να επεξεργάζεται ένα δαντελένιο παραπέτασμα κούρασης για την αιωνιότητα.
Ακολουθούν τα βιβλία «Χαίρε ποτέ», «Η εφηβεία της λήθης», «Ενός λεπτού μαζί» περίεργα ώριμα, σχεδόν μη εδώδιμα πια.
Ο λόγος της, ακόμα πιο ιδιότροπος –για να μπορέσει να δώσει κάποια ανασύνθεση μιας ακόμα πιο αποσυντεθειμένης πραγματικότητας– σπάει τα κελύφη άλλων σημασιών μ’ ένα σπινθήρα ζωής που από τη σφοδρότητά του αποφλοιώνεται μαζί και ο πυρήνας των «στιγμιοτήτων» σκορπώντας ολόγυρα δύσπεπτες φραστικές μονάδες.
Η ίδια η Κ.Δ. συνεχίζει να μεταλλάσσεται συνεπέστατα: Γίνεται μια άγρια Εστιάς που περιστοιχίζεται από τα εξημερωμένα εραλδικά κατοικίδια της ερημίας της. Κανιβαλίζεται, τρέφεται με το αίμα του παρθένου μαύρου της και πετυχαίνει να διατηρεί αέναα την οργισμένη της νεότητα. Διαρκώς γκαστρωμένη, γκρινιάζει στον εαυτό της –το μόνο της τέκνο– ή μεμψιμοιρεί, ανήμπορη μες στις «απροσδοκίες» της. Τυφλή από θυμό οδηγείται πάντα από τις κύκλωπες λέξεις της από αδιέξοδο σε αδιέξοδο:
Δαπανηρή ιδέα ο βίος. / Ναυλώνεις έναν κόσμο / για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.
Η υπαρξιακή απελπισία απλώνεται στο χαρτί, σε κύκλους, μονοδιάστατη, κερδίζοντας όμως σε έκταση όσο αποφεύγει σε βάθος. Γιατί, η Κ.Δ. (από φόβο; από σεμνότητα;) υποκρίνεται τη μη ένθεη θέαινα, και στα ποιήματά της το μεταφυσικό διατυπώνεται κατά γράμμα, ως το μετά το φυσικό. Η μετάθεση ευθυνών γίνεται στις λέξεις:
Οι λέξεις φταίνε. Αυτές / ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά / σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν, ενώ η χρήστης τους υπεκφεύγει προτιμώντας να κλείνει το θέμα απότομα με κάποιο:
Άντε, σε συγχωρώ στιγμή που ήμουν, ή μουρμουρίζοντας σαν ξόρκι κάποιο:
Τι κοσμωδία τι κοσμωδία.
Ήμαρτον, Θεέ μου που μεγάλωσα, λέει αλλού, καθώς τα πράγματα γίνονται πλέον μη αναστρέψιμα και υποσυνειδίζονται τελείως.
Η ηλικίωση – όπως κι ο θάνατος, σαν να είναι κάτι που πρέπει να κατορθωθεί. Με βήματα προς τα πίσω, μέχρι το άναρθρο.
Η Κ.Δ. εξακολουθεί να παίζει το προσωπικό της παιχνίδι του χαμού, όλο με μεγαλύτερη άνεση –αφού κι οι κανόνες του είναι δικοί της– αλλά και όλο με μεγαλύτερο φόβο, γιατί: μα αν δεν μ’ αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω απ’ τον κάτω κόσμο σου, Ανεξήγητο.
Εξακολουθεί να παίζει τραβώντας: μια λέξη από τη νύχτα /στην τύχη (…) Λόγια τράπουλα / που πέφτει έτσι, πέφτει αλλιώς.
Μα όλο και πιο φανερά η γλώσσα, παύοντας να είναι μέσον, γίνεται τέλος. Κι αυτό, γιατί όλο και πιο πολύ επείγει να επανακωδικοποιηθούν τα άρρητα:
Μιλάω κορακίστικα να μην καταλαβαίνει η απειλή τι καταφύγιο βρήκα.
Υπενθυμίζει πάντως ακόμα στον εαυτό της:
Μόνο πρόσεξε – ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εις βάρος σου.
Τα επίθετα ουσιαστικοποιούνται (όταν δεν της φτάνουν τα ουσιαστικά για να μιλήσει – όταν δεν σου φτάνουν οι ζωντανοί για να μιλήσεις, έλεγε ο Σεφέρης) και τα ουσιαστικά προσωποποιούνται – ως επουσιώδη. Τα επιρρήματα, χρονικά και τοπικά, αυτά που νομίζουμε πως δαμάζουν το άλογο χωρόχρονο, πείθονται προς στιγμήν
και το ελευθερώνουν σ’ άλλες διαστάσεις. Τέλος, τα ρήματα τρελαίνονται, έχοντας ν’ αλλάζουν αδιάκοπα, με καταιγιστικούς ρυθμούς, τους ρόλους.
Απ’ αυτές τις καταστροφικές ανακατατάξεις γεννιούνται στίχοι πανίσχυροι: ασύντακτοι, στριμμένοι, ανάπηροι με ειδικές ανάγκες –αφού το φοβερό τους νόημα έχει απεκδυθεί τις μισές δυνατότητες διατύπωσης– αλλά πανίσχυροι.
Και συνεχίζεται η ενδογλωσσική μετάφραση του μη ρηματικού κόσμου, παράγοντας λέξεις που είναι ήχοι-αντανακλάσεις και νοήματα αντικατοπτρισμοί, διαπλεκόμενα σ’ έναν «ιστό συνδηλώσεων στο επέκεινα της γλώσσας».* Όλα, άνθρωποι, αντικείμενα, καταστάσεις, φαινόμενα, εννοούμενα, μη εννοούμενα, όλα αυτά που ψάχνουν για φωνή, ξεχνιούνται στην παραμυθία του παιγνίου των λέξεων, κερδίζουν μια στιγμιαία αναστολή της μη ύπαρξής τους.
Βέβαια, ούτως ή άλλως, οι λέξεις ενός ποιητή έχουν να κάνουν με πράγματα που δεν υπάρχουν χωρίς τις λέξεις**, που γεννιούνται απ’ τις λέξεις – έστω και από τις «λέξεις υπέρ του εαυτού τους».***
Αλλά, οι λέξεις της Κ.Δ. μπορούν και μας ταράζουν επιπλέον με την οριστική δόνηση του ήχου τους, αυτή που μόνον ένας οξύς ποιητής κατορθώνει να εξορύξει και να σώσει. Αυτή που πιθανόν ηχεί φάλτσα στον εφησυχασμό των μικρών ολοκληρωμένων δραμάτων, μια που παράγει λόγο σε συνεχείς διέσεις. Η προσληπτικότητα
του γεγονότος είναι μόνο άμεση: αν προσπαθήσεις να αναλύσεις, γίνεται αδύνατη. Γιατί και το ποίημα συλλαμβάνεται με τρόπο σχεδόν αδύνατο:
Ό,τι είδα δεν το είδα / μονάχα με τα μάτια μου. / Είναι κι η δυσκολία όραση.
Όπως και η κυβιστική οπτική του παρελθόντος και της μνήμης, έτσι κι η ποίηση της Κ.Δ. συμπεριφέρεται με τον τρόπο του χρόνου: Αποδομεί συστηματικά κάθε «υλικότητα» σε πρισματικές, θρυμματισμένες εικόνες ημιζωής αποδομώντας το λόγο – αυτόν που έτσι κι αλλιώς επινόηση είναι κι ο ίδιος και επινοήσεις δομεί. Με γλώσσα χωρίς αλφάβητο (T.S. Eliot) και με αλχημείες της σύνταξης, εμμένει στο θέμα της: τη διαρκή ανακεφαλαίωση της μη ύπαρξης. «Hμίεργον ήττας ισχυρώς διαβεβρωμένον η ποίησή της.
Είναι ποίηση εύκολα δύσκολη και δύσκολα εύκολη: μέτρο του εαυτού της.
Αλλά, η Κ.Δ. προλαβαίνει συνήγορους και κατήγορους: Στους όμοιούς μου ομιλώ / Στους διαφορετικούς εμίλησα παλιότερα / γελώντας πως υπάρχουν.
*Ορισμός της Ποίησης κατά τον Octavio Paz.
** Wallace Stevens: Ο νους είναι η φοβερότερη δύναμη, πάτερ / γιατί μόνο αυτός μπορεί ν’ αμύνεται ενάντια στον εαυτό του
*** Από στενοχωρημένη κριτική του Μ. Μαρκίδη για τα ποιήματα της Κ.Δ.