Έβλεπε πάντα το ίδιο θέμα. Άρχιζε την ώρα του απομεσήμερου όταν χαλάρωνε δίπλα στη θάλασσα, λίγο πριν ξεκινήσει την απογευματινή παράδοση στο Πανεπιστήμιο. Κάρφωνε το βλέμμα στο διάφανο τ’ ουρανού εκεί που γινόταν ένα με το ασημένιο νερό της κι ονειροπολούσε.
Καθηγητής στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών είχε συμπληρώσει πολλά εξάμηνα παραδόσεων και εξετάσεων κι ήταν το όνομά του γνωστό και περιζήτητο στους πανεπιστημιακούς κύκλους. Τα έδρανα στις ομιλίες του ήταν πάντα γεμάτα από φοιτητές όλων των ετών που θαύμαζαν τις γνώσεις και τη στάση ζωής του. Ό,τι πρέσβευε τα τηρούσε. Εκείνα τα πιστεύω του ειδικά για την αναγέννηση της ελληνικής γλώσσας είχαν αγγίξει πολλές συνειδήσεις, ακόμη κι ανάμεσα σε συναδέλφους του. Γιατί αντιστεκόταν. Απέναντι στους νέους ξενισμούς που υιοθετούνταν στην καθομιλουμένη. «Start up επιχειρήσεις» γινόταν «καινοφυείς», «meeting» άλλαζε σε «συνάντηση» κ.ο.κ. Έφταναν οι φράσεις που εντάχθηκαν ερήμην μας στο λεξιλόγιό μας να μην το συνεχίσουμε στο διηνεκές, σχολίαζε αβίαστα στους φοιτητές του. Δούλευε ακατάπαυστα μεταφράζοντας σύγχρονη λογοτεχνία και αρχαία φιλοσοφικά κείμενα. «Η γνώση ελευθερώνει», έλεγε συχνά.
Γι’ αυτόν η Γλώσσα ήταν ένα σπουδαίο όχημα. Για την επικοινωνία, την κοινωνικοποίηση, την επιβίωση, τη ζωή μας. Η Ελληνική ιδιαίτερα που δίδασκε ήταν γι’ αυτόν μια γλώσσα θαυμαστή. Αρθρογραφούσε επιχειρηματολογώντας γι’ αυτό ακατάληπτα. Προσκεκλημένος στα διεθνή φόρα εισέπραττε εγκωμιαστικά σχόλια και παρατηρήσεις για την επιμονή του. Στόχος του ήταν να αφυπνίσει, όχι τόσο την επιστημονική κοινότητα η οποία αγωνιούσε σαν κι εκείνον, ούσα ενήμερη για την ταχύτητα των κοινωνικών αλλαγών, αλλά τον κόσμο της πολιτικής ελίτ του τόπου του που παρήγαγε και τις αποφάσεις που καθόριζαν το μέλλον της παιδείας και της αυριανής νεολαίας. Που θα διδασκόταν από μια οθόνη, και θα ενημερωνόταν μέσω των κοινωνικών δικτύων συνομιλώντας όχι δια ζώσης αλλά μόνο με γραπτά μηνύματα. Θα προβληματίζονταν, άραγε, από την ανάγνωση ενός βιβλίου οι μελλοντικές γενιές; Και το βιβλίο; θα υπάρχει ακόμη;
Αυτοί οι προβληματισμοί κατέτρωγαν το νου του το τελευταίο διάστημα. Το πρόσφατο άρθρο στην εφημερίδα όμως θα του έδινε αφορμή για πρόσθετη σκέψη…και δράση. «Αναστέλλονται οι επιχορηγήσεις του σχετικού υπουργείου για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία της Ευρώπης», έγραφε στο πρωτοσέλιδο. Είχε συμβεί και παλιότερα. Θυμωμένες και γεμάτες διαμαρτυρία οι σκέψεις του αποτυπώνονταν συχνά στη στήλη που τηρούσε στην τοπική εφημερίδα. «Δεν είναι εφικτό να συνεχίσουμε τώρα. Αλλά θα το επανεξετάσουμε…» εισέπραττε την απάντηση. Κι έμενε άγρυπνος για να βρει και να δώσει ο ίδιος μια λύση. Να υλοποιήσει εκείνο το μεγάλο όραμα. Να αναστήσει εκ νέου τη γλώσσα του Ομήρου, του Ιουστινιανού, του Μακρυγιάννη. Τη γλώσσα των παιδιών του. Με τις δυνάμεις της παγκόσμιας κοινότητας, των στοχαστών και φιλοσόφων που είχαν μελετήσει κι εμπνέονταν από κάθε τι ελληνικό.
Το όραμά του διατηρούνταν ζωντανό και κινητοποιούσε τη μέρα του. Πήρε σάρκα, μεταμορφώθηκε και τον επισκεπτόταν αδιάλειπτα το τελευταίο διάστημα. Κάθε που κοιτούσε τη θάλασσα.
Χθες την είδε εμπρός του ολόφωτη ντυμένη στα λευκά να του γνέφει σαν παλιά γνωστή του. Φορτωμένος ο μανδύας της γράμματα, ολόμαυρα κυματιστά σαν μπαστουνάκια όλο κίνηση και ήχους. Σαν να ετοίμαζαν μια μουσική σύνθεση χτυπούσαν πάνω στο κορμί της και βούιζαν στο κεφάλι του σφυριά. Του θύμιζαν την παλιά γραφομηχανή του. Μπιπ, μπιπ, μπιπ. Τα κοιτούσε μ’ έκπληξη, περίεργος για την πορεία που θα ακολουθούσαν. Έπαιρναν φόρα και χτυπούσαν τον ολόφωτο μανδύα Εκείνης που βάδιζε αδιάφορη για τα χτυπήματα στο σώμα της σαν άτρωτη Θεά. Συνέχιζε να την παρατηρεί με όλες τις αισθήσεις του ξύπνιες. Ερχόταν μέσα από τους κυματισμούς της θάλασσας και με τη δύναμη του ανέμου τα μαύρα μπαστουνάκια στοιβάζονταν εμπρός στα μάτια του. Έμοιαζαν τώρα με ψηφίδες στοιχειοθεσίας έτοιμες να τυπωθούν στο εξώφυλλο άγνωστου βιβλίου. Κι όσο μαζεύονταν οι τόνοι πάνω στα ψηφία, πλησίαζε Εκείνη και του ψιθύριζε στ’ αυτί. Ένιωθε τον αντίλαλο της φράσης της μακριά στον νοτισμένο ορίζοντα μα να την ακούσει δεν μπορούσε. Όμορφα σκορπίζονταν τα λόγια της με τις ριπές του ανέμου. Τον άγγιζαν σχεδόν στα μαλλιά. Τι λες; Της φώναξε; Ποια είσαι; Τα γράμματα στο άκουσμα της φωνής του χάθηκαν ξαφνικά πίσω από τις φωτεινές κουρτίνες του ήλιου. Πύρινη πρόβαλε εμπρός του η λέξη και κόλλησε στο φόντο του ουρανού σαν διαφημιστική ταινία αεροπλάνου: ΑΒΓΔΕΖ….Ω
Σαν να τον κέντρισε ηλεκτρικό φορτίο τινάχτηκε από την πολυθρόνα του. Ήταν τώρα περισσότερο σίγουρος για τα επόμενα βήματά του. Είχε ένα όραμα, μια σπουδαία ιδέα. Κι ήταν βέβαιος πως οι συνάδελφοι του θα τον ακολουθούσαν. «Ένας λαός είναι η γλώσσα του», σκέφτεται. Κι εκείνη η θεά στο όραμά του είναι η ελληνική γλώσσα που δε θέλει να ξεχαστεί, που αναγεννιέται όσο υπάρχουμε, τη γράφουμε και τη μιλάμε.
