You are currently viewing Σοφία Καλμανίδου:  Γιώργου Δελιόπουλου, Αλιρρόη: το μηδέν στον καθρέφτη, εκδόσεις ΑΩ, 2023)

Σοφία Καλμανίδου:  Γιώργου Δελιόπουλου, Αλιρρόη: το μηδέν στον καθρέφτη, εκδόσεις ΑΩ, 2023)

Ο δρόμος προς τη «θάλασσα», μέσα από την ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου

 

 Αλιρρόη: το μηδέν στον καθρέφτη, είναι η ποιητική συλλογή του Γιώργου Δελιόπουλου, που εκτείνεται ή αλλιώς, ρέει ποιητικά σε 35 ποιήματα, χωρισμένα ουσιαστικά σε πέντε ενότητες με πόρτες εισόδου και εξόδου. Στο ανάμεσό τους, φιλοξενούνται υπέροχα συνομιλούντα έργα τέχνης, γραμμικά σχεδιασμένα, από τη Γλύκα Διονυσοπούλου.

Ποιήματα ενταγμένα κατ’ ουσία, στα στάδια αυτά που το πένθος ορίζει. Από τη στιγμή της εισόδου, «τα πέντε στάδια» τα οποία καλείται κανείς να διαβεί, φωτογραφίζουν την προσπάθεια του πενθούντα, να διεργαστεί το πένθος του και να βρει την έξοδο από αυτό.

Η άρνηση, ο θυμός ή η οργή, όπως ο ίδιος τιτλοφορεί τον θυμό του, η διαπραγμάτευση ή η εποχή του μηδενός, η κατάθλιψη ή η εποχή της θλίψης και τέλος η αποδοχή ή η εποχή στον καθρέφτη, είναι η βαθύτατα υπαρξιακή πορεία με κατεύθυνση την λύτρωση.

Ο ποιητής εισέρχεται στον εαυτό του γυμνός με τη μορφή γυναίκας,  δίχως όνομα και ταυτότητα αλλά με απόλυτη γνώση κινδύνου της πόρτας που διαβαίνει:

 

γράφω ανάμεσα στα ερείπια, και η τρέλα

 

μία πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις

 

Σε γένος θηλυκό και πρόσωπο πρώτο, ο Γιώργος Δελιόπουλος ρέει τον ποιητικό του λόγο, με κατεύθυνση τη θάλασσα και την απεραντοσύνη της. Μέχρι να φτάσει και να βγει εκεί, περνά όλα τα στάδια και τον  ψυχικό πόνο της απώλειας.

Αρχικά, δρασκελά το κατώφλι της άρνησης, αυτού που χάνει… Απωθεί την πραγματικότητα κι ότι αυτή εμπεριέχει,  μην θέλοντας να πιστέψει πως… Δεν είμαι εγώ φυλακισμένη. «Αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει σε εμένα…, δεν είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο…, αποκλείεται!, …δεν το πιστεύω!».

Τραυλίζει τη μοίρα της, την ώρα που εκεί, κανένας δε γιορτάζει. Ενδύεται το πένθος, γερνά μες τους χειμώνες της, μοιάζει φλεγόμενος πόνος. Κρύβει σε γείτονες τάφους τους νεκρούς της, μην και τη δει κανείς να δακρύζει. Γονατίζει και προσεύχεται:

 

Πάτερ ημών, πώς με γκρέμισες κάτω

κι απ’ τη γλώσσα μαζεύω συντρίμμια

 

σκέπασε γύρω τους τοίχους με σύμβολα

μήπως κοιτώντας τρομάζω λιγότερο

 

δος ημίν σήμερον ένα σημείο φυγής

λίγο ψωμί παραπάνω στα όνειρα

 

άφες ημίν αμαρτίες που σάπισαν

ρύσαι ημάς από σκέψεις που κάρφωσες

 

Πάτερ ημών, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν

στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

 

μα προσεύχομαι τώρα, ελθέτω η έξοδος

κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω το νυν θέλημά

 

Μου.

 

Αρνείται…

Μετακινείται ύστερα, πάει σε άλλη εποχή. Στην εποχή της οργής. Όσο περνούν οι μέρες και δεν επιστρέφει, ξυπνάει η οργή στα δόντια αμάσητη. Γι’ αυτό που χάθηκε και δεν θα ξανάρθει. Διώξου, προστάζει από θέση πρώτη στη γραμμή πυρός.

Μόλις παρέλθει ο θυμός, βαίνει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης, στην εποχή του μηδενός. Εκεί υποχωρεί, πισωγυρίζει και νοσταλγεί…  μακαρίζει:

 

μακάριοι αυτοί που δεν πείνασαν να φύγουν

μακάριοι μακάριοι μακάριοι…

 

Μέχρι που σπάει, κι ακούς ένα κρακ! στα σεντόνια – τον ήχο γυναίκας που σπάει.

Κι ύστερα μπαίνει στην θλίψη. Ό,τι χάθηκε, χάθηκε οριστικά. Αιωνία η θλίψη μου, δηλώνει. Η κραυγή της έξω από το πηγάδι γίνεται ψίθυρος στις απόμερες γωνιές του μέλλοντος, σε αρχεία δίχως παραλήπτη.

 

Όσο κι αν κοσκινίζω το φεγγάρι

να σε γυρίσουν πίσω οι ορίζοντες

μάταια περιμένω αξημέρωτα […]

 

Μία μόνο παράκληση, μη γίνω ποτέ

διερχόμενη λύπηση κι εφήμερο δάκρυ

γι’ αυτούς που αρνούνται να κλάψουν

σε πρώτο ενικό.

 

Ο πόθος της εαυτού ανάπτυξης οδηγεί στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο, της αποδοχής. Της αποδοχής του ίδιου του  εαυτού. Όσο κι αν κατακλύζεται από την εικόνα του απολεσθέντος εαυτού, όσο κι αν πονάει, είναι εκεί.  Στέκει μπροστά στον καθρέφτη κι αποδέχεται το νέο εικονιζόμενο είδωλο. Με ξυράφι ανοξείδωτο οι χορδές κομμένες κι όμως τραγουδά κι αναρωτιέται, μυστήριο:

 

Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά

στη γλώσσα των μετάλλων

για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι […]

 

ο κόσμος πάνω-κάτω στον σταθμό

γιατί να στριμωχτώ με ξένα όνειρα;

 

Η Αλιρρόη πλησιάζει στην έξοδο και δραπετεύει, στριμώχνοντας τα τσαλακωμένα της φτερά στη βαλίτσα. Αναχωρεί, με αόρατα στα χείλη της παυσίπονα, ποιήματα να εφημερεύουν…

Βγαίνει στην έξοδο, ανοίγει την πόρτα. Ανεβάζει τις στροφές, καταργεί τα φρένα, στύβει το γκάζι τέρμα και μηδενίζεται… μηδενίζεται μέσα στον καθρέφτη της.

Η Αλιρρόη είναι πια έξω, έχοντας γυμνάσει όλα της ζωής της τα μηδέν και μαζί της κι εμείς, όσοι πορευτήκαμε κοντά της μέσα από την ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου.

 

 

Η Σοφία Καλμανίδου είναι Βιβλιοθηκονόμος/ MSc Δημιουργικής Γραφής

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.