You are currently viewing Περικλής Αγγελόπουλος: Παναγιώτης Θωμά :  Μια ανέφικτη ανάσταση – σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα.[1]  Εκδ. Αρμός

Περικλής Αγγελόπουλος: Παναγιώτης Θωμά :  Μια ανέφικτη ανάσταση – σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα.[1]  Εκδ. Αρμός

Ο Παναγιώτης Θωμά, γράφει σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την βία, τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και το φανατισμό, προκειμένου να σταθεί στο πλευρό των «ασθενούντων, των ανήμπορων, των κάθε λογής περιθωριοποιημένων του κόσμου μας».[2] Θέτει το ερώτημα της υπαρξιακής  κατάφασης στο πρόσωπο του Άλλου, του διαφορετικού, του ανοίκειου, του άσχημου και του ασθενούς.  Αναζητά, το οντολογικό θεμέλιο  της ευαισθησίας, και της αναγνώρισης της ιερότητας του ανθρώπινου προσώπου, στην οντολογία της Αισθητικής Θεολογίας. Επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα για το κακό και δείχνει ένα δρόμο, τον οποίο συναντά στο  πρόσωπο του Χριστού που είναι η «οδός, η αλήθεια, και η ζωή». Ιω,14,6

Ο συγγραφέας, διαλέγεται με τον  Φ. Κάφκα, την Κ. Δημουλά και τον Ν. Γ. Πεντζίκη, προκειμένου να απαντήσει στο μείζον ερώτημα της Αισθητικής Θεολογίας που αναφέρεται στην πρόσληψη του «ελάχιστου αδελφού». Μτ. 25, 45.[3]

Το  δοκίμιο  του Παναγιώτη Θωμά,  είναι ένα έργο, το οποίο  απευθύνεται και αφορά προσωπικά τον κάθε αναγνώστη.  Είναι ένα βιβλίο, που δεν παρέχεται  προς κατανάλωση, καθώς λειτουργεί ως ένας καθρέφτης, εντός του οποίου είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε  την πραγματικότητα της εσωτερικής μας ζωής. Η ανάγνωση του, προσφέρει τη δυνατότητα του «γνώθι σεαυτόν» και στην κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας του υπάρχειν.

Ο συγγραφέας,   μας καλεί να διερωτηθούμε για τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα  του  πόνου, της ανασφάλειας μέσα στον κόσμο, του καλού και του κακού, της αποτυχίας, της ενοχής, της λησμονιάς του εαυτού και του θανάτου αλλά ταυτόχρονα και της δυνατότητας της υπέρβασης, Παράλληλα, μας καλεί να αναμετρηθούμε με το ζήτημα του ολοκληρωτισμού, του αυταρχισμού και της σχέσης μας με τον Άλλο. Ειδικά τον  Άλλο, που «γίνεται μέτοχος του μυστηρίου της αδυναμίας».  Μας προσκαλεί, να θέσουμε σε παρένθεση τις  βεβαιότητες  μας,  προκειμένου να στραφούμε στον εαυτό μας αναγνωρίζοντας τις εσωτερικές μας στάσεις και να αναστοχαστούμε για τον εαυτό μας και τον τρόπο της σχέση;  μας με τους άλλους, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια της αυτογνωσίας και της αυτοσυνειδησίας μας.

Ο Παναγιώτης Θωμά,  απευθύνεται στον αναγνώστη με τρόπο που συγκινεί και εν τέλει κινητοποιεί προς την μεταβολή  του  τρόπου  του σκέπτεσθαι, του αισθάνεσθαι και του πράττειν, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την εσωτερική μεταμόρφωση,  για όποιον ανταποκριθεί στην πρόσκληση αυτή.

Ο συγγραφέας,  γράφει με έναν τρόπο άμεσο, προσωπικό ενώ ταυτόχρονα είναι μια γραφή ποιητική, η οποία κατευθύνεται στο βάθος των πραγμάτων, τα οποία εξετάζει σε  διάλογο με την λογοτεχνία από την πλευρά της Αισθητικής Θεολογίας.  Έτσι, ενώ είναι ένα βιβλίο, αφετηριακά, με θέση, αποφεύγει κάθε δογματισμό και διδακτισμό. Ως ένας εμπνευσμένος δάσκαλός,  φωτίζει διαρκώς νέες πτυχές και θέτει νέα ερωτήματα, τα οποία μας καλεί να εξετάσουμε.  Αποφεύγει να δώσει οριστικές απαντήσεις  στα ερωτήματα,  τα οποία,  φωλιάζουν το ένα μέσα στο άλλο,  εξετάζοντας διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Το βιβλίο εμπεριέχει νοήματα πυκνά και συχνά, μια υποσημείωση δημιουργεί νέες δυνατότητες έρευνας.  Ο συγγραφέας, προσκαλεί τον αναγνώστη να προσλάβει το έργο από τη δική του ερμηνευτική προοπτική και την αίσθηση της προσωπικής του αλήθειας.

Από τη σκοπιά αυτή, η αλήθεια γίνεται μια αλήθεια που με αφορά προσωπικά,  καταξιώνοντας ως αλήθεια την υποκειμενικότητα, η οποία ωστόσο δεν εκπίπτει στον υποκειμενισμό καθώς μέσα από τη γνώση και το φωτισμό της συνείδησης οδηγείται στην εξύψωση  αλλά και στο διάλογο με τις άλλες υποστάσεις. Στην επικοινωνία αυτή των υποστάσεων πραγματώνεται η συνειδητοποίηση του ανθρώπινου Είναι, ο φωτισμός της αγάπης και η επίτευξη της ειρήνης.[4]

Η διαχρονική αξία του έργου του Κάφκα, η οποία σημειώνεται από τον Παναγιώτη Θωμά,  βρίσκεται στην λεπτή ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, γεγονός που επιτρέπει στον συγγραφέα,  να διαλεχθεί μαζί του.  Ο Παναγιώτης Θωμά,  επισημαίνει ότι και ο ίδιος ο Κάφκα θεωρούσε ότι  η Μεταμόρφωση,  δεν αφορά μια μεταφορά στο επίπεδο της γλώσσας,  με αλληγορικό ή συμβολικό χαρακτήρα,  αλλά περιγράφει το υπαρξιακό βίωμα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο  και  μας καλεί να το προσλάβουμε και να αναστοχαστούμε πάνω σε αυτό.[5]

Επιπλέον, θα λέγαμε ότι η δημιουργία μιας αυθεντικής γραφής βρίσκεται στην επικοινωνία και στο διάλογο με την προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση καθώς αυτή παραμένει ζωντανή στο παρόν.  Η ερμηνεία μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρελθόν, να φωτίσουμε το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον, καθώς υπάρχουμε στο φως της μνήμης και της προσωπικής μας ιστορίας όπως θα φανεί και στις επισημάνσεις του συγγραφέα. [6]

Ο συγγραφέας, υπερβαίνοντας την ερμηνεία που θέλει τη Μεταμόρφωση  να περιγράφει τη ζωή και τα συναισθήματα του ίδιου του Κάφκα  απέναντι στην οικογένειά του, αναζητά και αναδεικνύει  νέους τρόπους ανάγνωσης και νέα ερμηνευτικά σχήματα  για την πρόσληψη του έργου από τον αναγνώστη.  Με καθαρότητα και ενάργεια αναδεικνύει τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα  του συγγραφέα, στα οποία προσδίδει οικουμενικό χαρακτήρα τοποθετώντας τα σε μια καθολική προοπτική.  Η υποκειμενικότητα, η ατομικότητα, η μοναδικότητα ανάγονται στο οικογενειακό, κοινωνικό και εν τέλει, πανανθρώπινο, οικουμενικό, πλαίσιο αναφοράς. [7]

Ο Κάφκα,  ως συγγραφέας  θέτει το ερώτημα για τον  άνθρωπο  και την  παρουσία  του στον κόσμο, σε όλο του το οντολογικό  βάθος και σε όλη την έντασή του,   συμπεριλαμβάνοντας ολόκληρο τον άνθρωπο, και ο Παναγιώτης Θωμά διαλέγεται μαζί του όπως επίσης με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και την Κική Δημουλά προκειμένου  να αναδείξει το βάθος και τον υπαρξιακό πλούτο της Αισθητικής Θεολογίας.

Το έργο του Κάφκα, σύμφωνα με τον συγγραφέα «θέτει το μείζον ζήτημα της οντολογίας και της αισθητικής θεολογίας: Κάλλος και ακαλλές, ομορφιά και ασχήμια, φροντίδα και εγκατάλειψη, αγάπη και περιφρόνηση, οι υπαρξιακές διαστάσεις που αποκαλύπτονται στον πυρήνα του καφκικού τεχνουργήματος…».   [8]

Η αισθητική θεολογία, ως κατεύθυνση της δογματικής θεολογίας, μελετά την έννοια του κάλλους και της οντολογικής του θεμελίωσης. Για την αισθητική θεολογία, το κάλλος δεν  είναι μια έννοια αλλά ένα πρόσωπο, το οποίο υπάρχει και δημιουργεί ελεύθερα την κτίση και τον άνθρωπο, με τον τρόπο της αγάπης. Ο Θεός δεν είναι μόνο ποιητικό αλλά και διακοσμητικό αίτιο,  της δημιουργίας καθώς δημιουργεί σύμφωνα με τις αρχές και τα στοιχεία της αρμονίας, της συνάφειας, της τάξης, της φιλίας και της επικοινωνίας τα  οποία   διέπουν το σύνολο των όντων του εμπειρικού σύμπαντος. Το άκτιστο και το κτιστό βρίσκονται σε σχέση επικοινωνίας φροντίδας και ενδιαφέροντος. [9]

Η ομορφιά,  η οποία σύμφωνα με τον Ντοστογιέφσκι «αποτελεί μυστήριο» ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Χριστού το οποίο γίνεται σύμβολο της πίστης και της ωραιότητας που θα «σώσει τον κόσμο». Όπως και ο Ντοστογιέφσκι γράφει : «ιδού, πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο ανδρείο και πιο τέλειο από τον Χριστό, και όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά και με παθιασμένη αγάπη επαναλαμβάνω ότι δεν μπορεί να υπάρξει. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά αν κάποιος καταφέρει να μου αποδείξει ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια και αποδειχτεί πραγματικά ότι η αλήθεια είναι έξω από τον Χριστό, τότε εγώ θα ήθελα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια». [10]  

 Η  αισθητική θεολογία στρέφει την προσοχή της στα έργα τέχνης, στη λογοτεχνία, την ποίηση και την μουσική προκειμένου να αναζητήσει την αλήθεια. Ο Φ, Ντοστογιέφκι αναφέρει: « η λογοτεχνία είναι μια από τις εκφράσεις της ζωής του λαού, είναι καθρέφτης της κοινωνίας…Ποιος όμως θα μπορούσε να σχηματοποιήσει καλύτερα τις καινούργιες ιδέες και να τις προσδώσει τέτοια μορφή ώστε να τις καταλάβει ο λαός, αν όχι η λογοτεχνία;». [11]  Πρόκειται για μια Αισθητική Θεολογία, η οποία στην έννοια του ωραίου, δεν εξαντλείται στις κατηγορίες του «νόστιμου και του χαριτωμένου» καθώς  συμπεριλαμβάνει το άσχημο που στην ανθρώπινη συνείδηση ταυτίζεται με το κακό, τον πόνο, τη φθορά και την περατότητα που διέπουν την ανθρώπινη συνθήκη.  Μια Αισθητική Θεολογία, όπως αποτυπώνεται στα άσματα για το πάσχοντα Δούλο του Γιαχβέ, τον οποίο η Εκκλησία ταύτισε τον Χριστό και ο οποίος με την ενσάρκωση προσλαμβάνει και θεραπεύει την ανθρώπινη φύση οδηγώντας την στην αιωνιότητα. [12]

Με αυτές τις οντολογικές και υπαρξιακές προϋποθέσεις, ο  Παναγιώτης Θωμά, υιοθετώντας μια συστημική οπτική παρακολουθώντας την εξέλιξη του έργου  εξετάζει τις σχέσεις εντός της οικογένειας,  ενώ ταυτόχρονα την τοποθετεί εντός του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος,  μέρος του οποίου και αποτελεί.

Ο  συγγραφέας, διερωτάται για το ρόλο της επιστήμης, της γραφειοκρατίας, των σχέσεων εξουσίας και  πειθάρχησης του ανθρώπου εντός του καπιταλιστικού μοντέλου, της εσωτερικευμένης εργασιακής ηθικής, το ρόλο της τέχνης,  της ασθένειας, του καλού και του κακού, του αποδιοπομπαίου τράγου εντός του οικογενειακού και ευρύτερα πολιτισμικού συστήματος, και εν τέλει τη δυνατότητα μιας Ανάστασης ή όχι.

Ζητήματα όπως η κοινωνική και ενδοοικογενειακή απομόνωση, ο απρόσωπος χαρακτήρας της γραφειοκρατικής και τεχνοκρατικής οργάνωσης,  η δημιουργία περίκλειστων συστημάτων που θεμελιώνουν την εξουσία τους στην διαστρέβλωση της αλήθειας, η  εσωτερίκευση της εργασιακής ηθικής,  η αποξένωση, το άγχος των ανθρώπων μπροστά στο ακατανόητο της ύπαρξης,  το παράλογο της σύγχρονης ζωής, η αποσύνδεση του πνεύματος από το σώμα, και τη  χρησιμοθηρική αντίληψη της ανθρώπινης ύπαρξης θα απασχολήσουν τον συγγραφέα.  Αναδεικνύεται  ακόμα,  το ζήτημα της αστικής υποκρισίας, της οικονομικής καταστροφής και της θέσης στον κόσμο  από την άποψη της δύναμης και της αδυναμίας καθώς και διαμόρφωση της ζωής σύμφωνα με μια πορεία  προκαθορισμένη από τα κοινωνικά στερεότυπα.[13]

 

Παρακολουθώντας το κείμενο του Κάφκα, θέτει στο επίκεντρο της μελέτης του την αντίδραση του οικογενειακού και κοινωνικού συστήματος απέναντι στην μεταμόρφωση του ήρωα. Το οικογενειακό μυθιστόρημα, οι σχέσεις με τον πατέρα, τη μητέρα και την αδελφή,  το ζήτημα του κάλλους και του ακκαλούς, η πρόσληψη του διαφορετικού άλλου, ο φόβος, η απέχθεια, η περιφρόνηση και  η σκληρότητα απέναντι στον Άλλο που φαντάζει  ειδεχθής και ανοίκειος εξετάζονται ενδελεχώς.  Η ασθένεια, η κάθε ασθένεια  αποκαλύπτει τη πραγματικότητα των σχέσεων και αποτελεί το σύμπτωμα που εκφράζει την οικογενειακή, κοινωνική και πολιτισμική δυσλειτουργία  και συνακόλουθα την κρίση της. Ένα σύμπτωμα που φτάνει ως το θάνατο  ως μια θυσία,  όταν η ζωή είναι αδύνατη δίχως την αναγνώριση, την αγάπη και την ερωτική επιθυμία στο βλέμμα του Άλλου.  Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει θα πει ο Κ. Παλαμάς. [14]

Το ερώτημα για τη δυνατότητα της ανάστασης ή όχι, ως ένα ερώτημα που αναφέρεται στην επιθυμία της ζωής και στην επιθυμία του θανάτου, όταν η ζωή δεν είναι δυνατή,  αποτελεί ένα κεντρικό ερώτημα που θα απασχολήσει τον Παναγιώτη Θωμά.  Η θυσία ως θανάτου του μέλους που υποφέρει που είναι εγκλωβισμένο στον ιστό της αράχνης αδυνατώντας να πραγματώσει την ύπαρξη του  μοιάζει να επιλέγεται από τα μέλη της οικογένειας και του πολιτισμικού συστήματος  που αρνούνται οποιαδήποτε αλλαγή και εν τέλει εξωθούν στο θάνατο το μέλος που υποφέρει  αλλά και ταυτόχρονα  επιχειρεί να κατακτήσει την συνειδησιακή του ελευθερία μέσα από την μεταμόρφωση του και να μπορέσει να πει «Εγώ είμαι» αποκτώντας συνείδηση του εαυτού του.[15] Ο συγγραφέας στο σημείο αυτό θα τονίσει ότι υπομονή της οικογένειας απέναντι στο μέλος που υποφέρει είναι μια απλή ανοχή, « που δεν φτάνει ποτέ στον ασκητικό άθλο της πρόσληψης του διαφορετικού που κρατά αποστάσεις ασφαλείας από το διαφορετικό. Συνεπώς είναι μονίμως καταδικασμένη να μη καλύπτει παρά μόνο ένα μέρος του δρόμου που χωρίζει από τον άλλο άνθρωπο». [16]

Στην περίπτωση του Κάφκα, η επίθεση ως θανάτου, που δέχεται από τον πατέρα τον οποίο αγαπούσε, σέβονταν, θαύμαζε και ταυτόχρονα φοβόταν και συνακόλουθα  μισούσε αποτελεί κεντρικό θέμα που εξετάζει ο Παναγιώτης Θωμά.

Ο πατέρας του Κάφκα αυταρχικός, κυριαρχικός, εύρωστος, επιτυχημένος, εγωκεντρικός και ιδιοτελής,  απαξιώνει τον γιο στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει την αδυναμία, τη δειλία, την αβεβαιότητα, την συστολή και την ντροπαλότητα.

Όπως ο ίδιος ο Κάφκα γράφει περιγράφοντας τις σχέσεις με τον πατέρα: « Η ιδιοτέλεια των γονέων – τα ιδιοτελή αισθήματα των γονέων- δεν γνωρίζουν όρια.  Ακόμα και η μεγαλύτερη αγάπη των γονέων είναι στην αγωγή ιδιοτελής παρά η πιο μικρή αγάπη του αμειβόμενου παιδαγωγού…. Οι γονείς δεν είναι ελεύθεροι μπροστά στα παιδιά τους…. οι γονείς βρίσκονται με τα παιδιά τους, το δικό τους αίμα, σε μια μπερδεμένη δύσκολη κατάσταση: όταν ο πατέρας (τούτο ισχύει και για τη μητέρα), προσπαθεί να αναθρέψει το παιδί του, βρίσκει λόγου χάρη στο παιδί ιδιότητες που τις είχε διαπιστώσει στον εαυτό του και δεν μπόρεσε να τις υπερνικήσει και έτσι τις είχε μισήσει. Τότε ελπίζει να τις υπερνικήσει στο πρόσωπο του παιδιού του που βρίσκεται αδύναμο στα χέρια του σαν να ήταν ο εαυτός του.  Έτσι, αρχίζει τούτο το έργο με τυφλή λύσσα χωρίς να περιμένει την εξέλιξη του παιδιού που ανατρέφεται ή αναγνωρίζει λόγου χάρη με τρόμο πως κάτι που είναι η δική του υπεροχή δεν πρέπει να λείπει από την οικογένεια, λείπει από το παιδί του και έτσι αρχίζει να το πιέζει. Ωστόσο είτε πετύχει είτε αποτύχει πρέπει να βασανίσει το παιδί …. Στο παιδί βλέπει αυτό μόνο αυτό που αγαπά και εξαρτιέται από αυτό, γίνεται σκλάβος από αγάπη. Αυτά είναι τα δύο μέσα της αγωγής των γονέων που προέρχονται από ιδιοτέλεια: η τυραννία και σκλαβιά όπου η τυραννία μπορεί να εκφραστεί πολύ τρυφερά ( πρέπει να με πιστεύεις γιατί είμαι η μητέρα σου),  και η σκλαβιά πολύ περήφανα ( είσαι γιός μου και για αυτό θα σε κάνω σωτήρα μου) είναι όμως δυο πολύ φρικτά μέσα αντιπαιδαγωγικά κατάλληλα να ρίξουν το παιδί κάτω από όπου σηκώθηκε». [17]

Το απωθημένο ιδανικό του πατέρα και την έλλειψη πραγματικής σχέσης και καθοδήγησης ο Κάφκα θα την αναζητήσει στους φίλους και τους άντρες του περιβάλλοντος του ενώ θα επηρεάσει καθοριστικά την σχέση του με την εξουσία και το  θεϊκό στοιχείο.

Ωστόσο, η κριτική του Κάφκα δεν πέρασε το διανοητικό πεδίο και δεν βίωσε τα συναισθήματα του πόνου και της θλίψης αμφισβητώντας ουσιαστικά ο ίδιος τα αισθήματα του παραμένοντας δέσμιος του συστήματος αξιών που υποβάλλει τη σκέψη ότι η κατηγορία και η εξέγερση κατά των γονιών αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα. Μη αποτολμώντας μια συναισθηματική αντιπαράθεση ίσως και από φόβο, ως θύμα των ενοχών του αρρώστησε και πέθανε από φυματίωση.[18]

Ωστόσο, ο συγγραφέας με αφορμή τη στάση του πατέρα που φτάνει ως την επιδίωξη της θανάτωσης του γιου, θέτει θεολογικά ερωτήματα, διερευνώντας το ζήτημα της πτώσης και συνακόλουθα της εκδίωξης από τον παράδεισο και βέβαια του αισθήματος της ενοχής που προέρχεται από την παρακοή στο θέλημα του πατέρα. Στην ιουδαϊκή παράδοση η μετάνοια και αναγνώριση της προσωπικής ενοχής οδηγεί στην πνευματική ανόρθωση, την εσωτερική αναγέννηση, τη θεραπεία των τραυμάτων και την αποκατάσταση της σχέσης με το Θεό. Στη χριστιανική παράδοση ο Παναγιώτης Θωμά θα επισημάνει ότι το αίσθημα της ενοχής τίθεται το μαζί με το ερώτημα για την επικοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο την ασθένεια, τη φθορά και τη θνητότητα. Η επιστροφή στο Θεό και τον πατρικό δεσμό πραγματοποιείται μέσω της Ανάστασης του Χριστού « που ανατρέπει τα δεδομένα της πτώσης». [19]

Ωστόσο, το γεγονός αυτό της  μετάνοιας ως οντολογικής κατηγορίας αφορά τον καθένα προσωπικά και δίχως να εστιάζει στο ζήτημα της ενοχής πραγματοποιεί μια κίνηση υπέρβασης του θανάτου και ένα πέρασμα από το μη ον στο όν μέσω της μετοχής στη ζωή του Θεού που αποτελεί την πηγή της ζωής. Η σχέση αυτή δημιουργεί μια νέα οντολογική συνθήκη καθώς χαρακτηρίζεται από την ένωση απείρου και πεπερασμένου, κτιστού και ακτίστου.  Πρόκειται για μια κίνηση αναμέτρησης με την αρνητικότητα μέσα μας,  παραίτησης από το εγώ και παράδοσης στο θεϊκό  στοιχείο της ύπαρξης μας. [20]

Γράφει λοιπόν ο Παναγιώτης Θωμά, και θα μπορούσαμε να πούμε σε σχέση με το γιό που φαντάζει αδύναμος στη σύγκριση με τον πατέρα,  μεταφέροντας τα λόγια του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: « Αγαπώντας ακόμα και την ασχήμια, την κοπριά του σώματος παραδέχεσαι τον θάνατο δίχως κανένα φόβο, σαν μια από τις περιπτώσεις της ζωής του σώματος». « Η ομορφιά του πραγματικού, μονάχα σε όσους το υπομένουν αποκαλύπτεται. Ομορφιά δεν είναι ο έρωτας του προικισμένου προσώπου, είναι η εγκαρτέρηση δίπλα και  κοντά σε αυτό που δεν είσαι».  Στα λόγια αυτά του Θεσσαλονικιού συγγραφέα,  ο Παναγιώτης Θωμά συναντά «την χριστολογικά και εκκλησιολογικά κατανοημένη ιερότητα της ανθρώπινης φύσης». [21]

«Η ειδωλοποίηση και η ιδεολογικοποίηση του εύμορφου οδηγεί στον εξουσιασμό, ο οποίος εκβάλλει στην αποβολή οποιουδήποτε προσώπου ή πράγματος δεν εμπίμπτει στον αισθητικό ή ιδεολογικό κανόνα», θα αναφέρει ο Παναγιώτης εντοπίζοντας τη ρίζα του ρατσισμού και του   φανατισμού στην απολυτοποίηση και συνακόλουθα ειδωλοποίηση πλευρών της πραγματικότητας που οδηγούν στην απώλεια της ενότητας και  στον κατακερματισμό της ύπαρξης και τα οποία χρησιμοποιεί ο άνθρωπος προκειμένου να αισθανθεί ασφάλεια και δύναμη. Στον αντίποδα ενός πολιτισμού που προάγει το ιδεώδες της δύναμης βρίσκεται η εκκλησιαστική πρόταση η οποία « βλέπει τον άνθρωπο που ασθενεί ως μέτοχο του μυστηρίου της αδυναμίας, ως εσταυρωμένο που πρόκειται να μετάσχει σε κάτι ευρύτερο, να λάβει γνώση και εμπειρία του μυστηρίου της Ανάστασης». Στην προοπτική αυτή ο Παναγιώτης Θωμά σημειώνει ότι ο Κάφκα και συνακόλουθα ο ίδιος, αποφεύγει κάθε σχηματοποίηση μέσα από την παρουσίαση του ήρωα ως θύματος και των υπολοίπων ως κακών και αποτυχημένων. Μας υπενθυμίζει το δεδομένο της εκκλησιολογικής  ανθρωπολογίας, «που είναι η τρεπτότητα των κτιστών όντων, η ροπή προς την αποτυχία και την κακή αλλοίωση από την οποία ουδείς εξαιρείται».   Δεν περιέχουμε μόνο ένα Σίμωνα Κυρηναίο, έναν Ιωάννη αλλά και ένα Ιούδα.[22]

Τέλος, ο συγγραφέας,   ολοκληρώνει το βιβλίο με ένα ποίημα της Κικής Δημουλά,  το οποίο  όπως σημειώνει υπερασπίζεται την ευαισθησία, την φροντίδα, την αγάπη που ενδεχομένως περιμένει και ο ήρωας του Κάφκα,  τη στιγμή που ασθενεί και ανήμπορος βιώνει την «ασχήμια της ασθένειας του».   Γράφει η Κική Δημουλά:

Καινούργιες θεωρίες. Τα μωρά δεν πρέπει να τα αφήνετε να κλαίνε. Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη – το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται – αφύσικα το παιδικό τους τραύμα βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες – ότι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πιά- ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις. Ποτέ αγκαλιά αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα μέχρι να τους κοπεί η ανάσα δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.

Ας κλαίνε οι μεγάλοι δεν έχει αγκαλιά. Γεμίστε μονάχα το μπιμπερό τους με άγλυκη υπόσχεση- δεν κάνει να παχαίνουν οι στερήσεις- πως θα έρθει μια και καλή να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα η αγκαλιά της μάνας τους. Βάλτε κοντά του στο μηχάνημα που καταγράφει τους θορύβους του μωρού ώστε να ακούτε από μακριά αν είναι ρυθμικά μοναχική η ανανοή τους. Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά. Τυλίγονται άγρια γύρω από τον σπάνιο λαιμό αυτού του ωραίου δώρου, θα σας πνίξουν. Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε. 

Σημειώνει λοιπόν ο θεολόγος: « η κραυγή της υπέρ των ηλικιωμένων μοιάζει να συνηχεί με αυτή που απευθύνεται ως έκκληση υπέρ των ασθενούντων, των ανήμπορων των κάθε λογής περιθωριοποιημένων του κόσμου μας. Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί ας μη ξεχνάμε πως υπήρξαν τα θύματα σε κάθε στρατόπεδο συγκέντρωσης». Και όπως επισημαίνει στις υποσημειώσεις « η συνταρακτική Σωφρονιστική Αποικία του Κάφκα, το προφητικό αυτό μανιφέστο για τη διαρκώς υφέρπουσα τότε και τώρα, στους μισαλλόδοξους και ρατσιστικούς  καιρούς που ζούμε σε Ανατολή και Δύση, ισχύ των οπαδών της συνθλιπτικής βίας τρομάζει και αφυπνίζει»

 

Θα λέγαμε λοιπόν, ότι σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την καχυποψία, τη βία, την απαξίωση του ανθρώπου, την ίδια στιγμή ωστόσο που διανοίγει νέες δυνατότητες το βιβλίο του Κύπριου θεολόγου, μας δείχνει ένα δρόμο παλιό, αλλά συνάμα νέο, επίκαιρο και γίνεται οδοδείκτης στη πορεία του καθενός για την προσωπική του Ανάσταση με το θεϊκό και την συνάντηση του με τους Άλλους στο πρόσωπο των οποίων  δοκιμάζεται η γνησιότητα της εμπειρίας μας.

Ανάσταση σημαίνει υπάρχω ξανά, αναδημιουργούμε και γίνομαι αυτό που είμαι εντός του φωτός. Η αντιμετώπιση του πόνου, της φθοράς και της περατότητας με τον τρόπο της αγάπης, ισοδυναμεί με ένα πέρασμα από την εμπειρική στην αναστοχασμένη ύπαρξη, που ισοδυναμεί με την γέννηση του αυθεντικού μου εαυτού καθώς υποδέχομαι τη Χάρη του Θεού. Το βιβλίο του Παναγιώτη Θωμά, μας δείχνει το δρόμο αυτό. Το ερώτημα παραμένει: ποιος θα δεχτεί να ανταποκριθεί στο κάλεσμα αυτό.

 

Βιβλιογραφία

  1. Αγία Γραφή Ελληνική Βιβλική Εταιρεία.
2.Βαγκενπαχ Κ., Φραντς Κάφκα,. Η ζωή και το έργο του. (Ματσούκας Ν., μτφρ.), Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1968.
  1. Ferenczi S. (1929). The unwelcome child and the Death-instinct. International Journal of Psychoanalysis, 10, 125-129.
  2. Γιαννάκουλας Α., Fizzatori -Selvaggi S., Το ψυχοδυναμικό counselling. (Πονηρός Χρ., μτρφ.), Καστανιώτης, Αθήνα, 2007.
  3. Γιάσπερς Κ., Εισαγωγή στη φιλοσοφία. (Μαλεβίτσης Χρ., μτφρ.), Δωδώνη, Αθήνα.
  4. Lossky Vl., Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας. (Πλευράκη Σ., μτφρ.), Θεσσαλονίκη, 1964.
7..  Miller A., Η απαγορευμένη γνώση. (Τσινάρη Π., μτφρ.), Ροές, Αθήνα, 2011.
  1. Παλαμάς Κ. Τα δεκατετράστιχα. https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=1832 Διαθέσιμα στο διαδίκτυο στις 16-202025.
  2. Ράμφος Σ., Ο καημός του ενός. Αρμός, Αθήνα, 2000.
  3. Σταμούλης Χρ., Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη, αισθητική της Ορθοδοξίας. Ακρίτας, Αθήνα, 2010.
  4. Τατάκης Β., Η βυζαντινή φιλοσοφία. (Καλαμπουρτζή Ε. μτφρ., Μπενάκης Λ., επιμ.), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977.
  5. Θωμά Π., Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024.
  6. Θωμά Π., Τόπος Χρονοποιός. Κοινότητα, φιλοπατρία, ετεροτοπία, και ο τόπος των εσχάτων στο έργο των Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και Wendell Berry. Αρμός, Αθήνα, 2017.
  7. Θωμά Π., Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία, Μελετήματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά. Αρμός, 2020.
[1] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024.
[2] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.47.
[3]   Ο Ν. Γαβριήλ Πεντζίκης,(1908-1993),  πεζογράφος και ποιητής και η ποιήτρια Κική Δημουλά (1931-2020), έχουν μελετηθεί από τον Παναγιώτη Θωμά στα βιβλία του : α)  Π. Θωμά, Τόπος Χρονοποιός. Κοινότητα, φιλοπατρία, ετεροτοπία, και ο τόπος των εσχάτων στο έργο των Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και Wendell Berry. Αρμός, Αθήνα, 2017, και β) Π. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία, Μελετήματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά. Αρμός, 2020.
[4] Κ. Γιάσπερς, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. ( Μαλεβίτσης Χρ., μτφρ.), Δωδώνη, Αθήνα, σ.121.
[5] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.12.
[6] Α. Γιαννάκουλας, S. Fizzatori -Selvaggi,  Το ψυχοδυναμικό counselling( Πονηρός Χρ., μτρφ.), Καστανιώτης, Αθήνα, 2007, σ. 50,  βλ. Σ. Ράμφος, Ο καημός του ενός. Αρμός, Αθήνα, 2000, σ.19
[7] Να σημειώσουμε ότι στην ορθόδοξη θεώρηση η καθολικότητα αναφέρεται στην ένωση με το θεϊκό και συνακόλουθα η οικουμενικότητα αναφέρεται στη συμπερίληψη των πάντων στην προοπτική αυτή.
Β. Ν. Τατάκης, Η βυζαντινή φιλοσοφία.  ( Καλαμπουρτζή Ε. μτφρ., Μπενάκης Λ., επιμ.), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977, σ.3.
[8]  Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.12.
[9] Χρ. Σταμούλης, Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη, αισθητική της Ορθοδοξίας. Ακρίτας, Αθήνα, 2010,
σ.136
[10]  Φ. Ντοστογιέφσκι, Εγώ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Εκμυστηρεύσεις και στοχασμοί. ( Π. Σταθογιάννης, μτφρ.), Εκ Βαθέων, Αθήνα, 2011, σ.49
[11] Φ. Ντοστογιέφσκι, Εγώ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Εκμυστηρεύσεις και στοχασμοί. ( Π. Σταθογιάννης, μτφρ.), Εκ Βαθέων, Αθήνα, 2011, σ.38.
[12] Ης. 53, 2-3, Με του Κυρίου το θέλημα ο δούλος του αναπτύχθηκε σαν τρυφερό φυτό και σαν τη ρίζα που σε ξεραμένη γη φυτρώνει. Ελκυστικός δεν ήταν ούτ’ ωραίος, ώστε να τον προσέξουμε· ούτε η παρουσία του ήταν τέτοια, που να τον αγαπήσουμε. 3Ήτανε περιφρονημένος απ’ τους ανθρώπους κι εγκαταλελειμμένος· άνθρωπος φορτωμένος θλίψεις, του πόνου σύντροφος, έτσι που να γυρίζουν απ’ αλλού οι άνθρωποι το πρόσωπό τους. Τον αγνοήσαμε σαν να ’ταν ένα τίποτα, του δώσαμε την καταφρόνια μας, κι εκτίμηση ούτε μια στάλα.
Για το θέμα αυτό βλ. Ε. Μουτσόπουλου, Οι αιθητικές κατηγορίες. Εισαγωγή σε μιαν αξιολόγηση του αισθητικού αντικειμένου. Αρσενίδη, Αθήνα, 1996, σ.29
[13] Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι η  απώλεια του προσώπου πραγματοποιείται μέσω της υπαγωγής του ανθρώπου στην υπολογιστική σκέψη, η οποία εκφράζεται στην ορθολογική οργάνωση της ζωής και την υπακοή στους απρόσωπους κανόνες, οι οποίοι συγκροτούν τη γραφειοκρατία και τις επιχειρήσεις. Η υπακοή στους κανόνες εκλαμβάνεται ως ηθική συμπεριφορά, ενώ ταυτόχρονα το συναίσθημα και η προσωπική ηθική συνείδηση θεωρούνται περιττά καθώς εμποδίζουν την υλοποίηση της ορθολογικά σχεδιασμένης διαδικασίας.[13]  Επιπλέον, η αποπροσωποποίηση των κοινωνικών σχέσεων συντελείται από την αβεβαιότητα και την αστάθεια που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κόσμο, αφού τα γεγονότα της ζωής βιώνονται και εκλαμβάνονται αποσπασματικά εμποδίζοντας την δημιουργία του αισθήματος της συνέχειας και άρα της νοηματοδότησης του βίου, καθώς η ιδέα του μέλλοντος χάνει το νόημα της μια και είναι  αδύνατον να σχεδιαστεί εντασσόμενο σε ένα σχέδιο  ζωής. Η αποσπασματικότητα, η ταχύτητα των αλλαγών και η εναλλαγή των σχέσεων και των εμπειριών δεν επιτρέπει στους ανθρώπους την δέσμευση και τη θυσιαστικότητα που απαιτεί η καλλιέργεια και η ανάπτυξη των δεσμών με αποτέλεσμα τη δημιουργία του αδέσμευτου εαυτού που μετατρέπεται σε καταναλωτή και κυνηγό πρόσκαιρων εμπειριών. Η ιδέα του αδέσμευτου εαυτού συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην απώλεια του ηθικού κέντρου, μιας και ο άνθρωπος παραμένει προσανατολισμένος στον εαυτό του, αρνούμενος να σχετιστεί με τους άλλους με σχέσεις αγάπης, ενδιαφέροντος και φροντίδας. Ωστόσο, η στάση αυτή έχει συνέπειες για τον πολιτισμό της ύστερης νεωτερικότητας, καθώς ο αδέσμευτος  εαυτός  βιώνει το κενό και τη συναισθηματική πείνα από την απουσία νοήματος και σκοπού στη ζωή. Επιπλέον, καθώς οι σύγχρονοι άνθρωποι γεννιούνται από γονείς που είναι προσανατολισμένοι στην εαυτό τους, βιώνουν ένα ναρκισσιστικό πλήγμα και οδηγούνται στη δημιουργία του «ψευδή εαυτού»,  ο οποίος αντικαθιστά τον αυθεντικό εαυτό.  Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ο Z. Bauman επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Ε. Λεβινάς, υποστηρίζει ότι η επανεύρεση της ηθικής στάσης συνίσταται στην αντίληψη της ύπαρξης ως συνύπαρξης, την αναγνώριση της αξίας του ανθρώπινου προσώπου και την ανάληψη της ηθικής ευθύνης απέναντι στον συνάνθρωπο ανεξάρτητα από τις επιμέρους εκφάνσεις τις συμπεριφοράς του. A. Renaut,  Η Φιλοσοφία. ( Μπετζέλος Τ., μτφρ.), Πόλις, Αθήνα, σ. 116.
[14] «Αγάπη». Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Τα Δεκατετράστιχα» και είναι μια ύμνος στην αγάπη, που αναδεικνύει τη δύναμή της στη διαμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα από την ποίηση, ο Παλαμάς εκφράζει ότι χωρίς την αγάπη, οτιδήποτε χάνει την ουσία και την πραγματικότητά του.
[15] Ferenczi S. (1929). The unwelcome child and the Death-instinct. International
Journal of Psychoanalysis, 10, 125-129.
[16] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.27.
[17] Κ. Βαγκενπαχ, Φραντς Κάφκα,. Η ζωή και το έργο του. ( Ματσούκας Ν., μτφρ.), Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1968, σ.18
[18] A. Miller, Η απαγορευμένη γνώση.  ( Τσινάρη Π., μτφρ.),  Ροές, Αθήνα,  2011, σ.146
[19] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.32
[20] Vl. Lossky,  Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας.  ( Πλευράκη Σ., μτφρ.), Θεσσαλονίκη, 1964, σ.239.
[21] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.32
[22] Π. Θωμά, Μια ανέφικτη ανάσταση, Σχόλιο στη μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα. Αρμός, Αθήνα, 2024, σ.42
Ο Περικλής  Αγγελόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Θεολογίας

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.