Ο χαρταετός έλαμπε, καρφωμένος στον ουρανό. Τα χρώματά του – κόκκινα, μπλε, κίτρινα, πράσινα, με κυρίαρχο το μωβ – έσμιγαν με το φως του ήλιου, ζωγραφίζοντας τον ουρανό σαν ουράνιο τόξο, χάρτινο και μαγικό. Το κορίτσι τον κοιτούσε με βλέμμα βαθύ, φευγάτο, και τα μάτια της τον ακολουθούσαν σαν μαγνήτης – λαχταριστά, παθιασμένα, σχεδόν ερωτικά. Όσο ψηλότερα πετούσε, τόσο πιο έντονα φλεγόταν η ματιά της, σαν να ήθελε να τον καταπιεί, να τον φυλακίσει πίσω από τα βλέφαρά της.
Όταν εκείνος κατέβηκε στο ύψος της καρδιάς της, τον τράβηξε με λαχτάρα και θώπευσε τις πολύχρωμες μπαρμπέτες του, χωρίς φραγμούς, σαν να άγγιζε τον ίδιο τον ουρανό. Το θρόισμα του χαρτιού έγινε τραγούδι στ’ αυτιά της, ένας ήχος μυστικός, σαν ανάσα που βρίσκει σώμα ν’ ακουμπήσει. Τα καλάμια, λεπτά και εύκαμπτα, ανταποκρίθηκαν στην αφή της, πάλλονταν στην παλάμη της, χόρευαν στον παλμό της. Κι ύστερα ο χαρταετός γλίστρησε στα μαλλιά της, ακουμπώντας το χαρτί του στο μέτωπό της σαν ένα φιλί χωρίς στόμα. Για πρώτη φορά ένιωσε πως ο ουρανός ήταν πολύ μεγάλος, πολύ άδειος, πολύ κρύος. Ήθελε να πάψει να πετά. Να μείνει. Να βυθιστεί μαζί της.
Τα χείλη του – αν μπορούσε να έχει – θα την είχαν φιλήσει. Αντί γι’ αυτό, το χαρτί άγγιξε τα βλέφαρά της και βούλιαξε στο γαλάζιο των ματιών της. Το μπλε του ουρανού φάνηκε λίγο. Ευχήθηκε να κοπεί ο σπάγκος για να μείνει κοντά της. «Αυτό είναι η αγάπη», σκέφτηκε μέσα στη σιωπή που τρεμόσβηνε ανάμεσά τους. «Όχι η ανάταση… η εγκατάλειψή της», ψέλλισε.
Και η ουρά του τυλίχθηκε γύρω από τον λαιμό της. Στην αρχή ήταν απαλό χάδι, μετά αγκάλιασμα, ύστερα όρκος, και τέλος μοίρα. Η ανάσα της κόπηκε για μια στιγμή. Ο χαρταετός πάλευε να μείνει, εκείνη πάλευε να κρατήσει. Σπάγκος, χαρτί, βλέμμα, δέρμα – έγιναν ένα.
Στον ουρανό έμεινε μόνο το φως. Στο χώμα, ένα κορμί με μάτια γυάλινα, και στα χέρια του μια σκισμένη μπαρμπέτα – σαν κορδέλα που λύθηκε από τα μαλλιά της αγάπης. Ο αγέρας τον φυσούσε ανάμεσα σε ξερά στάχυα, τα καλάμια του ραγισμένα, το χαρτί του σκισμένο στις άκρες. Κανείς δεν φανταζόταν πως κάποτε αυτό το κορμί πετούσε με τέτοια χάρη. Κι όμως, στο κέντρο του, εκεί όπου άλλοτε πάλλονταν η ψυχή της πτήσης, ήταν ακόμη ζεστό το σημείο που άγγιξε το βλέμμα της.
Ένας μαυροφορεμένος άντρας, με βήμα σιωπηλό και βλέμμα βαρύ, τον βρήκε το απόβραδο. Τον σήκωσε σαν να ήξερε τι να κρατήσει, τι να αφήσει. Τον πήρε σπίτι και τον κρέμασε από το ταβάνι, πάνω από το παλιό του ραδιόφωνο. Τώρα, κάθε φορά που φυσάει, ο χαρταετός τρίζει ελαφρά, σαν μουσική αλλόκοτη, σαν ανάμνηση. Κάποιοι λένε πως είναι ο αγέρας. Άλλοι πως είναι ο σπάγκος που αρνείται να ξεχάσει – και οι ξανθές μπούκλες που τυλίγονται γύρω του, αθόρυβα και πεισματικά. Μα εκείνος ξέρει. Είναι η αγάπη που, όσο κι αν πονά, δεν πετά πια — σφιγμένη στο βλέμμα που την κρατά, παγιδευμένη στου αγέρα τις ριπές. Δεν παύει να μοιρολογά:
Ο σπάγκος τρίζει –
η μνήμη της ανάσας
ακόμα πάλλεται.
Κορμί χαμένο στο φως·
έρωτας που δεν πετά.
Κρύος αγέρας·
στην ουρά του κρέμεται
ανάσα τέλους.
Η κόρη δεν πετά πια·
τραβάει σφιχτά σκοινιά.
Κι όταν η κάμαρη βουβαίνεται, ο χαρταετός δεν ησυχάζει. Αναδεύεται η μπαρμπέτα του και μάλιστα στη ρίζα του σπάγκου, εκεί όπου έχουν φωλιάσει ξανθές τρίχες, ένα γαλάζιο στίλβει — όχι χρώμα, όχι φως, μα βλέμμα. Ένα βλέμμα που δεν ανήκει πια σε κανέναν κι έτσι δεν παύει ποτέ να κοιτάζει.
Χωρίς όνομα,
στης κάμαρης την άκρη—
χωρίς σώμα.
Αχνή σιωπή… αγέρας·
του έρωτα το θύμα.
.
