Το λιοντάρι και το ποντίκι
Μια φορά, στη Ζανζιβάρη / Ζούσε ο Λέων, το λιοντάρι
Δυνατό ήταν, μεγάλο / Σαν αυτό δεν είχε άλλο
Είχε δόντια φοβερά / Χαίτη κι όμορφη ουρά
Βασιλιάς ήταν στα δάση / Ποιος μπορούσε να τον φτάσει;
Κάποια νύχτα του Γενάρη / Παγερή, χωρίς φεγγάρι
Το λιοντάρι που βαριόταν / Είχε πέσει και κοιμόταν
Μα το είχε ο ύπνος πάρει /Μ’ απλωμένο το ποδάρι
Και ερχότανε τρεχάτος / Ένας πόντικας βαρβάτος
Κάτι άσχετο σκεφτόταν /Και δεν πρόσεξε, βιαζόταν
Έτσι, για κακή του τύχη / Ωχ, του πάτησε το νύχι!
Και ο Λέοντας ξυπνάει / Τον αρπάζει να τον φάει.
«Τόλμησες να με ξυπνήσεις; /Τόλμησες να με πατήσεις»;
«Αχ συγνώμη, κατά λάθος»! /Λέει ο πόντικας με πάθος
«Μπάρμπα Λέων, άφησέ με / Μη με τρως, συγχώρεσέ με!
Είμαι μόνο μια μπουκίτσα /Κρέας έχω μια σταλίτσα
Είμαι αδύνατος, δεν είδες; / Έχω ελάχιστες θερμίδες
Ούτε μέταλλα ούτε ίνες / Και καθόλου βιταμίνες
Άσε που είμαι κι ανοστούλης …/ Αλλά είμαι ποντικούλης
Με φιλότιμο, κι αν μπλέξεις / Θα σε κάνω να ξεμπλέξεις!
Μη με φας, όρκο θα δώσω / Πως θα στο ανταποδώσω»!
«Ποιος; Εσύ; Το τοσοδούλι; / Πονηρούλι, πονηρούλι …
Τι μπορείς, καλέ, να κάνεις; / Χα χα χα! Θα με τρελάνεις…»
Μα του έκανε τη χάρη / Το καλόκαρδο λιοντάρι
Είπε «Ας πάω για κυνήγι» /Και τον άφησε να φύγει.
Μια βραδιά με καταιγίδα / Πέφτει ο Λέων σε παγίδα
Και τον πιάνουν τον καημένο / και τον σέρνουν πληγωμένο.
Τώρα στου χωριού τη μέση /Με σκοινιά τον έχουν δέσει…
Είν’ η δύναμή του λίγη / Δεν μπορεί να τους ξεφύγει
Και βρυχάται ο καημενούλης. / Τον ακούει ο ποντικούλης
Τρέχει αμέσως και αρχίζει / Κρίτσι κριτς να κριτσανίζει
Τα σκοινιά τα τραγανίζει / Πριονίζει, ροκανίζει
Με τα δόντια κατορθώνει /Το λιοντάρι ελευθερώνει!
«Ποντικούλι, παλικάρι / Μου ανταπέδωσες τη χάρη…
Πώς εσύ , δυο πόντοι πράμα / Μ’ έχεις σώσει; Θαύμα, θαύμα!»
«Βασιλιά μου, δεν ξεχνάω / Τη ζωή μου σου χρωστάω!
Δεν μετρά το μέγεθός μου / Αλλά το φιλότιμό μου!»
Κι οι μικροί νιώθουν κι εκείνοι / Στην καρδιά ευγνωμοσύνη
Κι όταν χρειαστεί, τολμάνε / Και μεγάλους βοηθάνε…
