–Μια αφήγηση μνήμης και μετάβασης
Στο νέο της έργο «Η Παναγία του Βλαντίμιρ. Από το Νοβοροσίσκ στον Πόντο και ξυπόλυτοι στη Μακεδονία», η Έλενα Αρτζανίδου υφαίνει έναν λόγο συγκρατημένο αλλά πυκνό, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι όπου η ιστορική μνήμη συναντά τον στοχασμό και η συλλογική εμπειρία την υπαρξιακή αναζήτηση.
Με ιδιαίτερη λεπτότητα και φιλοσοφική ωριμότητα, η συγγραφέας δεν καταγίνεται απλώς με την ανασύσταση του παρελθόντος· αντίθετα, διανοίγει πεδία ενσυναίσθησης, νοηματοδότησης και μετάβασης από την ιστορική τραγωδία στην υπαρξιακή ελπίδα.
Η αφήγηση ξεκινά στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, σε έναν τόπο όπου οι πολιτισμοί και οι ταυτότητες διασταυρώνονται όπως τα ρεύματα του νερού που τον περιβάλλει. Εκεί, Πόντιοι, Κοζάκοι και Ρώσοι συνυπάρχουν σε μια λεπτή ισορροπία καθημερινής αρμονίας, την οποία η Ιστορία —πάντα απρόσκλητη— έρχεται να διαρρήξει. Ο καπετάν Γιάννης, με το ξύλινο καράβι του, μεταφέρει από την Τραπεζούντα στο Νοβοροσίσκ όχι μόνο εμπορεύματα, αλλά και το άυλο φορτίο της ανθρώπινης σχέσης: βαρέλια κρασί που ενσαρκώνουν τη φιλία, τη φιλοξενία, την υπόσχεση της επιστροφής.
Όταν ο πόλεμος κηρύσσεται από τον τσάρο Νικόλαο Β’, η γαλήνη αυτή θρυμματίζεται. Ο Αλέξιος, ο Κοζάκος οικοδεσπότης, καλείται στο αυστροουγγρικό μέτωπο, αφήνοντας πίσω τη Βαλεντίνα —μια γυναίκα με τη δύναμη να μετατρέπει την οδύνη σε δημιουργική πράξη μνήμης. Η παραγγελία μιας εικόνας της Παναγίας του Βλαντίμιρ, με μια προσωπική αφιέρωση, δεν είναι μόνο μια χειρονομία ευλάβειας· είναι μια σιωπηλή διακήρυξη πίστης στον δεσμό, στην προσδοκία, στη δυνατότητα επιστροφής ακόμη και όταν όλα προμηνύουν την απώλεια.
Από τη στιγμή αυτή, η εικόνα αποκτά δική της βιογραφία. Διασχίζει σύνορα και εποχές, φτάνει στην Αμάσεια του Πόντου λίγο πριν το πυρ των Νεοτούρκων μετατρέψει οικισμούς σε στάχτη, συνοδεύει μαχητές, μανάδες και ορφανά. Το 1920 καταλήγει στο Καράπουρναρ του Κιλκίς, μαζί με εκείνους που εγκαταλείπουν πατρίδες «ξυπόλητοι», κουβαλώντας στις ψυχές τους έναν άυλο οίκο που δεν υπόκειται σε γεωγραφικούς περιορισμούς.
Η Έλενα Αρτζανίδου δεν καταγράφει απλώς μια διαδρομή· την επενδύει με τη στοχαστική διάσταση του ταξιδιού ως υπαρξιακής μετάβασης. Η εικόνα δεν λειτουργεί μόνο ως υλικό κειμήλιο· αλλά ως νοηματικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι διαδρομές των ανθρώπων και τα θραύσματα της συλλογικής μνήμης. Άλλοτε αναδύεται μέσα από προφορικές μαρτυρίες κι άλλοτε εμφανίζεται σιωπηλή, συνοδεύοντας τα πρόσωπα στις μετακινήσεις τους, διασχίζοντας θαλάσσιες οδούς, συνοριακούς σταθμούς και προσωπικές εστίες.
Η θαλάσσια συνάντηση με το Νοβοροσίσκ, η μετάβαση στον Πόντο και η σχεδόν τελετουργική άφιξη «ξυπόλυτοι» στη μακεδονική γη, συνθέτουν έναν αφηγηματικό ρυθμό όπου το παρελθόν και το παρόν αλληλοδιαπλέκονται όχι ως ευθύγραμμη αλληλουχία, αλλά ως κυκλική επιστροφή. Οι μορφές που παρελαύνουν στις σελίδες δεν εξιδανικεύονται· φέρουν τις εγκοπές της απώλειας και την πεισματική αφοσίωση στη διατήρηση του άυλου οίκου τους. Έτσι, η πλοκή υπερβαίνει το χρονικό της μετακίνησης και μετασχηματίζεται σε φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην επιμονή της ζωής να αναζητά μορφή ακόμη και μέσα στα ερείπια.
Η μορφή της Παναγίας του Βλαντίμιρ αναδεικνύεται ως το καθαρτήριο σύμβολο μιας παρουσίας που υπερβαίνει τη θρησκευτική της σημασιοδότηση. Καθίσταται η εικονογραφική ενσάρκωση της συμπόνιας ως μεταφυσικής αρχής· όχι απλώς μια Μητέρα του Θείου, αλλά η Μεσίτρια του ανθρώπινου πόνου, της σιωπηρής αντοχής, της τραγικής μνήμης. Η εικονοποιημένη θλίψη στο βλέμμα της δεν αφορά μόνο το Θείο Βρέφος· αφορά το σύνολο του απορφανισμένου ανθρώπου.
Το δεύτερο σημείο νοηματικής πυκνότητας του έργου εντοπίζεται στη διαλεκτική σχέση εικόνας και ιστορικότητας. Ο ξεριζωμός των Ποντίων, όπως εγγράφεται στον αφηγηματικό ιστό του βιβλίου, δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως χρονικό συμφοράς, αλλά ως κοσμοειδές τραύμα, ως θραύσμα εντός μιας συλλογικής συνείδησης που παλεύει να διασώσει την ταυτότητά της. Η Παναγία του Βλαντίμιρ ενσαρκώνει εκείνη την υπερβατική μορφή που μετατρέπει τον πόνο σε προσδοκία, τη μνήμη σε εσωτερικό τόπο επαναθεμελίωσης του νοήματος.
Το βιβλίο δεν προσφέρεται για βιαστική ανάγνωση. Αξιώνει εσωτερική σιωπή, περισυλλογή και διαλογική στάση. Η γλώσσα του συγκρατημένη, υπηρετεί την εννοιολογική βαρύτητα χωρίς να εκπίπτει σε συναισθηματισμό.
Ένα έργο που δεν διδάσκει, αλλά συνοδεύει· δεν ερμηνεύει το παρελθόν, αλλά το καθιστά ζωντανό ερώτημα για το παρόν και το μέλλον.
Η Τάνια Κολυμπάρη είναι Δρ. Παιδαγωγικής, ακαδημαϊκή συνεργάτις και στέλεχος στην ανώτατη εκπαίδευση
