You are currently viewing Σοφία Κωνσταντίνου: Η απουσία της

Σοφία Κωνσταντίνου: Η απουσία της

Η Απουσία της

 

Το πρωί εκείνης της ημέρας επέμενε να τον συνοδέψει στο σχολείο.  Ο μικρός μούτρωσε, μα τί έπαθες, τι θα λένε οι συμμαθητές μου ρε μαμά σαν τα ηλίθια τα  μικρά, έλα μη γίνεσαι κι εσύ ίδιος μ’ αυτά ήθελα τόσο πολύ να έρθω μαζί σου μέχρι το σχολείο μια φορά πες ότι έχουμε μια δουλειά μαζί, τελικά συμφώνησε με κατεβασμένη τη μούρη. Είναι αλήθεια ότι τελευταία δεν τη βλέπει συχνά, όλη μέρα είναι στη δουλειά και μετά κλείνεται  στο δωμάτιό της, αυτός στο δικό του, συναντιούνται μόνο στην κουζίνα. Μια δυο φορές την πέτυχε με κάτι μάτια να, σα πρησμένα, το ασπράδι τους κατακόκκινο,  η μπογιά είχε ζωγραφίσει μαύρα ρυάκια στα μάγουλά της. Σκέφτηκε, μωρέ δεν πρόλαβε να ξεβαφτεί. Έτσι νόμιζε. Ή έτσι ήθελε να νομίζει,  έφταιγε η φτηνή μπογιά για τα μάτια που η μαμά βγήκε από την κρεβατοκάμαρα κλαμένη κι αναμαλλιασμένη. Κι ύστερα, κάποια βράδια, οι θόρυβοι από πνιχτές φωνές, η μετακίνηση κάποιου μικροέπιπλου, αααχ, κρακ, ο γδούπος  που κάνει μέσα στη σιωπή ένα ανθρώπινο σώμα πέφτοντας στο πάτωμα,  γλιστρούσαν σα μικρά μαύρα φίδια κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας του δωματίου του. Έκλεινε τότε τ’ αυτιά με τα χέρια του, σφικτά κι έπειτα έχωνε τα μικρά μαύρα ακουστικά, ο νους κι η καρδιά του να σπαρταράνε έξω από την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους.  Είσαι άντρας, το λέει και το φωνάζει ο πατέρας και μη σε δω να κλαις και πως θα πας στο στρατό μαλακισμένο, κλαίγοντας; Κι αυτός, μέσα στο μικρό δωμάτιο, εκεί που δε τον βλέπει κανείς, αφήνει τα δάκρυα να μουσκέψουν το μακό μπλουζάκι, ρουφάει τις μύξες του σα νιάνιαρο και δε τον νοιάζει, γιατί πονάει, πονάει πολύ να τον φαντάζεται να την έχει βουτήξει από τα μαλλιά και να την πετάει στο πάτωμα σα σακί με πατάτες. Τη μαμά του, τη μανούλα του. Τότε είναι που σιχαίνεται που είναι άντρας, από αυτούς που δεν πρέπει να κλαίνε, του’ ρχεται εμετός και σιχασιά και φόβος και δεν το κουνάει από το παιδικό του δωμάτιο που τώρα πιά έπρεπε να γίνει εφηβικό, αλλά κανείς δεν το φρόντισε και τ’ αρκουδάκια έχουν καταχωνιαστεί, παρέα με τα play mobil, στο βάθος της γαλάζιας ντουλάπας.

Είχανε πολύ καιρό να περπατήσουνε πλάι πλάι. Κρυφά μέσα του νοιώθει μια τόση δα χαρά, μια μικρούλα, σα νεογέννητο, ευτυχία, έχοντάς την να περπατάει στο πλάι του, περνώντας πότε πότε το δεξί της χέρι πίσω από την πλάτη του ή χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά, το πρωινό βοριαδάκι να σκορπίζει το άρωμά της ανακατεμένο μ’ εκείνη τη λιγούρα της μαμαδίστικης αγκαλιάς που ο χρόνος  την καταχώνιασε για πάντα στα θολά πηγάδια των πρωινών του ονείρων. Με το πλάι του ματιού την κοιτάει όπως κρατάει στητή την πλάτη, τα μαύρα της μαλλιά ν’ ανεμίζουν, όμορφη, αστραφτερή κι ας πλέουν ακόμα κόκκινες τριχούλες  στο ασπράδι των ματιών της έτσι που την λοξοκοιτάει  και ξαφνικά νοιώθει τόσο ηλίθιος που δεν κατάλαβε πώς γίνεται, κλεισμένος στο παιδικό δωμάτιο που δεν είναι πια παιδικό και που ποτέ δεν θα γίνει εφηβικό, να κλείνει τ’ αυτιά σφιχτά με τα χέρια και να χώνει μικρά μαύρα ακουστικά για να μην ακούει τις κραυγές και τους γδούπους και τα  αααχ και τα  μπαμ και τα κρακ  δίπλα του και να σιχαίνεται που είναι άντρας και να μη πρέπει να κλαίει κι εκείνη τη στιγμή, στο δρόμο, περπατώντας δίπλα στη μητέρα του,  δεν μπορεί πια να αναπνεύσει ελεύθερα.

Ο χρόνος καθυστερεί εκείνη την ημέρα στο σχολείο, είναι σα να τον τραβάς με το τσιγγέλι. Ο νους του ταξιδεύει, αυτός να ψήνεται στον πυρετό, η μαμά αλαφιασμένη   να ζητάει ξαφνική άδεια  από τη δουλειά για να τον πάει στο γιατρό, τα καλοκαίρια οι δυο τους να χοροπηδάνε στα κύματα ξεκαρδισμένοι στα γέλια, πάντα οι δυο τους, ο πατέρας απόμακρος,  με το τσιγάρο κολλημένο στο στόμα, ποτέ παρών στα δύσκολα ή στα εύκολα, στις μικρές καθημερινές ευτυχίες. Κι εκείνα τα όγδοα γενέθλια, Κυριακή, η μαμά από το πρωί ετοιμάζει τη γιορτή, την τούρτα, το σπίτι πλημμυρισμένο από μουσική έρχονται οι συμμαθητές του, οι φίλοι με τους γονείς τους, ο πατέρας άφαντος, καταφτάνει μεθυσμένος την ώρα που ετοιμάζεται να σβήσει τα οκτώ  κεράκια, ξαφνικά εκείνη δεν είναι δίπλα του, από την κουζίνα ακούγονται γυαλιά να σπάνε, οι καλεσμένοι βουτάνε τα παιδιά τους και φεύγουν κατατρομαγμένοι , μένουνε μόνοι, η γιαγιά κι αυτός, φυσάει με λύσσα τα κεράκια, τρέχει στο παιδικό δωμάτιο ξεσπώντας σε γοερά κλάματα, η γιαγιά πίσω από την κλειστή πόρτα τον παρακαλάει ν’ ανοίξει, μέσα από τα κλάματα διακρίνει τις κατάρες της, το μεθύστακα, το κτήνος και καλά της τάλεγα, μην τον πάρεις, θα σου φάει τη ζωή, χαράμι η ζωή σου μ’ αυτόν τον αλήτη, τίποτα αυτή, ούτε το παιδί του δε σέβεται ο αχρείος, για μισό λεπτό σταματάει το κλάμα, αχρείος, για να το λέει η γιαγιά κακιά λέξη θα είναι και ξαναρχίζει το κλάμα.  Είναι δέκα πέντε χρονών και  η μαβιά πληγή στο μπράτσο της μαμάς του κόβει ξανά την ανάσα. Κλείνει τα μάτια του σφικτά, να μην αφήσει τα δάκρυα να λερώσουν το θρανίο, ο φυσικός του ρίχνει περίεργες ματιές.

Με το που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού την αισθάνεται.  Τρέχει στο υπνοδωμάτιό τους, η ντουλάπα χάσκει ορθάνοιχτη, στις κρεμάστρες έχουν απομείνει κάποια αντρικά πουκάμισα, τον κοιτάνε λυπημένα. Το κρεβάτι ξέστρωτο, το παράθυρο ανοιχτό, κάτω από το σκαμπό της τουαλέτας της διακρίνει τα μεταξωτά μωβ παντοφλάκια της, τα ξέχασε σκέφτεται. Κλείνεται στο δωμάτιό του, κλειδώνει, ρίχνεται στο κρεβάτι ανάσκελα, το ταβάνι στριφογυρίζει. Ξαφνικά είναι αστροναύτης και κολυμπάει στο κενό. Γύρω σκοτάδι, τα μέλη του είναι τόσο ελαφριά κι όμως είναι αδύνατο να τα μετακινήσει. Δεν καταλαβαίνει πόσες ώρες έχουν περάσει, ίσως να τον πήρε για λίγο ο ύπνος, πετάγεται από τις γροθιές στην πόρτα και τις αγριοφωνάρες του πατέρα. Όλος του ο θυμός ξεσπάει επάνω του, αυτός φταίει που έφυγε, είναι συνεργός, έτσι και σε δω μπροστά μου θα σε πατήσω κάτω, θα σε καταγγείλω και σένα κι αυτή στην αστυνομία, έχω φίλους θα τη βρουν στο άψε σβήσε κι ουαί κι αλλοίμονο και στους δυο σας, θέλει να φωνάξει, να ουρλιάξει το κλάμα του μέσα στα μούτρα του, αλλά στέκει ακίνητος πίσω από την πόρτα παραλυμένος από φόβο. Σε λίγο ακούγεται η εξώπορτα που κλείνει με πάταγο, η σιωπή επανέρχεται, η απουσία της σεργιανάει στα άδεια δωμάτια. Την παίρνει τηλέφωνο, στα κρυφά, μήπως κι εκείνος παραμονεύει κάπου. Ο τηλεφωνητής του φέρνει τρόμο, απελπισία, αγωνία. Μετά από ώρα, ένα μήνυμα φωτίζει το κινητό και την ψυχή του. Το σακίδιο της γυμναστικής  στην πλάτη, ένα τελευταίο βλέμμα αποχαιρετισμού στο παιδικό δωμάτιο που δεν θα γίνει ποτέ πια εφηβικό κι έπειτα ξεχύνεται τρέχοντας στο σκοτάδι της ανοιξιάτικης νύχτας.

 

 

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

 

Η Σοφία Κωνσταντίνου γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι νομικός, εργάστηκε ως δικηγόρος και ως συμβολαιογράφος. Το βιβλίο της με τίτλο «Τα λιώνει ο ήλιος», διηγήματα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον. Διηγήματά της περιλαμβάνονται στα συλλογικά βιβλία, «Χωρίς Ρεζέρβα», εκδόσεις Εύμαρος και «Πήρα μια τρομάρα», εκδόσεις Λογότυπο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί επίσης, στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά fractal και Thracamagazine.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.