You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: Μερικά ποιήματα από τα “Καρτ Ποστάλ”

Παυλίνα Παμπούδη: Μερικά ποιήματα από τα “Καρτ Ποστάλ”

1

 

Είναι καλά. Σε χαμένη αποστολή. Συνεχίζει να στέλνει αυτά τα λακωνικά καρτ ποστάλ. Τα τοπία οπωσδήποτε τα’ χετε κάπου ξαναδεί. Σ’ άλλη διάταξη. Δεν επισημαίνουν την θέση του. Δεν σημαίνουν τίποτα. Όλο και πιο αφηρημένα. Μέχρι να διακοπεί κι αυτή η ύποπτη, υπο­τυπώδης επικοινωνία.

 

Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ καθώς

Ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο

Ο αληθινός καιρός φυσά

Και σβήνει.

 

 

2

 

Νάνι – νάνι, μη φοβάσαι μωρό μου. Είναι γενική δοκιμή. Αποστηθίζει τα λόγια του. Κάνει θόρυβο. Κάνει πως κάτι κάνει. Νανουρίζεται. Νάνι – νάνι. (Θα πεθάνει. Την νύχτα στον ύπνο του. Το πρωί πάλι βήχοντας, θ’ ανοίξει τα μάτια. Σε άλλη ζωή. Σε άλλη, παράλληλη ζωή.)

 

Είναι κάτι,

Που μόλις κοιμηθώ, ξυπνά.

Σηκώνεται, πάει στο μπάνιο, πέφτει απ’ το παράθυρο

Πληγώνεται στην άσφαλτο, ξανασηκώνεται

Βιάζεται να προλάβει, παίρνει τον υπόγειο.

Χρόνια, τυφλά, παλινδρομεί

Σε μάταιη διαδρομή

Υπονομεύοντας ανεπανόρθωτα την πόλη.

Πάει άτα. Πάει στο σχολείο. Πάει στο γραφείο.

Πάει στον γιατρό. Πάει στον δικηγόρο.

Πάει στον διάβολο.

Γυρνάει.

Είναι κάτι, που μόλις κοιμηθεί,

Ξυπνώ.

 

 

3

 

Προχωρά στον ανασκαμμένο δρόμο. Οδός Μαγνησίας, αδιέξοδο. Στο τέρμα, το σπίτι που κανείς δεν έχει ξαναδεί. Στον μυστικό κήπο. Πρέπει να μπει. Διαπερνά τους ήσυχους τοίχους, πατά το προαύλιο. Φοίνικες κι άγρια βλάστηση. Μισοφανερωμένη μια κλειστή θάλασσα και στην όχθη παράδοξα ζώα αναπαύονται. Τα κεφάλια τους είναι από χαρτί και σε λάθος σώμα. Κάθε­ται στο χώμα και κοιτάζει.

 

Κάτι δεν πήγαινε καλά απ’ την αρχή.

Λείπαν κομμάτια.

Κι η μαγική εικόνα δεν ήταν μαγική.

Έφταιγε το γυάλινο μάτι μου

Διπλοεστιακό και ραγισμένο:

Ακόμα τώρα,

Βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν

Ή, που υπάρχουν

Κι η σύνθεση τους, για πάντα, ακατόρθωτη.

Έστω. Παραμένω

Στην θέση μου και περιμένω.

(Κάποτε, θα σπάσω σε χίλια κομμάτια

Και θα βγω.)

 

 

4

 

Στο μεταξύ, αισθάνεται πως έχει κάποια χρησιμότητα. Καθώς και μια μελαγχολία αδιάβροχου.

 

Θα βρέξει, πιθανόν για πάντα.

Σαλεύει η πόλη κάτω απ’ τα κουρέλια.

Θα ψηλώσουν οι τοίχοι, θα πρασινίσουν

Τα νομίσματα. Θα βρέξει.

 

(Ένοχος,

Σύρριζα στην Ιστορία

Ο ελάχιστος περιπατητής περπατώ

Προοπτικά,

Και μειώνομαι.)

 

 

7

 

Κάθεται σα παντελόνι στην καρέκλα. Γράφει σα μολύβι. (Φυσικά, ζει κάπου. Κατά μήκος: Έντρομο κι ακίνητο, κρεμασμένο απ’ την ουρά. Στο γενεαλογικό του δέντρο.)

 

Φθαρμένη μέρα, τρύπια με βροχή.

Τυφλά ντουλάπια

Ασώματα ρούχα.

Δεν πάνε πουθενά

Τα πόδια της καρέκλας, τα πόδια

Του τραπεζιού.

 

Κι η πόρτα με το τρίξιμο

Ανοίγει προς τα μέσα.

Να εννοώ το μάταιο και να μην φεύγω.

Εξάλλου, τίποτα δεν φεύγει. Μόνο

Δήθεν, έξω από το μάτι μου η πόλη αλλάζει.

Εποχές, διαστάσεις, μήκος κύματος.

 

Κάθομαι άνεργα.

Μ’ όλα τα δάχτυλα αναμμένα.

 

 

8

Παραμόνευε και σκότωνε. Μπορεί και να ’μουν εγώ. Σε βαθιά στοά με λάχνες και τοιχώματα που κατηφόριζαν. Στα έγκατα του Λυκαβηττού. Κόσμος πολύς και ακολούθησε αυτό το δρομολόγιο. Μπορεί να ’μουν κι εγώ.

 

Πηχτός αέρας. Περιμένω πλέκοντας.

Υπομονετικά, στο κέντρο του πλεχτού μου.

Βυζαίνοντας με πάθος

Τις θνησιγενείς μου σκέψεις.

Η μυρωδιά τους οδηγεί και όπου να ’ναι

Έρχονται

Οι Μάγοι με τις βόμβες.

 

 

9

Το κλειστό του δωμάτιο. Έκπληξη. Είναι μέσα. Ξημερώνει. Και ούτω καθ’ εξής.

 

 

Είμαι προφανώς εργαλείο.

Κάτι θα πρέπει ν’ ανοίγω.

 

Ας δοκιμάσω πάλι. Με το κεφάλι.

Ή, έστω,

Με το μηχανικό μου χέρι.

Ή, έστω, όπως τώρα,

 

Με γοερές φωνές σε άλλη κλίμακα.

 

 

10

Στο βάθος, βλέπετε το αρχαίο θέατρο;

 

Ο ουρανός μια μέδουσα που σφύζει λάγνα.

Στο τσίγκινο σούρουπο, στο τσίγκινο τραπέζι,

Ο Διάβολος παίζει. Χωρίς συμπαίκτη.

Προβλέποντας τις κινήσεις μου

Μέχρι τρίτης γενιάς.

 

 

11

Όσο για το κλίμα, έχει αισθητά αλλάξει. Αναρωτιέται αν θα μπορούσε να επιβιώσει εδώ.

 

Είναι μια εποχή

Που φυσά

Και μετατοπίζεται

Προς τα πίσω.

Συνωστίζομαι.

Το κεφάλι μου

Μου κρύβει την πόλη.

 

13

Αναδεύει ακόμα μια σφηκοφωλιά μες στους καπνούς. Αίσθηση διαυγής: Το νευρικό τικ του ρολογιού. Η αδιάκοπη μηχανική πορεία προς την άλλη μέρα. Κι όλα ανεπανόρθωτα. Από στιγμή σε στιγμή. Ανεπανόρθωτα.

 

Πώς άλλαξε λοιπόν ο άνθρωπος

Όταν τον νοίκιασα

Δεν υπήρχε κρεατομηχανή εδώ

Ούτε χτισμένη πόρτα, ούτε αυτά

Τα μπουκάλια με τους απογόνους.

Γεμίζει ολοένα χαμένα αντικείμενα. Αζήτητα.

Ο χώρος του, είναι πια σύμπτυξη χρόνου.

 

Οπισθοχωρώντας

Σιγά – σιγά εντοιχίζεται. Κατάπληκτος.

Μ’ έναν επίδεσμο στα μάτια, όπου

Λεκέδες αμνησίας απλώνουν.

 

 

14

Πρόσφυγας της Τετάρτης προς την Πέμπτη. Δεν θα μάθει ποτέ τίποτα. Κι όμως. Κάποιος, πιο τρομαγμένος, ξέρω, αδιάκοπα, κρύβει σημάδια και μισά μηνύματα. Ανέλπιδα. Καθώς τον πηγαίνουν για θάνατο. Ή, για γέννηση.

 

Κάποτε νυχτώνει στ’ αλήθεια.

Απλώνει το μαύρο στις φλέβες. Τότε

Για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό

Γράφονται και σβήνουν

Παλιοί στίχοι θαμποί

Χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια

Σαν μουσική στον καθρέφτη, σαν

Τεθλιμμένοι συγγενείς.

 

 

15

Όμως, ονειρευότανε κρυφά. Την νύχτα, σε παλίρροιες. Τον άλλο που γράφει. Και δεν ξέρει γιατί. Στην καθορισμένη ώρα, πάντα, προδίδοντας.

 

Έξι και στην κατάψυξη

Λάλησε ο κατεψυγμένος κόκορας.

Είναι πολύ νωρίς, είναι πολύ αργά

Να κοιμηθώ ή να ξυπνήσω.

Αν με ζητήσει κανένας άλλος διάβολος

Θα είμαι εδώ γύρω. Στο μολύβι μου.

 

 

16

Τις άλλες ώρες, βασανίζεται παραμιλώντας για τη Θεία Χάρη.

 

Αυτό το λυσσασμένο ζώο με κυνηγά

Παντού.

Περνά τους τοίχους. Επιμηκύνεται

Διπλώνει στις γωνίες.

Διχαλωτό

Κυκλώνει το τετράγωνο.

Με απομονώνει.

Με ακινητοποιεί.

Καταβροχθίζει το συκώτι

Του γενναίου εχθρού μου.

Πηδάει στο κεφάλι μου.

Τραβάω τα σύρματα.

Ανατινάζεται.

 

Σκορπίζω πάλι

Τριμμένη σε ψίχουλα, ν’ αφήσω ίχνη

Γι αυτό το λυσσασμένο ζώο που με κυνηγά

Παντού.

Που σέρνω πίσω μου απ’ τ’ άντερα

Μισοπνιγμένο.

 

19

Καλημέρα, είπε ο θυρωρός. Χάλασε ο καιρός. Ίσως θα έπρεπε να πάρετε ομπρέλα.

 

Ευτυχώς, υπάρχουν οι άλλοι. Δηλαδή

Τα παράσιτα στην σκέψη, οι παρεμβολές

Στην επικοινωνία, το τρίξιμο, το σφύριγμα

Τα μεγάλα κενά.

Να μην ακούγονται

Τα σήματα κινδύνου από τ’ αδιέξοδο

Στ’ αριστερό μισό του εγκεφάλου

Όταν με δεξιά κίνηση ευλογώ

Τις λέξεις και πληθύνονται.

 

 

 

΄(Από τη συλλογή Καρτ Ποστάλ, Μικρή Εγνατία, 1980)
ΣΗΜ: Η “πρωτοτυπία” αυτών των ποιημάτων ήταν ότι είχαν ως τίτλους τα “πεζά” με τα bold – και ήταν σε τρίτο πρόσωπο και στο ουδέτερο.

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.