You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: Το βιβλίο και το φάντασμα

Παυλίνα Παμπούδη: Το βιβλίο και το φάντασμα

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

 

 

Μια φορά ήταν ένα παλιό βιβλίο με ποιήματα που είχε πέσει πίσω από τη βιβλιοθήκη και βαριόταν. Προσπαθούσε λοιπόν να πιάσει κουβέντα με τους περαστικούς:

«Καλημέρα, ωραία μου σκόνη! / Τι νέα από το μπαλκόνι;» έλεγε π.χ.

Η σκόνη, ανάλογα με τα κέφια της, του απαντούσε ή απλώς καθόταν πάνω του σιωπηλή. Οπότε το βιβλίο περίμενε υπομονετικά κάποια άλλη ευκαιρία:

«Ω! την αγαπητή μου κατσαρίδα! / Τι κάνεις; Μέρες τώρα δεν σε είδα!»

Οι κατσαρίδες είναι συνήθως πολυάσχολες και βιαστικές και δεν μπορούν να σταθούν στο ίδιο μέρος για πολλή ώρα. Πέρα από ένα βιαστικό «Γεια!» δεν έλεγε ποτέ τίποτα άλλο.

Το καημένο το βιβλίο ήθελε να πει δυο κουβέντες παραπάνω, αλλά δεν πρόφταινε. Κανείς δεν είχε καιρό ν’ ασχοληθεί μαζί του. Κάποτε ήρθε και κάθισε δίπλα του ένα σκουπίδι, αλλά τι συζήτηση μπορείς να κάνεις μ’ ένα σκουπίδι; Έμειναν και τα δυο τους όλη τη νύχτα αμίλητα, και το πρωί πέρασε μια σκούπα και πήρε μαζί της το σκουπίδι.

«Σκούπα, σκούπα, είμαι εδώ! / Στάσου λίγο να σε δω!» φώναξε το βιβλίο.

«Δεν μπορώ, πνίγομαι στη δουλειά!» είπε απότομα η σκούπα και έφυγε βιαστική σέρνοντας τα μουστάκια της.

Έτσι περνούσε ο καιρός και το βιβλίο με τα ποιήματα, που ήταν πολύ φλύαρο από τη φύση του, μη μπορώντας να μιλήσει σε κανέναν, μελαγχολούσε όλο και περισσότερο.

 

Μια νύχτα όμως, ξαφνικά, επιτέλους, συνέβη κάτι! Εκεί που το βιβλίο απάγγελνε από στήθους ένα ποίημα, είκοσι μέτρα μακρύ σε πλήρη ανάπτυξη, ένιωσε ένα δυνατό σκούντημα! Σταμάτησε τρομαγμένο, κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά – δεν υπήρχε κανείς!

«Ε! Ποιος είναι εκεί;» φώναξε τρέμοντας από το φόβο του.

«Συγγνώμη» ακούστηκε μια φωνούλα. «Είμαι το φάντασμα του διπλανού διαμερίσματος! Πήγα να περάσω από τον τοίχο και έπεσα πάνω σου!»

«Τι; Φάντασμα σε πολυκατοικία; / Πρώτη φορά ακούω τέτοια βλακεία!» είπε δύσπιστα το βιβλίο.

«Ήρθα μόλις χθες. Τι να ’κανα; Στη θέση του πύργου μου στην εξοχή χτίστηκε ένα πυρηνικό εργοστάσιο. Αναγκάστηκα λοιπόν να μετακομίσω στην πόλη!»

«Α, τούτο εδώ μιλάει πολύ! / Θα κάνουμε συζήτηση τρελή! / Φάντασμα ξεφάντασμα, θα ’χω παρέα / και θα περάσουμε φίνα κι ωραία!» σκέφτηκε το βιβλίο, κι αισθάνθηκε αμέσως πολύ χαρούμενο.

«Ω! Καλωσόρισες! Πώς τα περνάς; Γιατί μέσα στη νύχτα τριγυρνάς;» είπε δυνατά.

Το φάντασμα άργησε λίγο ν’ απαντήσει.

«Χμ» είπε τελικά. «Να σου πω… Μόνο νύχτα μπορώ να βγω να πάρω λίγο αέρα. Τη μέρα φοβάμαι. Κυκλοφορούν άνθρωποι και με τρομάζουν. Δεν μπορώ, δεν μπορώ, σου λέω, να τους συνηθίσω! Εσύ τους ξέρεις τους ανθρώπους;»

«Έχω δει δυο-τρεις. Μου είναι αντιπαθείς. / Ευτυχώς, ποτέ δε μ’ έπιασε κανείς!» είπε το βιβλίο ψωροπερήφανα.

«Μακάρι να μη σου συμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα» είπε το φάντασμα ανατριχιάζοντας. «Οι άνθρωποι είναι τρομαχτικά όντα κι έχουν αλλόκοτες συνήθειες: ανοιγοκλείνουν με θόρυβο πόρτες και μπαινοβγαίνουν βίαια, αντί να περνάνε ήσυχα ήσυχα μέσα απ’ τους τοίχους… Ανεβοκατεβαίνουν όλο σαματά με ασανσέρ, αντί να πετάνε. Είναι χοντροκομμένοι, βαρετοί, τριχωτοί… Δεν μπορούν να γλιστρήσουν με χάρη κι έτσι αναγκάζονται να τρέχουν, να χοροπηδάνε και να σέρνονται κάνοντας πάντα φοβερή φασαρία. Έχουν ένα άνοιγμα και βάζουν συνέχεια μέσα περίεργα πράγματα: φαγιά, ποτά, τσίκλες, τσιγάρα – τα οποία σε λίγο τα ξαναβγάζουν από άλλα ανοίγματα. Δεν τους καταλαβαίνω καθόλου. Και τους λυπάμαι λίγο, ξέρεις, τους καημένους… Ποιος ξέρει τι αμαρτίες θα είχαν κάνει όσο ήταν φαντάσματα και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν τόσο σκληρά και μετά τη γέννησή τους έγιναν άνθρωποι! Ελπίζω εμένα να μη μου συμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα. Εγώ είμαι καλό και φρόνιμο φάντασμα».

«Ενδιαφέρων τύπος αυτός ο κύριος! / Μα δε μ’ αφήνει να πω λέξη, ο μυστήριος!» είπε από μέσα του το βιβλίο, εκνευρισμένο κάπως απ’ τη φλυαρία του φαντάσματος. Δεν τολμούσε όμως να το διακόψει, μήπως παρεξηγηθεί και φύγει.

«Πες μου και κάτι για σένα! Όλο για μένα μιλάμε… Ποιος είσαι; Τι δουλειά κάνεις;» ρώτησε ευγενικά το φάντασμα, που κατάλαβε από μόνο του πως είχε μιλήσει πολύ.

«Είμαι βιβλίο με ποιήματα /ωραία, με μηνύματα!» είπε περήφανα το βιβλίο.

«Δεν είναι δουλειά αυτό…» παρατήρησε το φάντασμα. «Εννοώ, τι θέση έχεις στην κοινωνία;»

«Είμαι σε δύσκολη θέση! / Δε βλέπεις πού έχω πέσει;» απάντησε πικραμένα το βιβλίο.

«Πώς έπεσες;» ρώτησε μ’ ενδιαφέρον το φάντασμα.

«Βιβλία ήρθανε πολλά, πολιτικά. / Με στρίμωξαν και έπεσα ηρωικά! /Αχ, βγάλε με από δω πίσω / να φύγω και να μη γυρίσω!/Ή βάλε με ξανά ανάμεσά τους / και θα ξεχάσω εγώ την μπαμπεσιά τους!» είπε το βιβλίο μονορούφι.

Το φάντασμα άκουγε σκεφτικό.

«Καλά» είπε στο τέλος. «Θα σε βάλω ξανά ανάμεσά τους. Αλλά να σου δώσω μια συμβουλή; Σταμάτα να μιλάς με ομοιοκαταληξίες. Είναι βαρετό. Θαρρώ, κιόλας, πως γι’ αυτό σε ρίξανε!»

«Λες;» ρώτησε το βιβλίο. «Να σταματήσω τότε. Πολύ ευχαρίστως! Μεταξύ μας, κι εγώ βαριόμουν να μιλάω έτσι. Δε θα το ξανακάνω. Από δω και πέρα θα συμπεριφέρομαι φυσιολογικά!»

Το φάντασμα έκανε αυτό που υποσχέθηκε. Έβαλε πάλι το βιβλίο στη θέση του. Από τότε, τα βιβλία με ποιήματα αποφεύγουν να εκφράζονται σε ομοιοκαταληξία.

Όσο για το φάντασμα, αυτό ήταν από τη διπλανή ιστορία – που δεν έχει γραφτεί ακόμα. Εμφανίστηκε σε τούτη την ιστορία ξαφνικά και χωρίς λόγο, ακριβώς επειδή ήταν φάντασμα. Μετά, εξαφανίστηκε πάλι.

 

 

Ηθικό δίδαγμα: Φαντάσματα θα υπάρχουν πάντα, όπως και  βιβλία με ομοιοκατάληκτα ποιήματα.  Και πάντα θα έχουν ίσως κάτι να μας πουν.

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.