You are currently viewing Σταύρος Γιαγκάζογλου: Ο Σταυρός και η Ανάσταση του Χριστού Ένα ερμηνευτικό σχόλιο για τη διαχρονική σημασία τους

Σταύρος Γιαγκάζογλου: Ο Σταυρός και η Ανάσταση του Χριστού Ένα ερμηνευτικό σχόλιο για τη διαχρονική σημασία τους

«Σταυρωθέντα τε ὑπέρ ἡμῶν»

Το μυστήριο της ενανθρώπησης του Θεού εκπληρώνεται προοδευτικά με τη γέννηση, τη διδασκαλία και τα θαύματα και κορυφώνεται με το σωτήριο πάθος και με την Ανάσταση του Χριστού. Μετά την εκ νεκρών Ανάσταση το επίγειο έργο του Θεανθρώπου αποβαίνει πλήρες και σωτήριο για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ο Σταυρός και η Ανάσταση είναι τα κορυφαία εκείνα γεγονότα, για τα οποία κάνει λόγο και έχει υπ’ όψιν του ο Χριστός εξαρχής.

Η ανθρωπότητα που προσλαμβάνει ο Υιός και Λόγος του Θεού, αν και αναμάρτητη, είναι θνητή και παθητή. Ο Θεός, που έγινε αληθινός άνθρωπος, προσλαμβάνει εκούσια και όχι αναγκαστικά ό,τι ακριβώς συνιστά την οντολογία του κτιστού, τη φθορά και τον θάνατο, για να μεταγγίσει σε αυτό την αφθαρσία και τη ζωή. Δίχως την κοινωνία αυτή με το υπαρκτικό πρόβλημα του ανθρώπου, που κορυφώνεται στη σταυρική κένωση και συγκατάβαση, θα ήταν τελικώς «φενακισμὸς καὶ σκηνὴ τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον», κατά την τολμηρή έκφραση του αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού. Τα φυσικά πάθη της ανθρωπότητας του Χριστού δεν προηγούνταν από τη θέλησή του. Ελεύθερα ως Θεός παραχωρούσε στην ανθρώπινη φύση του να πάσχει και ελεύθερα ως άνθρωπος, ταυτίζοντας το ανθρώπινο με το θείο θέλημα, είχε οικειωθεί τη θνητότητα και τις συνέπειες που αυτή επιφέρει. Μια τέτοια θεώρηση υπερβαίνει τόσο τη μηχανιστική αντίληψη της αναμαρτησίας του Χριστού όσο και εκείνη που, στην προσπάθειά της να αποφύγει τον κίνδυνο του Δοκητισμού, εκλαμβάνει τον Χριστό ως έκθετο κατά κάποιο τρόπο στον πειρασμό της αμαρτίας. Θα πρέπει, όμως, να τονισθεί ότι η ελευθερία της ανθρωπότητας του Χριστού είναι οντολογική ως εκούσια σύμπτωση και βέβαιη αυτοεγκατάλειψη στο θεϊκό θέλημα και όχι η ηθική και αμφιταλαντευόμενη «ελευθερία» του διλήμματος μιας ύπαρξης, η οποία επιλέγει μεταξύ δεδομένων, για να επιβεβαιώσει την υπαρκτική αυτονόμηση και αυτάρκειά της. Η ανθρωπότητα του Χριστού δεν έχει τίποτε το αναγκαστικό, όχι μόνο διότι το φυσικό της θέλημα είναι συνάμα και αυτεξούσιο, αλλά γιατί αποκτά ύπαρξη και ταυτότητα στο πρόσωπο του Υιού του Θεού. Ό,τι υπήρχε ως αναγκαιότητα και αμαρτία για τους άλλους ανθρώπους, στον Χριστό έγινε γεγονός ελευθερίας και αγάπης. Η αναμάρτητη ζωή του υπήρξε πρόκληση για τις δυνάμεις του κακού και της φθοράς. Η σύγκρουση αυτή κορυφώνεται δραματικά στο σταυρικό πάθος του Θεανθρώπου. Τόσο η βιβλική διήγηση όσο και η πατερική διδασκαλία και εκκλησιαστική υμνολογία, αναφέρονται στην εκούσια πορεία του Χριστού προς το σταυρικό  πάθος και τον θάνατο. Ο Χριστός ήλθε για να υπομείνει ελεύθερα τον θάνατο. Δίχως τον τρόπο του Σταυρού, που σήμανε την εκούσια θυσιαστική απελευθέρωση από τη φθορά και τον θάνατο, δεν ήταν δυνατό να καταστεί επωφελής και σωτήρια για τους άλλους ανθρώπους ούτε η διδασκαλία ούτε τα θαύματα του Χριστού. Η πρόσληψη του θανάτου από τον Χριστό έγινε για να ζήσει ο κόσμος και ο άνθρωπος. Στην πατερική σκέψη, ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί μέγα μυστήριο, που σήμανε την κατάργηση της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου και εγκαινίασε τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό. Η ίδια η ενανθρώπηση έγινε δραστική και αποτελεσματική για την ανθρωπότητα μέσω του Σταυρού, του πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού. Δίχως την πρόσληψη της φθοράς και του θανάτου, δίχως τον τρόπο του Σταυρού, ο οποίος σήμανε την εκούσια θυσιαστική απελευθέρωση από την αιχμαλωσία στη φθορά και στον θάνατο, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. Τη θυσιαστική υπέρβαση που είχε ανάγκη η ανθρωπότητα, ώστε να επανακτήσει τη σχέση της με τον Θεό, αναλαμβάνει να επιτελέσει εκουσίως ο μόνος αναμάρτητος. Ο Χριστός υπέμεινε ελεύθερα τον θάνατο, τον οποίο δεν χρωστούσε, για χάρη των ανθρώπων που τον δοκιμάζουν αναγκαστικά εξαιτίας της πτώσης.

Η βιβλική εικόνα του «λύτρου» και της «καταλλαγής», η οποία θέλει να σημάνει την ελεύθερη κενωτική πρωτοβουλία του Θεού, προσέλαβεστη δυτική θεολογία της απολύτρωσης, από τον Αυγουστίνο και τον Άνσελμο έως τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, την έννοια του δικανικού ανταλλάγματος και της τιμωρίας για την ικανοποίηση της οργισμένης θείας δικαιοσύνης και την εξιλέωση της αμαρτωλής ανθρωπότητας μέσω της θυσίας του Μονογενούς Υιού του Θεού. Στην Ορθόδοξη Παράδοση όλη η πορεία και ο σκοπός της ενανθρώπησης, ακόμη και οι πλέον οδυνηρές όψεις του Σταυρού και του πάθους, πραγματοποιήθηκαν εκουσίως και από αγάπη. Η δε ευδοκία του Πατρός ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με την δικανικού, ψυχολογικού και ανθρωπομορφικού τύπου ικανοποίηση της θεϊκής δικαιοσύνης. Ο Πατήρ ευδοκεί το μυστήριο της ενανθρώπησης, αλλά δεν «τέρπεται» από το πάθος και τη θυσία του Μονογενούς Υιού του πάνω στον Σταυρό. Ο Θεός δεν είχε ανάγκη από τη θυσία του Χριστού. Ανάγκη είχε ο άνθρωπος και το έργο αυτό το πραγματοποίησε ο ενανθρωπήσας Υιός ελευθέρα και αγαπητικά κατά θεία συγκατάβαση. Η ιδέα του σαδιστή πατέρα που ικανοποιείται τιμωρώντας το τέκνο του, δεν εντάσσεται στο παράδοξο μυστήριο της άμετρης αγάπης του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου.

Κωνσταντίνος Παρθένης, Η Ανάσταση, 1917 -1919

 

«Καὶ παθόντα καὶ ταφέντα»

Με το πάθος του Θεανθρώπου, η πρώην νικημένη φύση με δικαιοσύνη αλλά και σοφία υπερνικά την αδικία και δολιότητα του κακού, της φθοράς και του θανάτου. Αντί της δαιμονικής αθανασίας, η οποία ισοδυναμεί με τον αΐδιο θάνατο, ο Σταυρός του Χριστού προξενεί την ίαση και απελευθέρωση από τον διπλό θάνατο του σώματος και της ψυχής. Και τούτο, διότι η ανθρωπότητα, η οποία έπαθε και πέθανε στον Σταυρό, υπήρξε αδιαιρέτως συνημμένη με την υπόσταση του Θεού και Λόγου. Αν και η ψυχή του Χριστού χώρισε τοπικά κατά την τριήμερη ταφή του σώματός του, ωστόσο παρέμεινε ενωμένη υποστατικά διά του Λόγου. Ο θάνατος της ανθρωπότητας του Χριστού, ενώ προκάλεσε τον χωρισμό της ψυχής από το άχραντο σώμα, δεν υπήρξε παρά προσωρινή ύπνωση. Γιατί όχι μόνο δεν προκάλεσε διαφθορά και διάλυση στο σώμα, αλλά η τριήμερη νέκρωση και ταφή έδωσε την ευκαιρία στον μόνο ελεύθερο από τα δεσμά του θανάτου Χριστό να κατέλθει στην Άδη. Με τον τρόπο αυτό το γεγονός του Χριστού φαίνεται να αφορά ολόκληρο το γένος των ανθρώπων. Ζωοποιούμενος από το Άγιο Πνεύμα, ο Χριστός κατέρχεται για να κηρύξει και να ζωοποιήσει τους απ’ αιώνος νεκρούς.

Το μυστήριο του πάθους και του θανάτου του Χριστού σημαίνει την πλήρη υπακοή και εγκατάλειψη στο θέλημα του Πατρός, η οποία κορυφώνεται στον Σταυρό και είχε ως αποτέλεσμα να αντιστρέψει τη θανάσιμη πορεία της αδαμικής παρακοής και αυτονόμησης. Ο εκούσιος θάνατός του Χριστού δεν συνιστά αναγκαιότητα, την οποία επέβαλε ο χωρισμός από τη θεία ζωή, αλλά απάρνηση της αυτοτέλειας και ολοκληρωτική εμπιστοσύνη και παράδοση στην ευδοκία του Θεού και Πατρός, όπως την πραγματοποιεί με την ελεύθερη και αγαπητική κένωσή του. Ο Χριστός με τον θάνατό του καταλύει και συντρίβει τα δεσμά του θανάτου, λυτρώνοντας το γένος των ανθρώπων από τη φθορά.

 

«Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα»

Η ανάσταση δεν προέρχεται αυτοματικά από τη σχέση του Ιησού με μία απρόσωπη ιδιότητα της θεότητας. Ο Θεός και Πατήρ διά του Αγίου Πνεύματος, το οποίο συνέχει εξαρχής και ζωοποιεί με τον μυστικό τρόπο του το δεσποτικό σώμα, αλλά και ο ίδιος ο απαθής Λόγος, ο οποίος προσωπικά διακρατεί άρρηκτα την προσληφθείσα ανθρώπινη φύση, συνεργούν στην ανάσταση και ζωοποίησή της. Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης και η διδασκαλία των Πατέρων αποδίδει τον ιδιαίτερο ρόλο του Αγίου Πνεύματος στην ανάσταση του Χριστού, ονομάζοντάς την πνευματική κατεξοχήν. Το αναστημένο σώμα του Κυρίου είναι πνευματικό, δεν είναι όμως άκτιστο, αλλά κτιστό ως πλήρως ανακαινισμένο και ζωοποιούμενο με τον τρόπο των ακτίστων ενεργειών του συνεργούντος Πνεύματος. Στο πλαίσιο της δικανικής θεολογίας, η Ανάσταση εκλαμβάνεται ως το νομικό αντίτιμο του λύτρου, το οποίο κατέβαλε ο Χριστός κατά τη σταυρική του θυσία. Γι’ αυτό και είναι αυτονόητο να μην παραχωρείται καμία θέση στο Άγιο Πνεύμα. Τούτο συμβαίνει όχι γιατί απλώς αγνοείται ο ιδιαίτερος ρόλος του, αλλά κυρίως διότι αυτό καθαυτό το γεγονός της Ανάστασης τοποθετείται στο απρόσωπο πλαίσιο μιας κακώς εννοούμενης θείας δικαιοσύνης ή παντοδυναμίας, η οποία ενεργεί αυτοματικά, ερήμην των Τριαδικών υποστάσεων. Ο Χριστός είναι ο πρωτότοκος των νεκρών, ο οποίος εισάγεται στην κτίση, αποκαλύπτοντας τον σκοπό και το τέλος της δημιουργίας. Ο Χριστός είναι ο κληρονόμος και ο ανακεφαλαιωτής της κτίσης. Ο αρχικός άνθρωπος πλάστηκε στην προοπτική του καινού εν Χριστώ ανθρώπου. Εξαρχής ο άνθρωπος είχε ως σκοπό της ζωής του την αθανασία. Αυτό που απέτυχε να πραγματοποιήσει ο πρώτος Αδάμ, το κατόρθωσε με το σώμα του ο Χριστός. Παραδόξως, λοιπόν, ο Χριστός αναδεικνύεται σε αρχέτυπο της ζωής και σε παράδειγμα του παλαιού και ατελούς ανθρώπου, ο οποίος μετά την αστοχία του προπατορικού αμαρτήματος «κατεπόθη» ως θνητός από τη γη. Ο πρεσβύτερος έγινε μίμημα του δευτέρου κατά την εικόνα, διότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, γενάρχης και ηγέτης της τέλειας και αθάνατης ζωής του «καινού ανθρώπου».

 

Η Ανάσταση, Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολη, 1316- 1321

 

Η εν Χριστώ ένωση κτιστού και ακτίστου δεν αποχωρίζει τον αναστημένο από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, αλλά απεναντίας τον καθιστά κέντρο και απαρχή της αληθινής ζωής. Η Ανάσταση του Χριστού απέβη ανάσταση και ανανέωση του ανθρώπου, ο οποίος παλινδρόμησε και επανήλθε εκ νέου προς την αθάνατη ζωή. Όπως κανείς δεν στάθηκε μάρτυρας κατά την πλάση του πρώτου Αδάμ, έτσι κανείς δεν είδε την Ανάσταση του δεύτερου Αδάμ. Ο Χριστός φανερώνεται στους μαθητές του «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Ελεύθερος από τους νόμους της φθοράς και της ανάγκης, ενώ δεν έχει ανάγκη τροφής για να ζήσει, θα φάγει μαζί τους για να δείξει την πραγματικότητα της Ανάστασής του. Στις συναντήσεις του αυτές ο αναστημένος Χριστός εδραιώνει την πίστη των μαθητών, διανοίγει τον νου τους στη γνώση των Γραφών, ώστε να αναγνωρίσουν την εκπλήρωση του επίγειου έργου του Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Κυρίως, όμως, τους προετοιμάζει να δεχθούν την υπόσχεση του Θεού Πατρός για την έλευση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο θα οικοδομήσει την Εκκλησία του και θα εμπνεύσει την αποστολή της προς τον κόσμο. Οι μαθητές άκουσαν για πρώτη φορά από τον Ιησού την επαγγελία αυτή, λίγο πριν το πάθος. Τώρα πλέον ο αναστημένος Ιησούς ως εξουσίαν έχωνμεταδίδει στους μαθητές του τα χαρίσματα και τις δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος.

 

Η Ανάσταση του Χριστού στο κέντρο της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας

 

Ο Σταυρός και η Ανάσταση του Χριστού είναι τα μεγάλα γεγονότα του Ευαγγελίου, τα οποία μάλιστα αναφέρονται εκτεταμένα στις βιβλικές διηγήσεις για το πάθος. Γι’ αυτό και αποτελούν την καρδιά και το κέντρο της πίστης και της λατρευτικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Το Πάσχα της Εκκλησίας είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή στη μέση της άνοιξης. Ο θάνατος του Χριστού σήμανε την ανάσταση του ανθρώπου. Ευθύς μετά την Πεντηκοστή, η αρχαία Εκκλησία εξέφραζε αυτή την αναστάσιμη εμπειρία και πίστη στη λειτουργική ζωή της με επίκεντρο την πασχάλια εμπειρία της Θείας Ευχαριστίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Καινή Διαθήκη, πέρα από τη μαρτυρία των ευαγγελιστών, η εμπειρία της Εκκλησίας αποτυπώνεται σε μια σειρά από τις πρώτες ομολογίες πίστεως που αναφέρονται στην ιστορία και θεολογική ερμηνεία του πάθους και της Ανάστασης του Χριστού. Πάνω στην πασχάλια εμπειρία της η Εκκλησία θεμελίωσε και ζούσε εν αγαλλιάσει τη βαπτισματική και ευχαριστιακή ζωή της. Με άξονα την εορτή του Πάσχαη Εκκλησία οικοδόμησε σταδιακά ολόκληρη την πλούσια λειτουργική και υμνολογική της παράδοση, αλλά και το ιεραποστολικό, κατηχητικό και ποιμαντικό της έργο. Η λατρεία της αναπτύχθηκε με βάση τη συνεχή και επαναλαμβανόμενη λειτουργική βίωση του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού. Με κέντρο τις κατανυκτικές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και την πανηγυρική αναστάσιμη Λειτουργία του Πάσχα, οι περίοδοι του λειτουργικού έτους, η κατανομή των βιβλικών αναγνωσμάτων, ο κύκλος των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, η ανάπτυξη της πλούσιας υμνολογίας, η κατηχητική και ομιλητική παράδοση των Πατέρων, αλλά και η ανάπτυξη του εικονογραφικού κύκλου και της ναοδομίας αποτέλεσαν τους τρόπους με τους οποίους η Εκκλησία ενέταξε στην πορεία της μέσα στον χρόνο και στον πολιτισμό καθ’ οδόν προς τη Βασιλεία, τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα. Ο χρόνος της Εκκλησίας είναι πλέον ο λειτουργικός της χρόνος, ο οποίος κινείται διαρκώς γύρω από τη βίωση της πασχάλιας πορείας του Χριστού κατά ένα παράδοξο τρόπο. Δεν πρόκειται για γεγονότα που απλώς συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά για γεγονότα που διάνοιξαν τον χρόνο προς τα έσχατα της ιστορίας, εγκαινιάζοντας ήδη τη Βασιλεία του Χριστού. Έτσι, η Εκκλησία ζει και μετέχει στα γεγονότα της επίγειας ζωής του Χριστού, τα οποία κορυφώνονται δραματικά στον Σταυρό και στην Ανάσταση ως να συμβαίνουν τώρα στο λειτουργικό παρόν της και διά του τρόπου αυτού ανακεφαλαιώνει βιωματικά, αλλά και προγεύεται ήδη από τώρα την εσχατολογική παρουσία του ένδοξου και αναστημένου Χριστού της Βασιλείας.

Εκκινώντας από το γεγονός της Ανάστασης, η Εκκλησία οδηγήθηκε δια του Παρακλήτου Πνεύματος στις υπαρξιακές συνέπειες και στις εσχατολογικές προεκτάσεις του γεγονότος αυτού για τη ζωή και πορεία του κόσμου και του ανθρώπου. Γι’ αυτό και διαμόρφωσε το θεολογικό και ευχαριστιακό της πλαίσιο με βάση την εκ νέου παρουσία του αναστάντος και αναληφθέντος Χριστού, ο οποίος με την επίκληση και δράση του Αγίου Πνεύματος επιστρέφει μυστηριακά και είναι παρών στη ζωή της «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μαρκ. 16,12), όπως και κατά την αναστάσιμη πορεία προς Εμμαούς «ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. 24,35). Οσάκις τελείται η Θεία Ευχαριστία, «τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλομεν καὶ τὴνἈνάστασιν ὁμολογοῦμεν» (Θ. Λειτουργία Ιακώβου του Αδελφοθέου). Η βίωση αλλά και η προσδοκία της Ανάστασης διαποτίζει ολόκληρη τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Η Κυριακή ημέρα τέλεσης της Ευχαριστίας αντικαθιστά το Σάββατο. Ο λειτουργικός της χρόνος έχει αφετηρία και τέλος αυτή την ημέρα, η οποία συμβολίζει την υπέρβαση του εβδοματικού και συμβατικού χρόνου, γιατί είναι η ογδόη ημέρα, η οποία προλαμβάνει και προγεύεται τον άχρονο εσχατολογικό χρόνο της Βασιλείας. Κάθε χρόνο το Πάσχα είναι ένα ταξίδι προς την αναστάσιμη εμπειρία της Βασιλείας. Ο λειτουργικός χρόνος συνδέεται άρρηκτα με τον εορτασμό του Πάσχα, και ο ετήσιος εορτολογικός κύκλος κινείται με βάση την αναστάσιμη υμνολογία της Οκτωήχου ανά οκτώ εβδομάδες, όπως απαράμιλλα την σμίλεψε ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Όλα συμβαίνουν πλέον σε έναν εντελώς ανακαινισμένο χρόνο, ο οποίος διανοίγεται προς τα έσχατα.

Γιώργου Κόρδη, Το Κενό Μνημείο – Ανάσταση

 

Ωστόσο, το γεγονός της Ανάστασης δεν είναι ένα αντικειμενικό γεγονός στα όρια της φυσικής νομοτέλειας αυτού του κόσμου της φθοράς και του θανάτου, το οποίο συμβαίνει φυσικά ή αποδεικνύεται και κατανοείται με τις φυσικές μας αισθήσεις και ικανότητες. Η Ανάσταση του Χριστού δεν κατανοείται ούτε αποδεικνύεται, αλλά βιώνεται με την πίστη και μέσα στη μυστηριακή ζωή και λειτουργική εμπειρία της Εκκλησίας. Είναι υπόθεση της προσωπικής ελευθερίας της πίστης και όχι ένα συμβάν έξω από το μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας. Η Ανάσταση είναι η αποκορύφωση της ιστορίας της σωτηρίας, η οποία είναι η ιστορία της Εκκλησίας, η πηγή της πίστης, της λατρείας και της ζωής της. Συνάμα, η Ανάσταση είναι και το θεμέλιο της μαρτυρίας και της αποστολής της προς τον κόσμο. Δίχως την ελπίδα και προσδοκία της Ανάστασης και της ζωής του μέλλοντος αιώνος, η πίστη της Εκκλησίας είναι μάταιη και ο λόγος της είναι κενός. Αυτή η αναστάσιμη εμπειρία αποτελεί διαχρονικά τη βάση και το θεμέλιο της αποστολής της Εκκλησίας «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πρ. 1,8). Η Εκκλησία στην εποχή μας, η οποία χαρακτηρίζεται από τον θάνατο του Θεού και την απουσία της αναστάσιμης εμπειρίας, οφείλει να μεταγράψει και να ερμηνεύσει εκ νέου την πίστη και εμπειρία της στον αναστάντα Χριστό, ο οποίος πέθανε πραγματικά και εκούσια για να συναντήσει τον άνθρωπο εκεί που πραγματικά βρίσκεται, μέσα στην αλογία της φθοράς, της οδύνης και του θανάτου, για να τον αναστήσει στην όντως ζωή.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.