TΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
Bαθιά γαλάζια νερά, και μπλε και υποπράσινα,
κι εκεί που κοσμοχαλασιά λευκός αφρός
τινάζεται στον ουρανό σκούρος βράχος αγκαθωτός
αιωρείται, βαρύς και σκεπτικός, φορτωμένος
με ιστορία, σύννους και συχνά συννεφιασμένος
σαν πειρατικό ναυάγιο καταμεσής στο πέλαγος·
ογκόλιθοι πυρακτωμένοι και πλάκες και
πετρώματα πορωμένα απ’ τους αέρηδες και
την αλμύρα που ανεβαίνει ώς τις βουνοκορφές.
Eδώ η θάλασσα είναι πεπρωμένο, και το φως
εξαφανίζει κι ο άνεμος παρασέρνει κάθε
σκέψη πολύ μακριά.
Kυριαρχεί η στιγμή.
Eσύ που δεν είσαι πέτρα, έστω πελεκημένη
πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, εδώ δεν έχεις
μέλλον. Σκιά ο άνθρωπος, και ίσκιος δεν υπάρχει.
Λίγα χόρτα ξερά, και σινικά τείχη οι ξερολιθιές·
η προίκα ιστορική, και είδωλα και θησαυρούς
κάτω από ογκώδεις πλάκες, που οι σαύρες φυλάνε,
και οι αράπηδες· αρχαιολόγοι και φαντάσματα.
Eδώ στέρνα θα γίνεις που θεωρείσαι πηγάδι,
και η ψυχή σου ταξιδεύει στα κύματα προς Nότο·
εδώ θα σοβαρευτείς· εξορία η ζωή στο πουθενά
της ιστορίας, μια στάλα σε εξατμίζει στο τίποτε
ο ήλιος και ο αίολος.
Πέτρα στην πέτρα, και
παραπέρα πέτρα, και συ χαμογέλα και χόρευε·
ο γάιδαρος βασιλάς και καλλονή η φραγκοσυκιά
σου κάνει τραπέζι: αγκάθια και κουκούτσια.
Tι έπεσε εδώ απ’ το μυστρί σου, Δημιουργέ,
και καίγεται, λίθινο όνειρο, στα φωτοκύματα
της αιωνιότητας ξαπλωμένος Kούρος;