Μακραίνει
Συχνά μακραίνει η σκιά μου
Μέχρι το χωραφάκι
Εκείνο που απλώνεται στο επέκεινα
Όπου, στάχια με την ακρίδα των πληγών
Με την οργή των μελισσών
Και με της παναγίας το αλογάκι το κανίβαλο
Όπου, φλέγονται κόκκινα
Μέσα στον στρόβιλο, τα άγανα της Ιστορίας-
Κι ακούγεται ντουπ ντουπ ο μύλος των προγόνων:
Γυρνά η μυλόπετρα, δε σταματά, αλέθει
Ανάκατα, στιγμές, ώρες και μήνες
Χρόνια
Για να τα τρώει ανόρεχτα ο χρόνος-
Αντιλαμβάνομαι
Ο άνθρωπος στο μονοπάτι
Κοιτάζω, αντιλαμβάνομαι
Πως κάθε πέτρα είναι άγαλμα
Και κάθε δέντρο καθεδράλα
Και κάθε άνθρωπος δυνάμει ζώο αγαθό
Φαγώσιμο
Λίπη και πρωτεΐνη, λύπη και ψυχή
Και ό, τι άλλο, άγνωστο, θεός
Μεταβολίζει-
Πνίγω
Πνίγω καθώς βαδίζω
Βόμβο από λέξεις ενοχλητικές
– άμορφα πλάσματα ακόμα με φτεράκια διάφανα
Που στροβιλίζονται
Στον σκοτεινό το νου μου, πάμφωτες
Ποθώντας και να ειπωθούν, μα και
Ν’ αναλυθούν σ’ άνεμο δυνατό
Που τίποτα να μην αφήσει όρθιο-
Βλέπω
Βλέπω από μακριά ένα σπιτάκι
Πού να’ ναι άραγε το άλλο
Εκείνο το εξοχικό, το ξεχασμένο
Με το παράθυρο που άνοιγε
Καμιά φορά
Σε Κυριακές-
Θυμάμαι γύρω το κοπάδι τα πευκάκια
Να μηρυκάζουν ήσυχα αέρα μολυσμένο
Να αποδίδουν οξυγόνο
Στον αυριανό σφαγέα τους-
Ανάμεσά τους χαμομήλια ταπεινά
Αδέσποτα εορτολόγια χωρίς αγίους
Και ασταθή, πιο μακριά, θυμάμαι
Λίγα αρχαία ερείπια που τρέκλιζαν
Σα να ’ταν ώρα πια ν’ αναληφθούν-
Στο βάθος, πάντα θάλασσα, η πλατυτέρα-