Τι ήξερα για την Γιολάντα; Ελάχιστα, πολλά-
Αγάπησε και αγαπήθηκε
Ήταν ποιήτρια, ήταν η πένθιμη βιολέτα
Το ταπεινό ίον το εύοσμον
Με αυστηρή γλυκύτητα διαχειριζόταν άψογα
Δυσλεκτικές συνθήκες των καιρών
Τα δόλια πράγματα, τ’ αθώα πλάσματα
Απέπνεε / ενέπνεε αίσθηση συμφιλίωσης πονετικής με ορατά κι αόρατα
Κόρη ευγενική, σεμνή, και όχι από μάρμαρο
Λιγνή φιγούρα αεικίνητη με ένα συννεφάκι σκοτεινό μαλλιά
Πάνω από μάτια λύκαινας θλιμμένης και αμνού
Μνήμες αρχαίες, πολυεστιακές τής βάθαιναν το βλέμμα
Σε άλλους χρόνους θα ’ταν μάγισσα
Δεν θα την έκαιγαν, θ’ αναγνωρίζανε την θεραπεύτρια-
Ένα απόγευμα, όπως συνήθιζε, σε πλήκτρα αόρατα χτυπούσε τ’ άγνωστο
Ξάφνου, το άγνωστο της άνοιξε αναπάντεχα
Κι εκείνη μπήκε αμέσως δίχως να σκεφτεί
Οξύς ήχος πνευστού πνίγηκε στα βελούδα τραγουδιών παλιών
Απότομα, κόπηκε η ζωή της
Άφωνη πέρασε μονομιάς το φράγμα του άηχου
Τώρα, δεν σκέφτεται άλλο τους ανθρώπους της
Τα ορφανά που άφησε ποιήματα νήπια, έφηβα
Λέξεων και χρωμάτων θησαυρό, ακαταμέτρητο
Τα μισοτελειωμένα κοριτσίστικα εργόχειρα
Στο χάος τα ελευθερώνει όλα
Τώρα, τέλος της γήινης θητείας της, αρχίζει να μετρά έτη φωτός –
Να πω για την «πένθιμη βιολέτα, Το ταπεινό ίον το εύοσμον…», να πω γι’ αυτό το ποιητικό δείγμμα ευαισθησίας και υψηλής ποιότητας; Δε θα πω τίποτα, θα σιωπήσω εμπρός στο ποιητικό, ανθρώπινο κάλλος.
Ευχαριστώ, Βαγγέλη μου!
Το ποίημά σας την ζωντάνεψε σχεδόν, για όσο διήρκησε η ανάγνωσή του. Πόσα πολλά είπατε που θα χαιρόταν τρομερά να τα ακούσει.
Ω, ευχαριστώ θερμά!