Τα Θαύματα και ο Πόνος
Ο πόνος δεν έχει την επιμονή
που συχνά του αποδίδουμε.
Δεν κυλά με δύναμη,
ούτε σταθερά.
Συχνά σταματά —
σαστίζει μπροστά στα ίδια του τα έργα.
Κι έτσι,
δεν καταφέρνει πάντα
να ξεριζώσει τ’ αγκάθια.
Αυτά,
με μια βουβή επιμονή,
ξεπροβάλλουν πάλι.
Τότε όμως —
όταν όλα φαίνονται ακίνητα —
γεννιούνται τα θαύματα.
Όχι μεγαλόπρεπα.
Όχι απ’ τους ουρανούς.
Μα μέσα μας.
Σιωπηλά,
όπως αρμόζει σ’ εκείνα που αξίζουν.
Πλησιάζουν τον πόνο
χωρίς ελπίδες για θρίαμβο.
Τον παίρνουν απ’ το χέρι
και συμπορεύονται.
Έτσι πρέπει.
Διότι δεν είναι αρετή η φυγή,
ούτε νίκη το θάψιμο των πληγών.
Η αρετή — αν υπάρχει —
είναι στην πορεία.
Στην ήρεμη συνύπαρξη με το βάρος.
Στην αξιοπρέπεια του πένθους
και των άφωνων καημών.
Κι όταν στο τέλος χαθούν κι αυτά,
μη θρηνήσεις πολύ.
Ήταν περαστικά —
όπως όλα.
Μα στάθηκαν όπως έπρεπε,
την ώρα που έπρεπε.
Αυτό έχει σημασία.
