Μια φιλόζωη φωνή από την Ελληνική αρχαιότητα
Σχ. 1
Αλήθεια, δεν αφανίζεται η ζωή ούτε χάνονται τα προς το ζην για τους ανθρώπους, αν δεν έχουν πιατέλες με ψάρια2 μήτε συκώτια από χήνες3 ούτε αν δεν τεμαχίζουν βόδια μηδέ κατσίκια για γλεντοκόπι ούτε αν από βαρεμάρα στα θέατρα και διασκεδάζοντας στα κυνήγια δεν αναγκάζουν άλλα ζώα να ορμούν και να μάχονται παρά τη θέλησή τους, κι αν δεν σκοτώνουν άλλα, όσα δεν είναι στη φύση τους να αμύνονται.
΄Οποιος παίζει και διασκεδάζει νομίζω ότι πρέπει να έχει συμπαίκτες και μάλιστα χαρούμενους, όχι, όπως έλεγε ο Βίων4 ότι τα παιδάκια βάζουνε σημάδι με τις πέτρες τα βατράχια παίζοντας, με τα βατράχια όμως να μην πεθαίνουν παίζοντας αλλά στ’ αλήθεια· [όχι δεν πρέπει] έτσι να κυνηγούν [οι άνθρωποι] και να ψαρεύουν, διασκεδάζοντας με ζώα που πονούν και πεθαίνουν, και άλλα απομακρύνοντάς τα από τα μικρά τους και τα πουλάκια τους με τρόπο θλιβερό. Αλήθεια, δεν αδικούν όσοι χρησιμοποιούν τα ζώα, αλλά όσοι τα χρησιμοποιούν προκαλώντας τους κακό με αδιαφορία και σκληρότητα.
1)Στο έργο του αυτό ο πολυγραφότατος Χαιρωνεύς βιογράφος και φιλόσοφος (περ. 50-120 μ. Χ.) πραγματεύεται τη νοημοσύνη των ζώων. Στο πλαίσιο μιας διεξαγόμενης συζήτησης, προσπαθεί να αποδείξει ότι όλα τα ζώα είναι όντα λογικά, έχουν μερίδιο στη σκέψη και στο λογικό, και στρέφεται κατά των απόψεων των Στωικών. Η πραγματεία αρχίζει με δύο συνομιλητές, τον Αυτόβουλο, τον πατέρα τού Πλουτάρχου, και τον επίσης Χαιρωνέα Σώκλαρο. Ο Αυτόβουλος επικρίνει «την αναισθησία και την αγριότητα» των ανθρώπων που εθίστηκαν στο κυνήγι και στον σκοτωμό των ζώων, χωρίς να αποστρέφονται το αίμα και τα τραύματά τους, αλλά νιώθοντας ευχαρίστηση με τη σφαγή και τον θάνατό τους. Αναφέρεται στο πώς άρχισαν οι άνθρωποι να τρώνε το κρέας ζώων και έφτασαν στο σημείο να διαμελίζουν και να τεμαχίζουν την ήμερη χήνα και το περιστέρι όχι για να φάνε επειδή πεινούσαν, αλλά για ηδονή και ως λιχουδιά, «ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο ό, τι αιμοχαρές και κτηνώδες ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση και το έκαναν άκαμπτο στον οίκτο, ενώ άμβλυναν κατά πολύ το ήμερο». Επιδοκιμάζει τη θέση τού Πυθαγόρα « ότι δεν διαπράττουν αδικία όσοι τα μεν αντικοινωνικά και εντελώς βλαβερά ζώα τα τιμωρούν και τα σκοτώνουν, ενώ τα ήμερα και φιλικά προς τον άνθρωπο τα τιθασεύουν και τα κάνουν βοηθούς στην εργασία, για την οποία είναι από τη φύση του κατάλληλο το καθένα», όπως τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα βόδια και τα σκυλιά που τα έχουν οι άνθρωποι για φύλακες, όταν βόσκουν κατσίκια και πρόβατα.
Και συνεχίζει με το χωρίο που παραθέτουμε.
Στη χαρακτηριστική εικόνα “Απεικόνιση αναγλύφου που παρουσιάζει Αιγύπτιους να ταΐζουν με τη βία χήνες”
2)Για το ψάρι ως εκλεκτή τροφή τού αρχαίου ΄Ελληνα βλ. το άρθρο μας:
3) Για το συκώτι χήνας ως απολαυστικό έδεσμα βλ. το κείμενό μας:
4)Πιθανολογείται ότι πρόκειται για τον κυνικό φιλόσοφο του 3ου αι. π. Χ. Βίωνα τον Βορυσθενίτη (από τον τόπο καταγωγής του παρά τον Βορυσθένη ποταμό, όπως ονόμαζαν οι ΄Ελληνες τον Δνείπερο).