You are currently viewing Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Θεοφάνη Λ. Παναγιωτόπουλου, Ο Χείμαρρος Των Κέδρων (εκδ. Οδός Πανός, 2022, ISBN 978-960-477-366-4)

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Θεοφάνη Λ. Παναγιωτόπουλου, Ο Χείμαρρος Των Κέδρων (εκδ. Οδός Πανός, 2022, ISBN 978-960-477-366-4)

Σώματα, πόνος και αναμονή:

Η ποιητική συλλογή Ο Χείμαρρος των Κέδρων  του Θεοφάνη Λ. Παναγιωτόπουλου συνιστά μία ιδιαίτερα σημαντική και αναγνωρίσιμη προσθήκη στο τοπίο της πρόσφατης ελληνικής ποίησης. Η αξία της δεν προκύπτει μόνο από τη θεματική της προοπτική, αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο κατορθώνει να συνδέσει την εμπειρία της Μεγάλης Εβδομάδας με τη σύγχρονη αστική πραγματικότητα της Αθήνας. Η πόλη δεν προβάλλεται ως μεταφυσικός τόπος ούτε ως εξιδανικευμένη κοιτίδα ταυτότητας· αντίθετα, παρουσιάζεται ως χώρος τραύματος, απώλειας και αθόρυβης ανθρώπινης δοκιμασίας. Η ποιητική σύνδεση του ιερού με το καθημερινό λειτουργεί όχι ως αισθητικός εντυπωσιασμός, αλλά ως αναζήτηση βαθύτερου νοήματος μέσα στην ταλάντευση ανάμεσα στον πόνο και στην προσδοκία λύτρωσης.

Ο Παναγιωτόπουλος δεν επιχειρεί να αναπαραγάγει γραμμικά το ευαγγελικό αφήγημα ούτε ενδιαφέρεται για μια τυπική θρησκευτική ευλάβεια. Το πάθος του Χριστού λειτουργεί ως αρχέτυπο ατομικής και συλλογικής εμπειρίας: η προδοσία, η εγκατάλειψη, η σιωπή ενώπιον του θανάτου, η αγωνία για νόημα και η επιθυμία για λύτρωση αναδύονται ως διαρκώς επαναλαμβανόμενα μοτίβα στον ανθρώπινο βίο. Αυτό που αλλάζει είναι οι τόποι, τα σώματα, οι κοινωνικές συνθήκες — όχι η δομή της ανθρώπινης δοκιμασίας.

Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής αποτελεί κομβικό σημείο πρόσληψης. Ο Χείμαρρος των Κέδρων, ο τόπος ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και στη Γεθσημανή, δεν είναι απλώς μια γεωγραφική αναφορά. Είναι ο «μεταίχμιος» τόπος, το κατώφλι πριν από το Πάθος. Εκεί ο Ιησούς περνά πριν από τη σύλληψή του. Στο έργο του Παναγιωτόπουλου, ο χείμαρρος λειτουργεί ως μεταφορά της μετάβασης από τη γνώριμη τάξη της ζωής προς την αβεβαιότητα της απώλειας. Κάθε άνθρωπος, σε κρίσιμες στιγμές της ζωής του, καλείται να διαβεί τον δικό του χείμαρρο, να προχωρήσει προς την εμπειρία της δοκιμασίας χωρίς βεβαιότητα σωτηρίας. Οι κέδροι, σύμβολα μακροβιότητας, μνήμης και ταφής, προσδίδουν βάθος και αντοχή στο πένθος. Σηματοδοτούν ότι ο πόνος δεν είναι στιγμιαίος, αλλά μια διαδικασία συσσώρευσης που εγγράφεται στο σώμα και στην ψυχή.

Κομβικό σημείο πρόσληψης αποτελεί ο τίτλος. Ο Χείμαρρος των Κέδρων —ο τόπος ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και στη Γεθσημανή— δεν είναι απλώς μία γεωγραφική αναφορά, αλλά ο «μεταίχμιος» τόπος, το κατώφλι πριν από το Πάθος. Στο έργο του Παναγιωτόπουλου, ο χείμαρρος μετατρέπεται σε μεταφορά της μετάβασης από τη γνώριμη τάξη της ζωής προς την αβεβαιότητα της απώλειας. Κάθε άνθρωπος, στις κρίσιμες στιγμές του, καλείται να διαβεί τον δικό του χείμαρρο. Οι κέδροι, σύμβολα μακροβιότητας και μνήμης, προσδίδουν στο πένθος βάθος και αντοχή, σηματοδοτώντας ότι ο πόνος δεν είναι στιγμιαίος, αλλά μια διαδικασία συσσώρευσης που εγγράφεται στο σώμα και στην ψυχή.

 

Το μότο του Γεχούντι Μενουχίν —«Κάθε γέννηση πρέπει να σφραγιστεί από έναν θάνατο»— εισάγει το έργο σε ένα φιλοσοφικό επίπεδο: ζωή και θάνατος δεν αποτελούν αντίθετες καταστάσεις, αλλά δύο όψεις της ίδιας αρχής. Οι μνήμες, «προχωρώντας αγέρωχες στον Γολγοθά τους», δεν λειτουργούν ως νοσταλγία, αλλά ως ενεργό βίωμα της απώλειας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα με το άδειο βενζινάδικο και την αυτοκτονία: …Στην άκρη του δρόμου, πίσω από ένα άδειο βενζινάδικο./ Κάποτε ήταν το καλύτερο της πόλης./ Έπειτα η οικονομική κρίση./ Το αφεντικό απέλυσε./ Λάδωσε./ Έδωσε./ Στο τέλος, αυτοκτόνησε./ Λούστηκε με βενζίνη και με ένα σπίρτο φώναξε:/ Ανέστη!… (σ. 12). Η βίαιη αντίθεση ανάμεσα στο «Ανέστη» και στο τέλος του ανθρώπου δείχνει πώς το ιερό, όταν αποκοπεί από το βίωμα, μετατρέπεται σε σπαραγμό. Η Ανάσταση δεν εμφανίζεται ως βεβαιότητα, αλλά ως κραυγή απέναντι στην απόλυτη απελπισία.

Η Αθήνα της συλλογής είναι μια πόλη πληγωμένη, γεμάτη σιωπηλές μαρτυρίες ανθρώπων που ζουν στο όριο. Ενδεικτική η φράση «Καιρός ακατάλληλος για Ανάσταση» (σ. 11), που κωδικοποιεί το συλλογικό αίσθημα μετά από χρόνια οικονομικής και ψυχικής κρίσης: δεν έχουν χαθεί μόνο υλικά στοιχεία, αλλά και η προσδοκία ενός «μετά».

Η ποιητική γραφή του Παναγιωτόπουλου είναι έντονα εικονιστική, με μακρές ποιητικές ενότητες που θυμίζουν κινηματογραφικά πλάνα. Οι εικόνες αλλάζουν απότομα, όπως η σκέψη και η μνήμη. Η συνύπαρξη υψηλής λυρικότητας και καθημερινής γλώσσας όχι μόνο δεν αποδυναμώνει το ιερό, αλλά το επαναφέρει μέσα στον κόσμο: Μαρία Μαγδαληνή/ μην ξεχάσεις/ το μύρο/ στο αρωματοπωλείο/ έχουν εκπτώσεις/ απόψε/ για τα πόδια Του (σ. 30).

Χαρακτηριστική είναι η μεταγραφή των σταθμών της Μεγάλης Εβδομάδας: Στη «Μεγάλη Δευτέρα» (σ.19), ο Ιωσήφ παρουσιάζεται όχι ως βιβλικός ήρωας, αλλά ως νέος της πόλης που χάθηκε άδικα: …Ο Ιωσήφ τρέχει ανάμεσα από μπύρες, emmer και/ αποξηραμένα δαμάσκηνα με τον Καζαμία στην τσέπη/ Τ’ αδέλφια του, ξαποσταίνουν κάτω από την κίτρινη συκιά/ Γύρω νεροποντή/Ο μετεωρολόγος δεν το πρόβλεψε χθες στην TV… Η μάνα που θρηνεί θυμίζει την Παναγία, αλλά χωρίς θεϊκή υπόσχεση παρηγοριάς· ο πόνος της γίνεται καθολικός, ανθρώπινος, αναπόδραστος.

Στο πεζοποίημα «Μεγάλη Τρίτη» (σ.20), η Παραβολή των Δέκα Παρθένων μετασχηματίζεται σε αλληγορία για την επιθυμία και την εξάντληση του σώματος. Η αναμονή του Νυμφίου γίνεται αναμονή για αγάπη, για αγκαλιά, για νόημα — αναμονή που συχνά οδηγεί σε ματαίωση: …Η Κασσιανή –σαν από μηχανής θεός– το επέστρεψε στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Όταν ξύπνησαν από τον λήθαργο, είδαν την πόρνη του Λουκά σκυμμένη στα πόδια του Νυμφίου. Το πηγάδι γεμάτο νερό και τα λυχνάρια τους σβηστά. Οι φλόγες των λυχναριών καίνε τις επιθυμίες τους.

Στη «Μεγάλη Πέμπτη» (σ.22), ο Μυστικός Δείπνος μεταφέρεται σε ταχυφαγείο με φτηνό κρασί. Ο Ιούδας δεν είναι δαιμονοποιημένος: η προδοσία παρουσιάζεται ως φόβος, αδυναμία, ανάγκη για επιβίωση. Το ιερό επιστρέφει στη σάρκα, στην πείνα, στην ανάγκη: Ο Ιούδας σηκώνεται σαν άνεμος και εξαφανίζεται. Η Ιστορία τρέχει πίσω του. Η Μάρθα ανεβάζει τα decibel των ηχείων. Το πουγκί με τα αργύρια βρίσκονται στα χέρια του μαθητή. Η ιστορία σκοντάφτει. Δακρύζει. Ώσπου να επουλώσει τα τραύματά της, ο Κύριος και οι ένδεκα διαβαίνουν τον χείμαρρο Κέδρων…

Στο «Μεγάλο Σάββατο» (σ.25), η κορύφωση δεν είναι η Ανάσταση, αλλά η αναμονή: Μεγάλο Σάββατο/πληθαίνουν τα αδιέξοδα/ για την επαύριον/ο Λάζαρος αμίλητος/κοιτάζει την γυναίκα/στον τηλεφωνικό θάλαμο/ να καλεί τον γιό της/ Συρία, Καμπούλ, Κουρδιστάν/δεν απαντά κανείς/σπαράζει εκεί/ καταμεσής του δρόμου/ένα Μ. Σάββατο/που τρέχουν/στα εμπορικά/οι Μάρθες και οι Μαρίες

Ένα από τα σταθερότερα μοτίβα της συλλογής είναι το σώμα: κουρασμένο, λατρεμένο, ματωμένο, επιθυμητό, ευάλωτο. Το πάθος δεν είναι μεταφυσικό — είναι σωματικό. Εξίσου έντονη είναι η παρουσία της προσφυγιάς: Συρία, Καμπούλ, Κουρδιστάν λειτουργούν ως σύγχρονοι τόποι μαρτυρίου. Η συλλογή λαμβάνει έτσι οικουμενική διάσταση.

Η κορύφωση δεν είναι η βεβαιότητα της Ανάστασης αλλά το ανοιχτό της ενδεχόμενο. Το βιβλίο δεν προσφέρει παρηγορία ούτε καταλήγει σε θριαμβευτικό λυτρωμό. Μένει ως μια σιωπή που ζητά απάντηση: Το Πάσχα/ είναι καταδικασμένο/ ν’ ανασταίνει/ από κεκοιμημένους/ μέχρι παλιά αμαρτήματα (σ. 46).

Συνοψίζοντας, Ο Χείμαρρος των Κέδρων αποτελεί έργο υψηλής ευαισθησίας και ωριμότητας. Προσεγγίζει την πνευματικότητα χωρίς διδακτισμό, το κοινωνικό βίωμα χωρίς ρητορικό εύκολο δράμα, τον πόνο χωρίς μελοδραματισμό. Με μια γλώσσα πυκνή, ρυθμική και εικονιστική, ο Παναγιωτόπουλος κατορθώνει αναδεικνύει ότι η ιερότητα δεν βρίσκεται κάπου μακριά, αλλά εντός μας — στο σώμα, στην πόλη, στη σχέση με τον άλλον. Και αφήνει το ερώτημα να αιωρείται (σ.46): Πώς ξοδέψαμε/ τόση Άνοιξη/ για μια αναμφιβόλου ποιότητας/ Ανάσταση;

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.