You are currently viewing Βάλια Ζαπώνη: ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΤΩΝ ΓΛΥΚΩΝ

Βάλια Ζαπώνη: ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΤΩΝ ΓΛΥΚΩΝ

Κάτω από τον ουρανό, πάνω από τη γη,

Πέφτοντας από τον ουρανό, ανεβαίνοντας προς τον ουρανό,

Κείτεται ο τάφος ο δικός σου

Χάννα Αρέντ

 

Οι μέρες δύσκολες, εφιαλτικές με τις ειδήσεις να σε καρφώνουν στα μηνίγγια και οι νεκροί όλο και να πληθαίνουν. Οι άμαχοι να κάνουν ουρές στα σύνορα κι οι πολεμικοί ανταποκριτές να σε σφυροκοπάνε με τις λεπτομέρειες του ωμού εγκλήματος που διαπράττεται μπροστά στα μάτια μας …

Ψυχοσάββατο σήμερα και  συμπίπτει με ιστορικά γεγονότα που αλλάζουν την ιστορία, την συλλογική, αλλά και την ατομική… Η θύμηση με πηγαίνει  μέσα στο χρόνο, σε άλλες εποχές σε άλλα χώματα, σε άλλα γεγονότα. Τότε που μικρή στη Φλώρινα περίμενα το Φλεβάρη για το Ψυχοσάββατο των γλυκών ! Μέσα στα χιόνια, πάνω στους τάφους. Οι νεκροί σμίγανε με τους ζωντανούς σ΄ ένα κρεσέντο φωνών, ευθυμίας, ευτυχίας, κι ευδαιμονίας. Ο κάτω κόσμος αντάμωνε με   τον επάνω,  Ο Πλούτωνας  έσμιγε με την Περσεφόνη σ΄ ένα ερωτικό αγκάλιασμα του θανάτου με την ίδια τη ζωή.  Οι τάφοι σκεπάζονταν από σωρούς γλυκίσματα, πίττες όλων των ειδών και κοκ, ένα είδος γλυκίσματος, με παντεσπάνι και σοκολάτα. Αυτό δεν ήταν Ψυχοσάββατο, δεν ήταν πένθος, δεν ήταν οδύνη, ήταν η χαρά της ζωής, το ανάβλυσμα της γλύκας και της τέρψης. Τιμούσαμε τους νεκρούς μας, προσφέροντάς τους γλυκές κι αλμυρές γεύσεις και προτρέποντάς τους να ευφρανθούν μαζί με τους συγγενείς τους που τους έβλεπαν ευτυχείς και χορτάτους. Κάτι σαν τις σπονδές και τις χοές των αρχαίων Ελλήνων που ανακάτευαν μέλι με νερό και κρασί και το έχυναν, πάνω στους τάφους, καλώντας τους νεκρούς τους, να ευφρανθούν και να γλυκαθούν. Άρπαζα την αδελφή μου από το χέρι -ένα τσάκνο αυτή, που μόλις στηριζότανε στα ποδαράκια της από την πολλή αδυναμία- κι αρχίζαμε την “περιοδεία” στους τάφους. “Sta praite arno;”. Τα σλαβομακεδονικά έπαιρναν κι έδιναν κι εμείς έπρεπε να χαιρετίσουμε τις νοικοκυρές που τιμούσαν τους νεκρούς τους στη γλώσσα τους, που τους ήταν οικεία και κτήμα τους.  Πετούσαμε τα κόλλυβα που δεν ήταν του γούστου μας και κρατούσαμε τα γλυκά, τις πίτες και τα κοκ, που έτσι όπως ήταν αραδιασμένα πάνω στους τάφους έμοιαζαν με δεκάδες μαύρα κεριά, αναμμένα στην μνήμη των νεκρών. Έπεφταν τα κόλλυβα πάνω στο χιόνι και ξαναζωντάνευε το παραμύθι του Χάνς και της Γκρέτελ, που βρήκαν το δρόμο για το σπίτι τους από τα ψίχουλα που είχαν πετάξει … Τα γλυκά μάς γέμιζαν με ευτυχία, με χαρά και τα τιμούσαμε μέχρι να μας πονέσει η κοιλιά και το στομάχι. Οι  δύο γιαγιάδες μου βοηθούσαν στη γιορτή των γλυκών. Έφτιαχναν τα μαύρα τους ψωμιά για να τα μοιράσουμε στον κόσμο και να ευφρανθεί… Σλαβομακεδόνισσα η μία  από την μεριά του πατέρα μου και το μαύρο ψωμί της  παραγεμισμένο με μπόλικο τυρί και καρύδια, διέγειρε τις αισθήσεις της γεύσης και της οσμής. Φερμένη από την Αδριανούπολη η άλλη, είχε στο οπλοστάσιο της μαγειρικής της τα υλικά της λάγνας Ανατολής, την κανέλλα και το γλυκάνισο. Έλιωνε στο στόμα σου το ψωμί και η τέρψη, η ευχαρίστηση, η ηδονή εκτοξεύονταν  στα ουράνια.

Τι ψυχοσάββατο κι αυτό! Αναμνήσεις χωρίς το φόβο του θανάτου, χωρίς την αγωνία της απώλειας του πόνου και του αποχωρισμού.  Τα δρομάκια στο νεκροταφείο σπαρμένα με ζάχαρες, κανέλλες και κόλλυβα. Στο χιόνι χυμένη η σοκολάτα  σαν τα μαύρα δάκρυα των νεκρών, που άφησαν τον κόσμο τούτο. Δεν ήταν Σάββατο των Νεκρών, αλλά Γιορτή των Γλυκών!

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΖΑΠΩΝΗ

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.