You are currently viewing Roddy Doyle: Το Βαν (απόσπασμα). Μτφρ.: Παυλίνα Παμπούδη

Roddy Doyle: Το Βαν (απόσπασμα). Μτφρ.: Παυλίνα Παμπούδη

………………………………………………………………………………..

Ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν. Ήταν η πιο ζεστή μέρα, μέχρι στιγμής,  υπολόγισε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. Περίμεναν μόνο την Σάρον.

—Τι ειν’ αυτό; είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Χριστέ μου.

Η Σάρον είχε μαζί της την Τζίνα, στο καροτσάκι.

—Η μαμά δεν μπορεί να την προσέχει κι οι δίδυμες δεν θέλουν, είπε πριν την ρωτήσει ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Δεν μπορείς να πάρεις το μωρό-

—Δώσε ένα χεράκι, είπε η Σάρον.

Έκανε τον γύρο και άνοιξε την πίσω πόρτα. Σκαρφάλωσε.

—Χριστέ μου!

Η ζέστη την χτύπησε.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος σήκωσε το καροτσάκι με την Τζίνα και της το έδωσε.

—Είναι επικίνδυνα, γαμώτο- είπε.

—Θα είμαστε μια χαρά_ έτσι δεν είναι, Τζίνα;

Η Τζίνα κοίταζε γύρω της. Της άρεσαν αυτά που έβλεπε. Προσπάθησε να ελευθερωθεί. Η Σάρον στήθηκε μπροστά στον πάγκο του φεγγίτη και κράτησε το καρροτσάκι κοντά της, ανάμεσα στα πόδια της.

—Δεν ξέρω- είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Έκλεισε την πόρτα.

Ο Μπίμπο ξεκίνησε πολύ προσεχτικά. Ένας γέρος με δεκανίκια θα πήγαινε πιο γρήγορα.

—Θα έχει σκοτεινιάσει, γαμώτο, μέχρι να φτάσουμε, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Δεν θέλω να γίνω υπεύθυνος ατυχήματος, του είπε ο Μπίμπο. -Ειδικά με ένα μωρό.

Φτάσαν όμως. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έβαλε την Τζίνα να καθήσει πάνω σ’ ένα ράφι και της έδωσε μια Τουίξ για να την κρατήσει φρόνιμη για λίγο_ και η Σάρον έκλεισε το καροτσάκι και το τοποθέτησε πάνω απ’ την θέση του οδηγού. Δεν ήταν κι άσχημα έτσι. Ο Μπίμπο έδειξε στην Τζίνα πώς γίνεται το κουρκούτι και την κατέβασε από το ράφι και την άφησε να βουτήξει μέσα ένα κομμάτι μπακαλιάρο. Αυτό ήταν λάθος, γιατί τώρα η Τζίνα ήθελε να τα βουτάει όλα στο κουρκούτι, ακόμα και τον εαυτό της. Ήταν όμως όμορφα να την έχεις μαζί σου εκεί, στο Βαν. Ήταν κατά κάποιο τρόπο συναρπαστικό, έτσι όπως έδιναν παράσταση για χάρη της. Ο Μπίμπο την ξανατοποθέτησε στο ράφι εκεί που δεν μπορούσε να κάνει ζημιά, και ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος της έδωσε το άλλο μισό της Τουίξ.

Κόντεψε όμως να πέσει μέσα στην φριτέζα. Είχε κυλήσει κοντά και είχε σκύψει από πάνω για να δει τις φουσκάλες του λαδιού_ ο καπνός, όταν την πήρε είδηση ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος την έκανε να βήχει και να μουγκρίζει. Δεν την έσωσε στην πραγματικότητα, γιατί η Τζίνα δεν έπεσε, είπε όμως στην Σάρον πως την έσωσε. Το φτωχό το πλασματάκι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα κι έτσι ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος την έβαλε πάνω στον πάγκο του φεγγίτη για να στεγνώσει. Μια ομάδα πιτσιρίκες την είδαν και πλησίασαν να την χαζέψουν και της έλεγαν γεια και της κουνούσαν το χέρι, φυσικά όμως, δεν αγόρασαν τίποτα.

—Παίρνεις απο ’κει το αλατοπίπερο, γλύκα; ζήτησε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος από μια πιτσιρίκα.

—Παρ’ το μόνος σου, είπε αυτή.

΄Απομακρύνθηκαν όλες, χαχανίζοντας.

—Που να πάθεις καρκίνο του δέρματος! βρυχήθηκε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος ξοπίσω τους.

—Χριστέ μου, μπαμπά!

—Σκύλες!

—Κίλες! είπε ξοπίσω τους κι η Τζίνα.

—Μπράβο καλό κορίτσι, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Δεν μπορούσαν να την κρατήσουν πάνω στον πάγκο πρώτον γιατί εμπόδιζε και δεύτερον γιατί έγερνε με κίνδυνο να πέσει έξω. Έτσι, ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος πήγε στους αμμόλοφους και βρήκε μια σανίδα. Την έφερε στο Βαν, την σκούπισε και χρησιμοποίησε ένα απ’ τα μπουκάλια για να την καθαρίσει με νερό. Ήταν αρκετά μακριά για να φτάνει μέχρι το δοχείο με τις πατάτες. Φτιάχτηκε έτσι ένα κάθισμα για την Τζίνα μακριά από την επικίνδυνη περιοχή. Παραπονέθηκε λίγο. Η σανίδα ήταν βρεμένη. Ο Μπίμπο της έβαλε ένα πανί από κάτω.

Το σερβίρισμα ήταν εδώ πιο εύκολο απ’ όσο στην βραδινή δουλειά,  γιατί οι άνθρωποι δεν κάναν σαν τρελοί. Ήταν καλά_ ένα κλιμακούμενο, σταθερό, ρεύμα πελατών. Του Τζίμμι του πρεσβύτερου του άρεσε αυτό. Ήταν ένας ωραίος τρόπος ν’ αρχίζεις την εργάσιμη μέρα.

—Έχετε πικάντικα μπιφτέκια, κύριε;

—Υπάρχουν στο μενού, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, όχι όμως κακότροπα.

—Α, μάλιστα, είπε ο νεαρός. -Πόσο έχουν;

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος του έδειξε την τιμή στον κατάλογο.

—Ορίστε, κοίτα.

—Α, μάλιστα.

Το παιδί ήταν μάλλον χαζό, θα έλεγε. Ήταν ο τρόπος που κρεμόταν το στόμα του.

Θέλεις και πατατάκια; τον ρώτησε.

—Ναι.

—Λεφτά, έχεις;

Έρχεται η μαμά μου, είπε ο νεαρός.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Μήπως θέλει τίποτα κι αυτή;

—Τι;

—Είναι μακριά;

—Έρχεται.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Ο καημένος ο μικρός. Θα του έδινε την παραγγελία του, ακόμα κι αν δεν ερχόταν η μαμά του. Γύρισε να πάρει ένα πικάντικο μπιφτέκι.

—Τι στο διάβολο-

—Τι;

—Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό εδώ, γαμώτο!

Η Σάρον άλλαζε την πάνα της Τζίνα.

Τον Χριστό της. Αν περνούσε κανένας του υγειονομικού, ή κανένας αστυφύλακας κι έβλεπε το κωλαράκι του μωρού κάτω απ’ την μύτη του, θα την είχαν βάψει. Ή ο Μίστερ Γουίππερ, από την άλλη μεριά του περιφεριακού. Αν έβλεπε τι έκανε η Σάρον, θα έτρεχε κάτω στο τμήμα του Ράχενυ να τους καταγγείλει  και θα έπαιζε το Τέντυ Μπίαρ Πίκνικ σ’ όλη την διαδρομή.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έκλεισε τον φεγγίτη.

—Ένα λεπτό. είπε στο παιδί που περίμενε απ’ έξω.

—Κάνε γρήγορα, είπε στην Σάρον. -Βιάσου! Και πρόσεξε μην στάξει μες στα πατατάκια.

Η Σάρον χαχάνισε. Ο Μπίμπο έφτιαχνε κουρκούτι πιο πέρα. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακριβώς_ μπορούσες να διακρίνεις τα πάντα. Αλήθεια, ήταν όμορφα.

—Τέλειωσες;

—Σχεδόν.

Η Σάρον έβαλε την μεταχειρισμένη πάνα σε μια πλαστική σακούλα και μετά, στην τσάντα της.

—Ο καημένος ο μαλάκας που θα σου κλέψει την τσάντα… είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Γέλασαν, κι ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος άνοιξε τον φεγγίτη. Το παιδί ήταν ακόμα εκεί.

—Είσαι ακόμα εδώ, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Η μαμά μου έρχεται, είπε ο νεαρός.

—Τυχερή γυναίκα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Μπαμπά!

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έριξε το πικάντικο μπιφτέκι στο λάδι.

—Τώρα.

Έβαλε μερικά πατατάκια σε μια σακούλα, ωραία, μεγάλα πατατάκια και τα έδωσε στον νεαρό.

—Πάρε, όσο περιμένεις, είπε.

 

—Ένα τέτοιο κι ένα απ’ αυτά, παρακαλώ.

—Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος κοίταξε να δει ποιός μίλησε. Ήταν ένας άντρας, περίπου συνομήλικος του, που φορούσε ένα φανελάκι Χαβάη 5-0 κι ήταν κουρεμένος α λα Βόμπυ Τσάρλτον. Ο Μπίμπο έριξε ένα κομμάτι μπακαλιάρο στην φριτέζα.

—Ωραία μέρα και σήμερα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στον άντρα.

—Εμείς την χαλάμε, είπε αυτός.

—Πώς είναι το νερό σήμερα; ρώτησε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Αισχρό, είπε ο άντρας. -Βρωμερό, σιχαμερό. Δεν θ’ άφηνες ούτε τον  χειρότερο εχθρό σου να κολυμπήσει εκεί μέσα.

—Θα τον άφηνα, του είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Ένα λεπτό.

—Δεν βιάζομαι.

Η Σάρον έδωσε το πικάντικο μπιφτέκι και τα πατατάκια στον πιτσιρικά. Δεν τα πήρε.

—Η μαμά μου έρχεται, είπε.

—Είσαι εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Πάρ’ τα. Μπορεί να μας πληρώσει όταν έρθει_ πάρ’ τα.

Η Τζίνα άρχισε να τραγουδάει.

—ΟΛΕ -ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ-

Την συνόδεψαν όλοι.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έβγαλε τον μπακαλιάρο από την φριτέζα, τον τίναξε να πέσει το λάδι, τον έβαλε σε μια σακουλίτσα και μετά στην καφετιά σακούλα_ ήταν ένα επιβλητικό, μεγάλο κομμάτι ψάρι. Η Σάρον του έδωσε την σακουλίτσα με τα πατατάκια κι αυτός την γλίστρησε μέσα, πλάι στον μπακαλιάρο.

—ΟΛΕ -ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ ΟΛΕ- Πόσο; ρώτησε τον άντρα.

Κρατούσε την αλατιέρα πάνω από την σακούλα.

—Λύσσα, είπε αυτός.

—Ωραία. Πες μου πότε να σταματήσω, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Ο άντρας πήρε την σακούλα. Έβγαλε να του δώσει δυο από τα καινούργια νομίσματα της μιας λίρας, αλλά σταμάτησε.

—Η μαμά μου έρχεται, είπε.

Γέλασαν, έδωσε τα λεφτά στον Τζίμμι τον πρεσβύτερο κι αυτός του έδωσε τα ρέστα του, κι αυτό ήταν.

—Καλή τύχη τώρα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Καλή όρεξη.

—Να ’σαι καλά.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος τον παρακολούθησε να αγωνίζεται να οδηγήσει το ποδήλατο του και ταυτόχρονα να τρώει τα πατατάκια του. Τώρα πλησίαζε μια γυναίκα, προσπαθώντας να κάνει την ορδή των παιδιών της να αποφασίσει τι θέλει.

—Μίλκσέικ! είπε ένα απ’ αυτά.

Όλα είχαν μαζευτεί γύρω της. Ήταν δύσκολο να σιγουρευτείς πόσα πιτσιρίκια είχε_ πέντε- έξι, κι ένα στο δρόμο, σκέφτηκε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, τώρα που την έβλεπε κανονικά.

—Δεν είναι Μακντόναλτς εδώ, είπε η γυναίκα στο παιδί με το μίλκσέικ.

—Και τι είναι; ρώτησε το παιδί.

—Ένα φορτηγό! είπε η αδελφή του, του έδωσε μια στο στόμα και το ’βαλε στα πόδια.

—Για κοίτα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στην Σάρον.

—Έξι σκέτα, είπε η γυναίκα όταν έκανε τον λογαριασμό. -Όχι_ εφτά. Και για μένα.

—Δεν θέλω πατατάκια, είπε ένα απ’ τ’ αγόρια.

—Θα τα πάρεις, είπε η γυναίκα. -Και όπως και νάχει, εσύ δεν είσαι δικός μου_ θα ’πρεπε να λες κι ευχαριστώ.

Η γυναίκα κοίταξε την Σάρον.

—Είναι μόνο τα τρία δικά μου, είπε.

Κι αυτό ήταν όλο.

Φαινόταν σα να ’θελε να ξαπλώσει κάτω από το Βαν και να κοιμηθεί αμέσως, και ίσως, να μην ξαναξυπνήσει

.

—Ποτέ δεν θα το ξανακάνω, είπε.

—Είναι γλύκες, είπε η Σάρον.

—Είναι μπάσταρδοι, είπε η γυναίκα. -Όλα, τα μαλακισμένα.

Φαινόταν σα να ένοιωσε καλύτερα που το ξεστόμισε αυτό, και ορθώθηκε. Χτύπησε την κοιλιά της.

—Αυτό, θα είναι το τελευταίο, είπε. -Μετά απ’ αυτό, ας το χώνει σ’ ένα μπουκάλι, όσο μπορεί.

Η Σάρον ήταν σοκαρισμένη. Δεν την είχε ξαναδεί αυτή την γυναίκα.

Ακούστηκε μια στριγγλιά. Το μικρότερο, είχε ένα κουβαδάκι με βότσαλα και καβούρια και το νερό είχε χυθεί πάνω στα ρούχα του. Η γυναίκα χτύπησε πάλι την κοιλιά της.

—Αν έχω λίγη τύχη, αυτό εδώ θα είναι κωφάλαλο.

Δεν χαμογέλασε: Το εννοούσε.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Στην σειρά για τα πατατάκια σας!

—Εγώ!!

—Η μαμά σας πρώτα, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Κάντε πίσω.

—Πάντα αυτή είναι πρώτη!

—Κάντε πίσω!

—Δεν είναι δίκαιο!

—Στην σειρά, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Αλλιώς, θα πετάξω τα πατατάκια σας στην άμμο.

Κράτησε μια σακούλα έτοιμος να την αδειάσει.

—Ίσια γραμμή. -Αλάτι και ξύδι, χρυσή μου;

—Μπόλικο.

Εκείνη την στιγμή, ο Μπόμπυ Τσάρλτον επέστρεψε. Ακούμπησε το ποδήλατο του στα πλευρά του Βαν.

—Έλα εδώ-!!

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έριξε το αλάτι κάτω.

—Γαμώτο!

Η γυναίκα έβαλε τις φωνές.

—Έλα εδώ! είπε ξανά ο άντρας.

Το ποδήλατο του γλίστρησε στο έδαφος και προσπάθησε να το σηκώσει. Το πόδι του όμως ήταν στην λάθος μεριά της μπάρας κι είχε μόνο ένα χέρι ελεύθερο γιατί στο άλλο κρατούσε ακόμα την σακούλα με τα πατατάκια. Προσπάθησε πάλι να σηκώσει το ποδήλατο, πέρασε το πόδι του με διασκελισμό, και σκόνταψε. Έγειρε πάνω στο Βαν.

Είχε δώσει καιρό στον Τζίμμι τον πρεσβύτερο να συντονίσει τις κινήσεις του.

—Τι πρόβλημα έχεις; τον ρώτησε.

—Θα σου πω-

—Έξυπηρετώ πελάτη εδώ, του είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Θα πρέπει να περιμένεις την σειρά σου.

Ο άντρας είχε πέσει τώρα πάνω στον φεγγίτη, σα να ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει.

—Θα σου πω ποιό είναι το πρόβλημά μου- άρχισε πάλι.

—Υπάρχει ουρά, είπε η γυναίκα.

—Δεν θα υπάρχει όταν τελειώσω εδώ πέρα, είπε ο άντρας.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, η Σάρον και ο Μπίμπο, ήρθαν όλοι στον φεγγίτη. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έδωσε στην γυναίκα τα σκέτα κι αυτή τα μοίρασε στα παιδιά.

—Για συγνώμη! είπε ο άντρας.

—Ηρέμησε, είπε ο Μπίμπο. -Ηρέμησε.

—Βλάκα! είπε η Σάρον, όχι δυνατά όμως.

—Τρεις κι ογδονταπέντε, είπε η Σάρον στην γυναίκα όταν την κοίταξε.

—Να προσέχεις καθώς τα τρως, είπε ο άντρας στην γυναίκα.

Αυτό ακούστηκε δυσάρεστα.

—Ω Χριστέ μου, είπε ο Μπίμπο.

Έριξε μια ματιά πίσω στην φριτέζα.

—Εντάξει, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος, όταν η Σάρον έδωσε στην γυναίκα τα ρέστα της. -Ποιό είναι το πρόβλημα σου;

—Δικό σου είναι το πρόβλημα, είπε ο άντρας.

—Τι είναι;

—Αυτό.

Σήκωσε την σακούλα, αρκετά μακριά για να μην μπορούν να την αρπάξουν.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έσκυψε να δει.

—Τα πατατάκια;

—Όχι!

—Το ψάρι;

Ο άνθρωπος φαινόταν άνω κάτω.

—Ψάρι! είπε.

—Είναι φρέσκο, τον διαβεβαίωσε ο Μπίμπο. -Ήταν ωραίο και σφιχτό βγαίνοντας από-

—Φρέσκο! ξεφώνισε ο άντρας.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έπρεπε να του ξαναπεί.

—Ποιό είναι το πρόβλημα σου;

—Θα το δεις.

Δεν έφερνε όμως την σακούλα πιο κοντά στον φεγγίτη.

—Δεν μπορώ να δω, γαμώτο, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Ό, τι και νάναι-

Μπορεί να ήταν μυλοκόπι.

—Το δάγκωσα- είπε ο άντρας.

—Αυτό έπρεπε να κάνεις, υποθέτω, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Ο τυπάς πρέπει να ’ταν λίγο σαλεμένος.

—Τι νόμιζες πως θα έπρεπε να κάνεις; Να το πας βόλτα;

Τώρα ο άντρας πλησίασε_ χτύπησε το Βαν.

—Ω Χριστέ μου, είπε η Σάρον.

Το στόμα του ανθρώπου ήταν ανοιχτό και στραβωμένο. Πραγματικά έμοιαζε ανισόρροπος τώρα. Μπόρεσαν να δουν μέσα στην σακούλα.

—Δεν είναι ψάρι, είπε ο Μπίμπο.

—Ω, γαμώτο! -Τι είναι;

Για στάσου όμως-

—Είναι άσπρο, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Είναι μια πάνα! του είπε ο άντρας.

—Τι; -Άντε και γαμήσου!

—Έχει δίκιο, Τζίμμι, είπε ο Μπίμπο. -Είναι ένα Πάμπερ_ διπλωμένο. Θεέ μου, είναι φοβερό!

—Βούλωσ’ το! του σφύριξε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Θα το τύλιξα στο κουρκούτι-

—Σκάσε!

—Τι είναι; ρώτησε η Σάρον.

Ο άνθρωπος δεν φαινόταν θυμωμένος τώρα. Έμοιαζε σα να ήθελε να τον παρηγορήσουν.

—Ήταν μεταχειρισμένη η πάνα; τον ρώτησε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος σταυρώνοντας τα δάχτυλά του.

—Όχι!

—Α, ωραία, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Τότε, εντάξει.

—Να πώς έγινε, είπε ο Μπίμπο. -Μου φάνηκε σαν ένα κομμάτι μπακαλιάρος, έτσι διπλωμένη. Α, έχει πλάκα!

—Συγνώμη γι αυτό, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στον άνθρωπο. -Θα σου δώσουμε πίσω τα λεφτά σου και μια Κόκα. Πώς σου φαίνεται; Τα πατατάκια ήταν εντάξει;

Ο άνθρωπος δεν το’ χε βάλει κάτω. Δίπλωσε την σακούλα και την έβαλε κάτω απ’ το μπράτσο του.

—Θα πάω στην αστυνομία μ’ αυτό, είπε.

—Α, δεν υπάρχει λόγος-

—Είναι η απόδειξη, διέκοψε ο άντρας τον Μπίμπο.

Βεβαιώθηκε πως η σακούλα ήταν πάντα κάτω απ’ το μπράτσο του.

—Θα μάθετε τα νέα, τους είπε. -Μην ανησυχείτε. Ποτέ δεν θα συνέλθω από ένα τέτοιο σοκ.

—A tenner, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Εντάξει;

—Ποιό είναι το όνομά σου; τον ρώτησε ο άντρας.

—Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου το πω, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Δεν με νοιάζει, είπε ο άντρας. -Έχω την απόδειξη εδώ.

—Είκοσι, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Τελευταία προσφορά_ έλα.

—Έχω την απόδειξη.

—Άσε την απόδειξη, γαμώτο. Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα γι αυτό.

—Δεν πρόκειται να με δωροδοκήσετε εμένα, είπε ο άντρας.

—Τους προμηθευτές πρέπει να αναφέρεις, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος. -Όχι εμάς. Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα για πάνες.

Η Τζίνα άρχισε πάλι να τραγουδάει. Η Σάρον της έκλεισε το στόμα με το χέρι της, αλλά ο άνθρωπος δεν την είχε ακούσει. Κοίταζε το όνομα στα πλαϊνά του Βαν.

—Ποιός απ’ τους δυο σας είναι ο Μπίμπο; είπε.

—Ρώτα τον κώλο μου, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Τράβηξε τον Μπίμπο κοντά του.

—Βγες έξω και βάλε μπροστά το Βαν.

—Αλλά-

—Καν’ το, γαμώτο!

Ο Μπίμπο πήγε στην πίσω πόρτα.

—Πήγαινε γύρω, από την άλλη μεριά, του είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Θυμήθηκε κάτι.

—Το γκάζι!

Ο Μπίμπο σήκωσε την φιάλη και την έσπρωξε μέσα στο Βαν. Έκλεισε τα μάτια καθώς έγδερνε το πάτωμα. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος απασχολούσε τον άνθρωπο.

—Θα πρέπει να ’ναι τρομερό να είσαι καραφλός με τέτοιο ήλιο, είπε. -Έτσι δεν είναι;

Ο Μπίμπο έφτασε στην πόρτα του οδηγού από την άλλη μεριά, χωρίς να τον δει ο άνθρωπος. Έβγαλε το καροτσάκι πάνω απ’ το κάθισμα.

—Τα θυμάμαι όλα, είπε ο άντρας στον Τζίμμι τον πρεσβύτερο.

—Μπράβο, μεγάλε, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Τράβηξε τις μπάρες του φεγγίτη μόλις άκουσε την μηχανή να παίρνει μπρος.

—Γεια χαρά, Καραφλή Συνείδηση, είπε. -Τα λέμε.

Κι έκλεισε τον φεγγίτη. Το αλάτι και το ξίδι έπεσαν κάτω. Έκλεισε και την πίσω πόρτα.

—Πάμε, πάμε!

Το Βαν μπατάρησε_ ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος έπεσε  κι αρπάχτηκε από ένα ράφι. Το Βαν πήδηξε πάλι και μετά προχώρησε κανονικά.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος στάθηκε ορθός. Ακούμπησε πάνω στον πάγκο του φεγγίτη.

—Χριστέ μου-

—Θα πάρει τα στοιχεία, είπε η Σάρον.

—Όχι, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

—Γιατί όχι;

—Γιατί δεν έχουμε. Είναι στο παράπηγμα, στου Μπίμπο. Ποτέ δεν τα κολλήσαμε πίσω. Γι αυτό.

—Μπορεί να μας ακολουθεί, είπε η Σάρον.  Ήταν πιθανό.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος άνοιξε την πίσω πόρτα. Βρίσκονταν ακόμα στον υπερυψωμένο δρόμο και τους ακολουθούσε ο δικός τους με το ποδήλατο, κάνοντας πεντάλ σαν μαλάκας.

—Θα το αναλάβω το αρχίδι, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

Κοίταξε πίσω, ολόγυρα στο Βαν. Πλησίασε την ψησταριά και πήρε από κάτω της μια Κόκα. Πέρασαν από ένα  pοthοle ή κάτι τέτοιο, καθώς έσκυβε. Η ψηστιαριά και η φριτέζα ήταν ακόμα αναμμένες.

—Χριστέ μου_ Κόντεψα να καώ, γαμώτο!

Πήγε στην φιάλη και την έκλεισε.

Ζύγισε στο χέρι του την Κόκα και μετά σκούπισε το λίπος στο πουκάμισό του.

—Θα τον σκοτώσεις, είπε η Σάρον.

Είχε μάλλον δίκιο. Οι Κόκες είναι βαριές όταν είναι γεμάτες. Άρπαξε μερικά κομμάτια μπακαλιάρο. Ήταν ακόμα αρκετά κοκαλωμένα.

Ο Μπίμπο έστριψε ξαφνικά αριστερά αντί να στρίψει δεξιά.

—Τι κάνει, γαμώτο;

—Για να μην μπορεί ο δικός σου να μας ακολουθήσει σπίτι, είπε η Σάρον.

—Εντάξει.

Άνοιξε πάλι την πίσω πόρτα. Ο άνθρωπος εξακολουθούσε να τους ακολουθεί, αλλά από πολύ πιο μακριά. Τα πόδια του δεν τα κατάφερναν. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος πέταξε πάντως ένα κομμάτι ψάρι, άγαρμπα, για να δει πόσο μακριά μπορούσε. Το παρακολούθησε να αναπηδά πάνω στον δρόμο, αρκετά κοντά στον άνθρωπο.

—Να κι άλλη απόδειξη για σένα!

Έκλεισε την πόρτα.

Ο Μπίμπο τους πήγε στο Κλόνταρφ και μετά, από την οδό Λώρενς στην οδό Χόουθ. Πήρε την λεωφόρο Κόλλιν στο Κίλλεστερ και βγήκε στην οδό Μάλαχιντ.

Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος κοίταξε πάλι έξω κι είδε το Κάντμπερυ του Κούλοκ.

—Θα ξεμπερδέψουμε στο γαμημένο Γκάλγουει, είπε.

Πέταξε ψηλά την Τζίνα και την έπιασε, και την ξαναπέταξε, όχι όμως τόσο ψηλά γιατί ήδη είχε χτυπήσει το κεφάλι της στο ταβάνι. Οπότε, το μόνο που έκανε τώρα, ήταν να προσπαθεί να την κάνει να το ξεχάσει.

Έφτασαν σπίτι. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος και η Σάρον είχαν λιώσει. Ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος ήθελε να σταθεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του ψυγείου.

—Μακριά από το Ντόλλιερ για λίγο, είπε.

—Ναι, είπε ο Μπίμπο.

Ο Μπίμπο ήταν θυμωμένος.

—Ποτέ δεν θα συνέβαινε αυτό αν η –

—Σκάσε, είπε ο Τζίμμι ο πρεσβύτερος.

 

……………………………………………………………………………..

 

(Εκδ. Νεφέλη, 1995. Εικόνα: από το φιλμ Το Βαν (1996) του Στήβεν Φράιερ)

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.