You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: Τζίνα

Παυλίνα Παμπούδη: Τζίνα

ΤΖΙΝΑ

 

Η μυρωδιά της έκανε τα ρουθούνια μου να τσούξουν. Άνοιξαν διάπλατα να την απορροφήσουν. Διέτρεξε σαν τρέμουλο όλο μου το σώμα, κάτω απ’ το πετσί μου. Χτύπησε τους αδένες. Ένα βαθύ, βουβό μουγκρητό γαργάλησε το λαρύγγι μου.

Υγράνθηκα παντού. Ακόμα και μια παλιά, μικρή πληγή στον αστράγαλό μου ξαναμάτωσε. Ιδρώτας, δάκρυα, σάλια, ούρα, άγνωστες αλχημιστικές εκκρίσεις στα μέσα όργανα, στο όργανο που μπορεί και να ’ναι η ψυχή, που μεγαλύνεται, εισχωρεί στο μαύρο και διαπερνά τα πάντα όταν νιώθω πως φεύγω από το στενό σχήμα μου.

Τη λένε Τζίνα. Έχω ακούσει που τη φώναζαν. Έκανε πως δεν άκουγε. Κέρδιζε χρόνο. Το όνομα είναι ένα σκόνταμμα, μια αναστολή. Μικρότερο από το επίθετο και από τις ιδιότητες· πάντως, ένα στιγμιαίο εμπόδιο είναι. Εγώ δεν έχω όνομα, είμαι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος. Ο θάνατος μπορεί να με καλέσει άμεσα.

Με πρόσεξε. Η κοιλιά της σφίχτηκε, μια κηλίδα αίμα έσταξε κι έμεινε να φέγγει αχνίζοντας στο κρύο, μαρμάρινο σκαλοπάτι. Είδα το σκίρτημα στο δέρμα της.
Το απαλό, χνουδάτο δέρμα της, με τη μυρωδιά της αθανασίας. Με τη μυρωδιά της παγίδας της αθανασίας. Ένιωσα αυτό που ένιωσε: τα άμορφα έμβρυα που συνωστίζονται στα σκοτεινά και παλεύουν να σαρκωθούν. Να γεννηθούν για να γεννήσουν πλάσματα που θα γεννήσουν πλάσματα, που θα γεννήσουν. Όχι πως το θέλουν, είναι όμως αναγκασμένα. Εκκρεμεί αιώνες τώρα κάποια σημαντική Τελική Συνάντηση που όλο αναβάλλεται – γι’ αυτόν το λόγο παρατείνεται αδιάκοπα η ζωή. Μια Συνάντηση που όλοι την υποψιαζόμαστε, τη συλλαμβάνουμε όμως στο γραμμικό χρόνο μας, ενώ, φυσικά, αυτή έχει οριστεί στον κυκλικό. Έτσι, δεν μπορεί να τη συλλάβει κανείς. Όχι μόνο οι άνθρωποι, αυτοί που βρίσκονται στο τέλος της τροφικής αλυσίδας, η τροφή των θεών. Δεν μπορώ να το συλλάβω ούτε καν εγώ, εγώ, που η νόησή μου δεν έχει ποτέ αποσπαστεί τελείως από το Ένα.

Η Τζίνα στέκει εκεί, απέναντί μου, τρέμοντας. Η κοπέλα που είναι μαζί της δεν έχει καταλάβει ακόμα τίποτα, είναι απασχολημένη με τα δικά της, που θα ’ναι τα ίδια, κι ας φαίνονται πιο πολύπλοκα. Μιλά στο κινητό. «Όχι, όχι» λέει. «Δε με νοιάζει, γαμώ το, κατάλαβέ το! Είπαμε: θα ’ρθεις οπωσδήποτε!»

Κι όλο τινάζει το μαλλί της, και το σώμα της έχει στάση και κίνηση και μυρωδιά ίδια με της Τζίνας. Κι αυτή είναι ανυπόμονη κι αναγκασμένη.

Η Τζίνα, καρφωμένη στα πόδια της, μου στέλνει κατά κύματα καλέσματα, αξεδιάλυτα κουβάρια, κόκκινα, μαύρα. Είναι μικρούλα, δεν ξέρει, υποφέρει ακόμα πιο πολύ. Εγώ το ’χω ξαναπεράσει.

Προσπαθώ να την πλησιάσω ασώματος. Προεκτείνομαι νοερά, φτάνει το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλια της. Η Τζίνα κατουριέται. Λίγο· μερικές πιτσιλιές χτυπάνε τη μύτη μου. Θολώνω. Κινούμαι σπασμωδικά. Η κοπέλα με παίρνει είδηση, τραβά απότομα την Τζίνα πίσω της. Συνεχίζει να μιλά, αλλά έχει το μάτι καρφωμένο άγρια πάνω μου. «Σε κλείνω» λέει. «Είναι δω ένας μπάσταρδος –ουστ!– ανεβαίνω στο σπίτι. Καλά, πάρε στο σταθερό, άσ’ το να χτυπήσει –» Βάζει στην τσάντα της το κινητό, βγάζει τα κλειδιά, ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας, σέρνει την Τζίνα που αντιστέκεται. Κάνω να χωθώ ξοπίσω τους, δεν προλαβαίνω. Η πόρτα μού κλείνει κατάμουτρα. Στέκομαι απ’ έξω παραλυμένος. Τις βλέπω μέσα απ’ το τζάμι να μπαίνουν στο ασανσέρ.
Η Τζίνα κλαίει σιγανά. Κουλουριάζομαι στο πεζοδρόμιο. Χάνω το περίγραμμά μου. Επιστρέφω στο μηδέν. Αδειάζω. Δεν έχω πια μέλη, με καταργεί σαν μορφή το ανεκπλήρωτο. Αναστέλλονται όλες οι λειτουργίες μου, δε διψώ, δεν πεινώ, δεν πονώ, δε νυστάζω. Δε νιώθω καν πια συντριβή, κάτω από την ύβρη του γίγνεσθαι, που πέφτει με το συμπαντικό της βάρος και με θλίβει σ’ όλο το μήκος του ελάχιστου είναι μου.

Τώρα θυμάμαι μόνο· λίγο. Θυμάμαι πως δεν υπάρχω. Πως είμαι ένα πείραμα, μια δοκιμή, μια άσκηση στο χώρο, κατά τους νόμους της απιθανότητας. Θυμάμαι πως επιθύμησα, μ’ όλη μου τη μηδαμινότητα, να ενωθώ στιγμιαία με κάτι όμοιας μοίρας. Δυο διαπλεκόμενες ελλείψεις – μηδενικά. Το σύμβολο του απείρου.

Κλείνω τα μάτια για να μη με δει άλλο κανείς. Δε θα την αφήσουν. Η Τζίνα δε θα ξανάρθει. Η πρόφαση Τζίνα στην πρόφαση Τώρα. Εδώ, στο πεζοδρόμιο θα πεθάνω. Από πείνα, από δίψα, από κλοτσιά, από έρωτα.

 

 

(Από το “40 παράξενες ιστορίες”, εκδ. Ροές)

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.