You are currently viewing Σοφία Ελευθερίου: Η Πελαγία

Σοφία Ελευθερίου: Η Πελαγία

Η ΠΕΛΑΓΙΑ

 

Την Πελαγία τη σκοτώσαμε εμείς. Εγώ κι ο Παναγής, τ’ αδέρφια της.
Ήταν ευαίσθητη από μικρή, δεν άντεχε τη μοναξιά. Έξι μήνες αφότου πέθανε η μάνα μας κι έμεινε μόνη της σ’ εκείνο το τεράστιο σπίτι που ‘χε κληρονομήσει στα Κωστέικα, βάλαμε το Μάκο τον Φανούτα να περπατάει ξημερώματα και να τρίζει τα παπούτσια του έξω απ’ το δωμάτιο της που ήταν στο ισόγειο, για να την τρομάξουμε. Το ξέραμε πως φοβόταν πολύ να κοιμηθεί μόνη το βράδυ, το ξέραμε πως είχε αϋπνίες τρομερές. Το πρωί που μας έπαιρνε τηλέφωνο να μας το πει τη βγάζαμε τρελή:
“Κανένας δεν περπατάει το βράδυ, μοναχά είναι η ιδέα σου” της λέγαμε.

Το ξέραμε πως δε θα άντεχε τόση ταλαιπωρία, έπαιρνε ήδη χούφτες αντικαταθλιπτικά, είχε και κρίσεις πανικού. Παρόλα αυτά εμείς το κάναμε. Στο τέλος είχε καταντήσει ένα φάντασμα από το ξενύχτι.
Όταν της χτυπούσα, μου άνοιγε με μάτια στεφανωμένα μαύρους κύκλους και βλέμμα απλανές. Μέχρι εκείνο το πρωί της Τρίτης, που τη βρήκα τσαλακωμένο κουρέλι. Η ντουλάπα της έχασκε κι όλα τα ρούχα ήταν πεσμένα κάτω. Τα έπιπλα του σαλονιού αναποδογυρισμένα. Κι αυτή να ‘χει ζαρώσει και να τρέμει σαν το ψάρι.
Την έβαλα να ξαπλώσει κι όταν βρήκε τη μιλιά της η ίδια ζήτησε να την πάω στη νευρολογική στο Μεσολόγγι. Πήγαινα μια φορά το μήνα και την έβλεπα να μου λέει πάντα το ίδιο πράγμα:
-Τώρα έγινα καλά, βγάλε με πια από δω, άλλο δεν αντέχω.
-Τι σ’ ενοχλεί ρε Πελαγία;
-Όλοι αυτοί εδώ μέσα. Ο ένας απάνω στον άλλο, τρέχουνε, τσιρίζουνε.
Ο Παναγής ήταν ανένδοτος:
-Αφού δεν είναι στα καλά της, εκεί πρέπει να μείνει ως να γιάνει.
Κι εγώ τον άκουγα σα βλάκας.
Την περιουσία που της είχαν αφήσει η μάνα κι ο πατέρας, τη διαχειριζόμαστε πλέον εμείς. Εγώ κι ο Παναγής. Εκείνος έφτασε να κυκλοφορεί με τσέπες φουσκωμένες πενηντάρικα. Ένα πρωί μας ειδοποίησαν ότι τη βρήκαν κρεμασμένη με το καλώδιο του τηλεφώνου στο κοινόχρηστο μπάνιο.
“Έκλεινε τ’ αυτιά της συνέχεια γιατί δεν άντεχε τους θορύβους απ’ τους άλλους τροφίμους. Η φουκαριάρα η Πελαγία δεν άντεχε τη μοναξιά και στο τέλος την έφαγε η πολυκοσμία”, έτσι μας είπαν.

Εμείς ξέραμε όμως ποιός τη έφαγε. Όταν την κήδεψαν-την άλλη μέρα-η πεθαμένη ήρθε πάνω. Είπανε πως φούσκωσε ο λάκκος νερό απ΄ τη βροχή κι επέπλευσε το φέρετρο. Ακόμα ακούω στ’ αυτιά μου να βαράνε με το φτυάρι το κουφάρι της για να ‘μπει μέσα. Ακόμα ακούω στ ‘ αφτιά μου το κλάμα μου την ώρα που τη θάβουνε.

Με τον Παναγή κόψαμε να μιλάμε από τότε.
Λες και φοβόμαστε ο ένας τον άλλον.
Μοναχά κάτι βράδια σαν περνάω έξω απ’ το πατρικό μου στα Κωστέικα, στέκω για λίγο έξω απ’ το παράθυρο της. Ύστερα βάζω το αυτί μου κι αφουγκράζομαι, αν είναι μέσα. Μήπως και την ακούσω να ζητάει παρέα.

 

 

Σοφία Ελευθερίου

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.