Τρύπα
Βρίσκεται ακριβώς στην άκρη του ουρανού, ανάμεσα
στα σύννεφα. Αν υψωθείς και κοιτάξεις από κοντά,
μπορείς για μια στιγμή να δεις εκείνον τον κόσμο.
Εκείνη την πόλη, τον δυνατό ποταμό κι εκείνους τους ανθρώπους
σε δωμάτιο. Αλλά τι μπορεί να σημαίνουν αυτά τα χαρτιά,
η ακαταστασία, ο μισοτελειωμένος καφές, αυτά τα τσιγάρα στο τραπέζι;
Ποια είναι αυτή η γυναίκα, που με τις κινήσεις και το σώμα της προσποιείται τόσο επιδέξια εσένα, κι αυτός ο άντρας δίπλα της,
που μιμείται εμένα; Και τι είναι αυτά τα ντροπαλά βλέμματα,
το αγχωμένο ντύσιμο, τα ανακατεμένα μαλλιά
και το μόλις ορατό τρέμουλο των χεριών; Αυτή η άφωνη
κίνηση των χειλιών προς τη μεριά μας,
και αυτό πως, ξαφνικά αρχίζουν να μιλάνε, να φωνάζουν κάτι;
Και αυτό, το τεράστιο δάχτυλο
που τη βουλώνει την καθοριστική στιγμή;
Πηγή: Anima, 1999
Σκουλήκι
Καμιά φορά τους θυμίζω τον εαυτό μου. Όλα τα χαμένα γράμματα
έρχονται μια μέρα, και το να τα κάψεις δεν βοηθά.
Μαύρες στάχτες χαρτιού αιωρούνται στον αέρα, κάθονται στα χείλη.
Στα όνειρα στέκομαι κοντά, το πρωί φαίνονται σημάδια στα σεντόνια.
Δεν θα πλυθούν με τίποτα. Καμιά φορά, από εκεί, τους θυμίζω τον εαυτό μου,
ψιθυρίζω ξόρκια σιωπηλά, χωρίς θυμό. Εκεί αμέσως φωνάζουν
μέσα στη νύχτα, κάνουν λάθος στους υπολογισμούς και ξαφνικά σπάνε το γυαλί, προσωρινή κούραση, συγγνώμη. Το σαπούνι δεν το ξεπλένει αυτό.
Καμιά φορά το σκέφτομαι και δεν μπορώ να κοιμηθώ, ακόμα εδώ μου μεγαλώνουν τα μαλλιά και τα νύχια.
Καμιά φορά νομίζω
πως κάποιος ήρθε, ακούγονται βήματα και η άμμος χύνεται
στα ανοιχτά μάτια. μια τέτοια μέρα Φαντάζομαι.
Πηγή: Anima, 1999
Παράθυρο
Χιονόνερο, αργά το βράδυ, τα αμύγδαλα του Μαρτίου
του φωτός και του θανάτου. Σήμερα κατοίκησα
στην ανάσα του ποταμού, σαν να είχα γίνει θεός
αυτών των σπιτιών από κόκαλα ψαριών, ιερών ψαριών
και των γυναικών με τα μελανιασμένα χείλη. Το βράδυ άρχισα
τη δεύτερη ζωή. Από εδώ καθαρά φαίνεται
το παράθυρο και η κουζίνα, όπου κάθεσαι στο τραπέζι
και διαβάζεις. Αργά, η λάμπα μόλις σβήνει.
Πηγή: Anima, 1999
Ωκεάνια Επιστολή
Ποτέ πια δεν θα επιστρέψω εδώ. Ρίχνω για ενθύμιο
στον κόλπο ένα μπουκάλι από ξηρό πόρτο
αγορασμένο με τα τελευταία ψιλά που βρήκα,
ίσως αυτό, μετά από χρόνια, να φράξει κάπου
την αορτή του κόσμου
αν είναι αλήθεια πως κι αυτός έχει παρόμοια
με τη δική μας, κυκλοφορία νερών, ποτών και υγρών,
κι αν πιστέψουμε πως κάπου, στο τέλος,
ρέουν όλα τα βλέμματά μας, πως κάπου τελειώνουν
οι ράγες, τα καλώδια, τα κιγκλιδώματα, πως στο τέλος
υπάρχει επιτέλους εκείνη η καταραμένη ντουλάπα
όπου θα βρεθούν όλα τα χαμένα γάντια. Όταν φτάσει εκεί,
εγώ θα έχω ήδη πάρει την πτυσσόμενη θέση μου,
στο διαστρικό κουπέ, κι αν ο κόσμος
δεν θα σταματήσει γι’ αυτό, τουλάχιστον
η καρδιά του θα ραγίσει.
Πηγή: Chata umaita, 2001
Μυρμήγκια και καρχαρίες
Το μυρμήγκι καταβροχθίζει την προνύμφη — σύμφωνα με τους νόμους της φύσης·
κι ένα παιδί τρώει το μυρμήγκι — λίγο τσούζει στη γλώσσα,
η περιέργεια πάντα τσούζει. Το παιδί θα καταπιεί
τον καρχαρία σε μια παραδεισένια ακτή της Γκόα, όμως από ψηλά
ο Θεός βλέπει, και πιάνει τον καρχαρία,
όπως πιάνει το ποντίκι, την τίγρη και τον ελέφαντα.
Κι ο ποιητής θα καταβροχθίσει τον Θεό στο δωμάτιό του·
δυστυχώς θα τραφεί απ’ όλα. Το τέρας, όμοιο με κάπρο,
φουσκώνει και αποβάλλει. Τρέφεται με χαρτί,
μα αφήστε το να μπει στο σπίτι κι εκεί, στα σεντόνια,
θα βρει κρυμμένα ίχνη ονείρων, αγάπης — θα κλέψει
ό,τι έχετε ιερό, θα το μασήσει, θα σκεπαστεί
μ’ άσπρη σάρκα και δηλητηριώδη τρίχα·
αρκεί μονάχα να το αγγίξεις, να το ακουμπήσεις τυχαία.
Πηγή: Κατασκήνωση, (Kolonie, 2006)
Γυναίκες και χρυσάφι
Είμαστε πέντε εδώ κι εκείνη μόνο μία. Όταν
ήρθαμε χθες να κολυμπήσουμε στη θάλασσα,
για πρώτη φορά είδα τι σώμα μπορεί
να έχει ένας άγγελος. Είμαστε πέντε και όλοι οι αγώνες
είναι αγώνες γι’ αυτήν· μόνο για την εύνοιά της
παίζεται το παιχνίδι κάθε βράδυ. Δεν ξέρω
να κολυμπώ τόσο καλά όσο ο Α. κι οι άλλοι
και σίγουρα χορεύω χειρότερα απ’ τον Σ. ή τον Μ. — κι εκείνη τον λατρεύει.
Δεν έχω τέτοιο αυτοκίνητο, όπως ο Π. — κι εκείνη αγαπά
τα σπορ αμάξια. Δεν μπορώ να της αγοράσω
αρώματα σε τέτοια γκαλερί ούτε να την καλέσω
σε κλαμπ, όπως εκείνοι. Είμαι απ’ την πιο άγρια,
την πιο φτωχή χώρα — κι όμως, παρ’ όλα αυτά,
σήμερα τη νύχτα θα ’ρθει στο δικό μου κρεβάτι.
Πηγή: Κατασκήνωση, (Kolonie, 2006)
Βιογραφικό
Ο Τόμας Ρουζίτσκι γεννήθηκε το 1970 στο Όπολε της Άνω Σιλεσίας. Σπούδασε Ρομανικές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο Γιαγκελόν της Κρακοβίας και εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών και μεταφραστής γαλλόφωνης ποίησης. Έγινε γνωστός στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με συλλογές όπως Vaterland (1997), Anima (1999), Chata umaita (2001) και Świat i Antyświat (2003), που συνδυάζουν αυστηρή μορφή με στοχασμό πάνω στην ταυτότητα και τη μνήμη.
Το εκτενές ποίημά του Dwanaście stacji (Δώδεκα σταθμοί, 2004) του χάρισε το Βραβείο του Ιδρύματος Kościelski και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους σημαντικούς Πολωνούς ποιητές. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Bill Johnston (Zephyr Press, 2015). Άλλα σημαντικά έργα του είναι το Kolonie (Κατασκήνωση, 2006), Błędna kartografia Europy (2020), βραβευμένη με το Βραβείο «Πρέσβης της Νέας Ευρώπης», και το Ręka pszczelarza (Το χέρι του μελισσοκόμου, 2022), που απέσπασε το Βραβείο Wisława Szymborska το 2023.
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν τιμηθεί διεθνώς. Η αγγλική μετάφραση της συλλογής Kolonie (Αποικίες, Zephyr Press, 2011, μτφρ. Mira Rosenthal) κέρδισε το Βραβείο Μετάφρασης της Βόρειας Καλιφόρνιας και ήταν υποψήφια για τα βραβεία Griffin και Oxford-Weidenfeld.
Η ποίησή του δημοσιεύεται τακτικά σε διεθνή περιοδικά όπως The New York Review of Books, Guernica, The Kenyon Review και Michigan Quarterly Review. Ο Ρούζιτσκι ζει και εργάζεται στο Όπολε με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά του.
Λέσεκ Πάουλ
