Νέος ακόμη, ο Ανέστης ένιωθε να μαραίνεται κάθε φορά που γύρευε μεροκάματο. Δεν πήγαινε στα γράμματα – ποτέ η μάνα του δε θα τον καμάρωνε δάσκαλο του χωριού, όπως σιγοψιθύριζε στα όνειρά της. Από παιδί είχε δοθεί στις αλάνες και τα σοκάκια· έτριβε τα γόνατα και τρυπούσε τα παντελόνια, και του άρεσε να νιώθει τον αέρα, τον ήλιο και τη βροχή να περνούν μέσα από εκείνες τις τρύπες – παιδί της φύσης, δίχως όρια, δίχως φραγμούς.
Εδώ κι εκεί έβρισκε περιστασιακές δουλειές: ξεφόρτωνε φορτώματα, ξεχορτάριαζε τα περιβόλια των γειτόνων, κουβαλούσε τα ψώνια της γριάς Ισμήνης, της ανήμπορης. Στα χέρια του σωριάζονταν λίγα νομίσματα, σπάνια κάποιο τσαλακωμένο χαρτονόμισμα. Τα στοίβαζε σ’ ένα μικρό μεταλλικό κουτί, μυστικό θησαυρό, για να μαζέψει τα ναύλα του. Να φύγει. Να ξεφύγει απ’ τον φαύλο κύκλο.
Κι όμως – δεν τον τρόμαζε να μείνει. Το πατρικό, με τη μικρή κουζίνα και το ντιβάνι κολλημένο στον τοίχο, του ήταν καταφύγιο. Εκεί, η μάνα, με την ποδιά της λερωμένη, έκλεινε τα μάτια στον πρώτο υπνάκο της μέρας, κι εκείνος πάντα την είχε έγνοια: μήπως και, άθελά της, λαμπάδιαζε τον τόπο τηγανίζοντας κάτι ταπεινό.
Πώς να ζήσει όμως; Στα ξένα έλεγαν πως τα χαρτονομίσματα φύτρωναν στα δέντρα — αρκούσε να βρεις το κατάλληλο. Αναρωτιόταν: εκεί, άραγε, υπήρχαν νέοι σαν κι αυτόν, που ξεφόρτωναν, ξεχορτάριαζαν ή κουβαλούσαν ψώνια; Ή μήπως εκεί αυτές οι δουλειές είχαν όνομα και τιμή;
Ο κυρ Πέτρος είχε γυρίσει πρόσφατα. Πενήντα χρόνια στην ξενιτιά – κι όμως, μικρόσωμος, καλοντυμένος, είχε στήσει το γερασμένο σώμα του στη βεράντα του πατρικού. Φρόντιζε το σπίτι του όλα τα χρόνια από μακριά, μην του γλιστρήσουν τα κεραμίδια, σαν τα μαλλιά που φεύγουν απ’ το κεφάλι.
Δεν ήταν σίγουρος ο Ανέστης αν ο κυρ Πέτρος ήταν ευτυχισμένος. Ώρες ατέλειωτες στεκόταν εκεί, να κοιτά τους δρόμους του χωριού, αναγνωρίζοντας τις γωνίες, μα όχι τα πρόσωπα. Ούτε τις φωνές. Ούτε καν τον αέρα, που μύριζε πια αλλιώς. Ξένος ανάμεσα σε ξένους, ολόιδιος μ’ εκείνον.
Τα απογεύματα, έμοιαζε ακίνητος – μονάχα τα μάτια του πλανιούνταν, πέρα δώθε, ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, στο εδώ και στο αλλού, στο παιδί που υπήρξε και στον γέροντα που είχε γίνει. Ήθελε ο Ανέστης να του μιλήσει. Το μεταλλικό κουτί τον έκαιγε στα χέρια: έτοιμο να ανοίξει, έτοιμο να ξεχυθεί — μα ποιος ήξερε τι βάσανα έκρυβε; Σαν το κουτί της Πανδώρας. Ο Ανέστης πάντα τρόμαζε με κείνη την ιστορία: μήπως ξεφυτρώσουν φαντάσματα, λύπες, τα βάρη του παρελθόντος – το εργατικό ατύχημα του πατέρα του, το σακατεμένο πόδι που ποτέ δεν ξανάστησε το σπίτι με ένα γερό μεροκάματο· τη σκιά στην ψυχή της μάνας του, που είχε χάσει τον αδελφό της στα φουρτουνιασμένα νερά.
Στο πέτρινο ρολόι της πλατείας τον βρήκε τον κυρ Πέτρο. Το μόνο κομμάτι του χωριού που αντιστεκόταν στον χρόνο. Ο γέρος άγγιζε το ρολόι με τα δάχτυλά του, σαν να ζητούσε να γυρίσει πίσω τον χρόνο, να του δώσει λόγο και αιτία.
Κι εκεί, μέσα στη σιωπή, ο Ανέστης κατάλαβε. Το μονοπάτι δεν ήταν για να φύγει — ήταν για να μείνει. Να ριζώσει. Με μια ξαφνική μεταβολή, πήρε το δρόμο για το σπίτι. Το μεταλλικό κουτί θα το άνοιγε επιτέλους, μα αυτή τη φορά περιμένοντας κάτι άλλο: να πεταχτεί από μέσα η ελπίδα, να γεμίσει με φως τη ζωή του.