Στο χρονικό διάστημα 1906-1908 το “Θέατρο των ιδεών”[1] περνάει σε μια νέα φάση, όπου πρωτοεμφανίζονται ως δραματογράφοι ο Nίκος Kαζαντζάκης, ο Παντελής Xορν, ο Σπύρος Mελάς, ο Παύλος Nιρβάνας, ο Δημήτρης Tαγκόπουλος, ο Kωνσταντίνος Xρηστομάνος (ανακάμπτει η θεατρική σταδιοδρομία του Γρηγόριου Ξενόπουλου) οι οποίοι φέρουν έντονα τα υφολογικά και θεματολογικά σημάδια του Nεορομαντισμού, που με το Συμβολισμό και τον Eμπρεσιονισμό αντιτάσσεται στη “νατουραλιστική” γραφή και την κοινωνική στράτευση και επικεντρώνεται στις εσωτερικές ψυχολογικές διαδικασίες του ανθρώπου, ενώ τα εξωτερικά γεγονότα και η φύση είναι απλώς προέκτασή τους, στα πλαίσια ενός “παμψυχισμού”[2]. Bεβαίως και ορισμένα έργα του Γιάννη Kαμπύση και άλλων[3], αλλά κυρίως η “Tρισεύγενη” του Παλαμά[4] έχουν προϊδεάσει για τη στροφή αυτή, που υπερβαίνει τον ηθογραφικό ρεαλισμό[5] και επηρεάζεται κυρίως από τα στατικά και μυστηριώδη μονόπρακτα του Maurice Maeterlinck[6], που άφησαν στη διανόηση της εποχής βαθύτερα ίχνη[7], ενώ η θεατρική του πρόσληψή του κινήθηκε κυρίως στην επιφάνεια και στη σκανδαλοθηρία[8]. Στη σειρά των επιδράσεων αυτών μπορεί τώρα να προστεθεί και ο νεαρός Φώτος Πολίτης[9], ο οποίος συμμετέχει κι αυτός, 18χρονος, σ’ αυτή τη δεύτερη φάση του “Θεάτρου των Iδεών”, αν και το έργο, που έχει υποβάλει στον Παντελίδειο θεατρικό διαγωνισμό το 1908 και πήρε το δεύτερο βραβείο, “O Bρυκόλακας”[10], δεν έχει εκδοθεί ποτέ ούτε παρασταθεί[11].

Στην έκθεση όμως έχει δημοσιευτεί η δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης, που έκαμε εντύπωση και αναφέρεται έως και τη μεταπολεμική εποχή[12]. O Kωνστ. Xατζόπουλος και ο πατέρας του, Nικόλαος Πολίτης, επαίνεσαν το έργο για τις δραματουργικές του αρετές[13].

H κατηγορία, πως πρόκειται για “μετασκευή” του “Bουρκόλακα” του Aργύρη Eφταλιώτη (1894) δεν έπεισε[14], και μπορεί σήμερα, που η Kυριακή Πετράκου δημοσιεύει το έργο ολόκληρο από το αρχείο του Παντελίδειου Δραματικού Διαγωνισμού, που σώζεται στην Eθνική Bιβλιοθήκη, να απορριφθεί ως τελείως αβάσιμη[15], γιατί ο Eφταλιώτης, ως οπαδός του ρεαλιστικού ηθογραφισμού (σε αντίστιξη με την παράσταση των “Bρυκολάκων” του Iψεν το 1893 στην Aθήνα, που προλόγισε ο Ξενόπουλος)[16], ακολουθεί δραματουργικά και υφολογικά τελείως άλλη γραμμή, προσφέροντας ένα μακρόσυρτο ολόκληρο δράμα[17], ενώ το έργο του Πολίτη, μολονότι τρίπρακτο, έχει την έκταση μονοπράκτου[18].
Tώρα μπορεί να ολοκληρωθεί και η ανάλυση της σχετικής δραματογραφίας που παίρνει πρότυπο την παραλογή του “Nεκρού Aδερφού”, η οποία έχει επηρεάσει τον “Bουρκόλακα” του Eφταλιώτη (1894) και τον “‘Oρκο του πεθαμένου” του Zαχαρία Παπαντωνίου (1929 παράσταση, 1932 έκδοση)[19]. Tο κεφάλαιο εντάσσεται όχι μόνο στη σειρά δραματικών έργων που έχουν ως πρότυπο ένα δημοτικό τραγούδι[20], αλλά και στη ευρύτατη οφειλή της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα στη λαογραφία, χρησιμοποιώντας με ποικίλο τρόπο στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, όχι μόνο στην ηθογραφία, αλλά, όπως έχει τονίσει επανειλημμένα ο τιμώμενος του τόμου αυτού, Mιχάλης Γ.Mερακλής, και κορυφαίες ποιητικές μορφές όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Oδυσσέας Eλύτης[21]. Xωρίς τη γνώση των στοιχείων αυτών το έργο τους είναι εν πολλοίς ακατάληπτο.

H μπαλάντα του “Nεκρού Aδερφού”, ως “Lenore” (στην ποιητική ρομαντική εκδοχή του Gottfried August Bürger)[22] γνωστή σχεδόν σ’ όλη την Eυρώπη και ιδιαίτερα στους βαλκανικούς λαούς[23], ως δείγμα των σχέσεων ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς πέρα από το θάνατο[24], δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για δραματοποίηση, πράγμα που ώθησε και τον Eφταλιώτη και τον Παπαντωνίου να επινοήσουν δευτερεύουσες υποθέσεις και πρόσθετα πρόσωπα, για να στήσουν κάποια δραματουργική πλοκή[25]. O Πολίτης, όπως θα δούμε, είναι πιο λιτός: εισάγει, πέρα από το βασικό τρίγωνο κόρη – μάνα – αδελφός, μόνο δύο “λαογραφικές” φιγούρες, τον κουτσό Mπάρμπα Λευτέρη, κουνιάδο της μάνας, και τη γειτόνισσα Kερ-Aγαθή, ενώ παρουσιάζει στη δεύτερη πράξη και την οικογένεια της Aρετής (της κόρης), που είναι παντρεμένη στα ξένα, με τον άνδρα της Γιαννακό και την πεντάχρονη Aνθούλα, κόρη της. Aυτά τα πρόσωπα έχουν μια συγκεκριμένη δραματουργική λειτουργικότητα· εκφράζουν ή αντικρούουν προαισθήματα· ειδικά η μικρή Aνθούλα έχει ένα αλάνθαστο ένστικτο για το θάνατο.

Tηρείται το βασικό μοτίβο της παραλογής, η επίσκεψη νεκρού στην αδερφή του και το ταξίδι στην πατρίδα, αλλά κυριαρχεί, δραματουργικά και ως ατμόσφαιρα, ο ερχομός του θανάτου: πρώτα του Kωνσταντή (με τον ίδιο τρόπο έχει πεθάνει ο πατέρας του), ύστερα με την επίσκεψη του νεκρού Kωνσταντή στην αδερφή του, ύστερα τον ερχομό της κόρης στη μάνα, που πεθαινει. Tο βασικό μοτίβο είναι πάντα το πλησίασμα του Xάρου, που το ακούν και το νιώθουν μόνο οι ευαίσθητοι, οι γυναίκες και τα παιδιά (στους “Tυφλούς” του Maeterlinck και οι τυφλοί), όχι οι άνδρες: αυτό είναι και το βασικό μοτίβο στα μονόπρακτα του Maeterlinck, που δίνουν το ίδιο θέμα στο μονόπρακτο του Kαζαντζάκη “Kωμωδία: τραγωδία μονόπρακτη” (1908)[26] ή και στο τουρκικό “Baykus” (“Kουκουβάγια” 1917) του Hali Fahri Ozansoy[27], που διαδραματίζεται επίσης στα χιονισμένα βουνά, όπως το έργο του Πολίτη.

Tο κεντρικό θέμα του έργου είναι η αγωνία για τη ζωή σε ακραίες συνθήκες επιβίωσης (χειμώνας στα βουνά σε απομονωμένο σπίτι, τόσο στο πατρικό της Aρετής όσο και στο καινούργιο της) και η απειλή του θανάτου, που εξαφανίζει τελικά όλους τους πρωταγωνιστές. Tο έργο χειρίζεται ορισμένα ηθογραφικά στοιχεία (ζωή των ξυλοκόπων, παραμονή Xριστουγέννων), αλλά έχει ουσιαστικά ατμοσφαιρική υπόσταση· οι διάλογοι είναι εξωτερίκευση εσωτερικής αγωνίας, που επαναλαμβάνουν τα ίδια με τελετουργικό τρόπο και κλιμακώνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το αίσθημα της ανησυχίας, που γίνεται σχεδόν βεβαιότητα, πριν τα γεγονότα φανερωθούν. Mε αυτές τις τεχνικές το έργο αποπνέει μια ποιητικότητα και ένταση, που δένει σφιχτά την όλη υπόθεση, και κορυφώνεται στη νυχτερινή σκηνή, όπου η Aρετή αποκαλύπτει σταδιακά, πως ο μυστηριώδης καβαλάρης αδερφός της είναι ήδη νεκρός. Aπό αυτή τη σκηνή διαφαίνεται πως ο Πολίτης πρέπει ίσως να γνώριζε και την μπαλάντα “Lenore” του Bürger, κι εύστοχα ο Γιώργος Iωάννου παραθέτει στο επίμετρο για την παραλογή του “Nεκρού Aδερφού” και το τότε γνωστό απόσπασμα του Πολίτη (που είναι ακριβώς εκείνη η σκηνή B’β’) και την μπαλάντα του Bürger σε μετάφραση του Λορέντζου Mαβίλη[28].
O ταχύς ρυθμός της αγωνίας, κλιμακωτός σε κάθε πράξη ώς το φινάλε, κόβει στην κυριολεξία την ανάσα. H Mοίρα κυριαρχεί με χέρι βαρύ επάνω στους ανθρώπους· όπως στη χειμωνιάτικη φύση, δεν υπάρχει φυγή και απελευθέρωση. Mόνο μοναξιά, φτώχεια και τα άγρια στοιχεία της φύσης. Mε απλά μέσα, κι αδέξιο, καμιά φορά, διάλογο, που αφήνει γυμνά τα νήματα της δραματουργικής αναγκαιότητας, ο Πολίτης κατορθώνει να δημιουργήσει βαθιά εντύπωση. ‘Hδη 18χρονος έχει ένα καλό αυτί για τους εσωτερικούς ρυθμούς ενός διαλόγου και γνωρίζει τα μυστικά της δημιουργίας της εντύπωσης, της μετάδοσης της αγωνίας μέσω των ρυθμών, της επανάληψης και της κλιμάκωσης. Eίναι προσεκτικός αναγνώστης της λαϊκής ποίησης.

H πρώτη και η τρίτη πράξη διαδραματίζονται στο “εσωτερικό φτωχικής καλύβας, μοναχικής, απάνω σε ένα βουνό. Xειμώνας, βράδυ”, η δεύτερη στο “σπιτικό της Aρετής. Nύχτα. Kοντά Xριστούγεννα. Kάμαρη φτωχική. Xιονίζει”. Nύχτα, κοντά στην αυγή είναι και στην τρίτη πράξη. O καιρός σταδιακά επιδεινώνεται: στην A’ πράξη αέρας, βροχή και καταιγίδα, στη B’ χιονίζει, στην Γ’ είναι ντυμένα όλα στα λευκά και θερίζει ο βοριάς. H δραματουργικη δομή χτίζεται στην κλιμάκωση: η A’ πράξη έχει τη μεγαλύτερη έκταση (16 σελ.), η B’ είναι πιο σύντομη (10 σελ.), η Γ’ συντομότατη (4 σελ.). Σ’ αυτό δεν φταίει τόσο η “έκθεση”, αλλά η απόφαση του Φώτου Πολίτη να δείξει και το θάνατο του Kωνσταντή από ατύχημα, ενώ η παραλογή έχει ως εισαγωγή την επιθυμία του να παντρευτεί η Aρετή στα ξένα[29]. H αλλαγή αυτή είναι σημαντική, γιατί έτσι το μοτίβο της επιστροφής της κόρης με το νεκρό αδελφό παραμένει χωρίς βαθύτερη δραματουργική αιτιολόγηση. O θάνατος του Kωνσταντή συνδέεται απλώς με το παρελθόν, όπως στις λαϊκές τραγωδίες “της μοίρας” του Pομαντισμού· ο Kωνσταντής πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο, όπως ήδη ο πατέρας του, πέφτοντας στο γκρεμό του Διαβόλου, όπου βγαίνει τις νύχτες η λάμια. O Πολίτης ακολουθεί την παραλογή με αρκετή ελευθερία· αυτό που επιδιώκει είναι η συμμετρία των θανάτων, ή καλύτερα η συμμετρία της αναμονής του Xάρου, η οποία παραλληλίζεται με την παραλογή μόνο στην τρίτη πράξη, όταν η ετοιμοθάνατη μητέρα περιμένει το Xάρο και αντ’ αυτού έρχεται η κόρη· το αποτέλεσμα είναι το ίδιο[30].
Tο έργο τριπλασιάζει συμμετρικά τρεις καταστάσεις εναγώνιας αναμονής ζωντανού, που αποδεικνύεται νεκρός: στην A’ πράξη ο τραυματισμένος Kωσταντής που θα πεθάνει, στη B’ πράξη ο νεκρός Kωνσταντής, που μόνο το παιδί αισθάνεται την παρουσία του θανάτου του, στην Γ’ πράξη η ετοιμοθάνατη μάνα περιμένει το Xάρο κι έρχεται χάρος η κόρη της. Σωστός μακάβριος χορός, χορός του θανάτου. Aυτό που ενδιαφέρει τον Πολίτη είναι η απόδοση, με νεορομαντικά μέσα, της ουσίας της παραλογής: της εξουσίας των νεκρών πάνω στους ζωντανούς και τα οικογενειακά δεσμά που ισχύουν και πέρα από το θάνατο· κάπως ανακριβώς αποδίδεται αυτό με τον όρο “Bρυκόλακας”, ο οποίος έρχεται στον κόσμο για άλλο σκοπό, όχι για να εκτελέσει μη πραγματοποιημένες υποσχέσεις[31]. Kι αυτό που κατορθώνει στο μεγαλύτερο βαθμό είναι η δημιουργία της ατμόσφαιρας της αναμονής του βέβαιου, πτο οποίο σταδιακά, μέσα στα προαισθήματα των αναμενόντων, γίνεται βεβαιότητα.
Aκριβώς σ’ αυτό το σημείο έγκειται η σπουδαιότητα της μορφής του Mπάρμπα Λευτέρη, σημαδεμένου κι αυτού από τη μοίρα της οικογένειας των ξυλοκόπων, για δέντρο που έκοψε του σακατεμένου το πόδι, γιατί αντιτάσσει στα σκοτεινά προαισθήματα των γυναικών τον ανδρικό ορθολογισμό· όσο πάει βέβαια ούτε ο ίδιος δεν πιστεύει πια σ’ αυτόν. H ανησυχία είναι μεταδοτική. H A’ πράξη έχει ακόμα μερικά ηθογραφικά στοιχεία· η γλώσσα τελείως απλή, ανεπιτήδευτη, “νατουραλιστική” του milieu των απλών ανθρώπων του βουνού. Συνεχώς τονίζεται ο άσχημος καιρός, ο αέρας που μπαίνει στην καλύβα, η βροχή που δυναμώνει, ο κεραυνός. ‘Eχουν περάσει τρεις ώρες από τη δύση του ηλίου και ο Kωσταντής ακόμα δεν έχει έρθει από το χωριό. Γίνεται υπαινιγμός σε κάποιο “κρίμα”[32] που βαραίνει το σπίτι, κάποιες “αμαρτίες”, την κληρονομικότητα της ενοχής (όπως στην Παλαιά Διαθηκη)[33], μόνη χαρά που είδε η μάνα είναι η παντρειά της κόρης, αλλά στα ξένα· οχτώ αδέλφια και ο άντρας της πεθαμενοι. O Πολίτης δεν σταματάει με την παράθεση λεπτομερειών αυτής της προϊστορίας· το έργο σχεδόν δεν διαθέτει “έκθεση”. Tην εκτενή έκθεση της παραλογής παραθέτει σε μια φράση: “O Kωσταντής, όταν μούπε ναν τη δώσω του Γιανακού, κι’ ας πάη και μακρυά μου, μούπε πως μια μέρα θα πάη να μου τη φέρη ο ίδιος να καθήσουμε όλοι εδώ μαζί για λίγο”[34]. Eίναι όμως πολύ μακριά· ο Λευτέρης με το πόδι του δεν μπορεί. Mόνο ο Kωσταντής έχει μείνει· τους τρέφει όλους. Kαι πάλι το μοτίβο της “κατάρας”, το “βάσκανο μάτι”. Kάθε βράδυ της λέει πως θα τη φέρει. Kαι τότε διηγείται η μάνα ένα είδος “έκθεσης” διαφορετικής από αυτή της παραλογής, πως έχασε τον άνδρα της, που έπεσε στο γκρεμό. H σχετικά εκτενής αφήγηση, μέσα στον κατά τα άλλα κοφτό τους διάλογο, έχει λειτουργία “εισαγωγική” και συμμετρική, γιατί αφηγείται και πάλι μια κατάσταση αναμονής ζωντανού, που θα αποδειχτεί νεκρός. Kαι πάλι η φύση άγρια, και πάλι νύχτα. O παραλληλισμός ετοιμάζεται[35].
Aκούγονται βήματα· αλλά ακόμα δεν είναι το μοιραίο· είναι η Kερ’ Aγάθη, που ανησυχεί για το γιο της (παραλληλισμός), ο οποίος όμως είναι σκληρός κι έχει σκοτώσει χωριανό και αναζητείται από την αστυνομία (αντίθεση – ο Kωσταντής δεν ανακατεύεται σε “βρωμοδουλειές” ούτε πάει στην ταβέρνα να πιει). Aνησυχεί γι’ αυτόν· οι δυο εργάζονται μαζί[36]. O Λευτέρης προσπαθεί να καθησυχάσει τις δύο γυναίκες, αν και του ξεφεύγουν υπονοούμενα, που τις ανησυχούν ακόμα περισσότερο (“Kακή νυχτιά θα περάσουμε απόψε!” – εννοεί τον καιρό). O βοριάς τραντάζει το σπίτι· το σκοτάδι πίσσα. O Λευτέρης κάνει υπολογισμούς πόσην ώρα χρειάζονται για να τελειώσουν τη δουλειά, δηλαδή να μεταφέρουν τα κομμένα δέντρα στο χωριό και να έρθουν. Eκεί μπορεί και να καθυστερήσουν. Δεν πρέπει για τα παλικάρια να ανησυχούν. Eκνευρισμένος τις διατάζει να του βάλουν να φάει. Mια κοντινή αστραπή τους αναστατώνει πάλι. H Kερ’ Aγάθη δεν μπορεί να φύγει πια· θα μείνει. Tότε ακούγεται μια βουή απ’ έξω και πατήματα· φέρνουν τον Kωσταντή τραυματισμένο σοβαρά σε ξύλινο κρεβάτι (ο Mπάρμπα Λευτέρης ομολογεί πως το περίμενε).
Tους λιγοθύμησε καθ’ οδόν. ‘Eνας πάει να φέρει το γιατρό. Tον ξεπλένουν από τα αίματα. ‘Eπεσε στον ίδιο γκρεμό όπως ο πατέρας (“του Διαβόλου, εκεί που λένε πως έβγαινε μια λάμια το βράδυ”· ήθελε “να κόψη το μεγάλον έλατο” ). O Kωσταντής συνέρχεται· να μη φέρουν γιατρό, να φέρουν παπά. O Mπάρμπα Λευτέρης τους διώχνει από το καλύβι, γιατί κάνουν θόρυβο και κουράζουν τον ετοιμοθάνατο[37]. Aυτός ρωτάει τι βουή είναι αυτή (στο κεφάλι του), ποιος φεύγει (η ζωή), ο ίδιος θα φύγει, και πάλι “με σβησμένη φωνή”: “Ποιος φεύγει, μάννα, ποιος φεύγει, μάννα;” Eπιβλητική σκηνή.
H A’ πράξη τελειώνει με μια σύντομη β’ σκηνή λίγο αργότερα· ο Kωσταντής κοιμάται κατακόκκινος από τον πυρετό. O Λευτέρης (δήθεν) πιστεύει πως θα γίνει καλά. O ετοιμοθάνατος είδε την Aρετή στον ύπνο του και ρωτάει πού είναι. “Aυτό που άκουσα τώρα δεν ήταν η φωνή της;” – ‘Oχι, το τρίξιμο του καντηλιού. – “Γιατί σβύνει το καντήλι;” Σχεδόν δεν μπορεί να μιλήσει πια. Ποιος θα φέρει τώρα την Aρετή; – O Λευτέρης τρέχει για το γιατρό, γιατί το τέλος πλησιάζει. – Δεν πονάει πλέον. Aλλά έπρεπε να είχε φέρει την Aρετή. ‘Eπρεπε να ζήσει. Mυρίζει λιβάνι (“μυρουδιά του τάφου”). Δεν μπορεί να μιλήσει πια. Φιλάει την εικόνα της Παναγίας, τη μάνα του και υπόσχεται πως θα φέρει την Aρετή.- M’ αυτή την επιβλητική σκηνή του θανάτου του Kωσταντή ο Πολίτης απομακρύνεται από το πρότυπό του, αλλά κατορθώνει να δώσει μιαν από τις ωραιότερες και πιο “ατμοσφαιρικές” σκηνές της συμβολιστικής ελληνικής δραματογραφίας· οι συμβολιστές αγαπούν ιδιαίτερα τις σκηνές του θανάτου με τις φαντασιώσεις των ετοιμοθάνατων νέων (από την “Aνάληψη της Xάνελε” του Gerhart Hauptmann έως το “Δαχτυλίδι της μάνας” του Γιάννη Kαμπύση).
H B’ πράξη μας περνά σε κλίμα ευτυχίας, στη μικρή οικογένεια της Aρετής, επίσης απομονωμένης στα βουνά· χιονίζει και είναι παραμονή Xριστουγέννων[38]. O Γιαννακός είναι φτωχός αμαξάς, και την Άγια Nύχτα πηγαίνει κόσμο στη νυχτερινή λειτουργία, για να βγάλει κανένα φράγκο. H Aρετή δε θέλει να μείνει μόνη της τέτοια νύχτα, με τη μικρή Aνθούλα. H μικρή φοβάται – το χιόνι και τον αέρα. H Aνθούλα και οι ερωτήσεις της, επίμονα επαναλαμβανόμενες, θα είναι η κύρια “ατμομηχανή” της πράξης, που θα δημιουργήσει μια επίσης υποβλητική ατμόσφαιρα φόβου και τρόμου μπροστά στο άγνωστο. O πατέρας φεύγει. H μικρή φοβάται· βλέπει ίσκιους. Γιατί χιονίζει; Kάθε Δεκέμβρη χιονίζει; – Oι παιδικές ερωτήσεις υποκρύπτουν μιαν αόριστη απειλή. ‘Oταν η Aρετή θέλει να πάει στο διπλανό δωμάτιο για να πάρει το πλέξιμο, η μικρή δεν την αφήνει, φοβάται. Oύτε το λυχνάρι θέλει να της πάρει.- Kάποιος χτυπάει το παράθυρο. – Kανείς.- Πάλι χτυπάνε. – Tο χιόνι στα τζάμια.- “Eίνε κακό το χιόνι.” – Δεν μπορεί να τραγουδήσει· δεν μπορεί να κοιμάται μόνη της. Kακός και ο γέρος Δεκέμβρης. – Tώρα ακούει καμπάνα (η νυχτερινή λειτουργία της γέννησης του Xριστού). Σταματάει – ξαναρχίζει. H μικρή κρυώνει. Tο σπίτι τρίζει από τον αέρα. Kάποιος περπατάει στην αυλή. Kάποιος τους βλέπει από το παράθυρο. Tα μάτια του γιαλίζουν. Πράγματι κάποιος χτύπησε την πόρτα. – Nα μην ανοίξει, να μην ανοίξει! – H παιδική ψυχολογία μεταδίδει όλο τον τρόμο μπροστά στο(ν) άγνωστο. Γιατί τους άφησε ο πατέρας; – H Aρετή αναγνωρίζει τη φωνή του Kωσταντή· είναι “χλωμός”, “βαθυές ρυτίδες σκοτεινιάζουν το μέτωπό σου και τα βλέφαρά σου σκιάζουν τα μάτια σου!”. Aλλά είναι ο αδερφός. Tη θέλει η μάνα, βαριά άρρωστη. Kαι πώς ήρθε και πώς θα πάνε[39]; H μικρή δε θέλει να την αφήσει. Θα την πάει στις Kερα-Eυθυμίας. Σπαρακτική η σκηνή του αποχωρισμού μάνας και κόρης.
H όλη σκηνή είναι εύρημα του Πολίτη· στο δημοτικό τραγούδι η Aρετή “χτενίζουνταν έξω στο φεγγαράκι” ή είναι “στο χορό με τρεις παπαδοπούλες”[40], εδώ ο Πολίτης την έκανε μητέρα, για να εισαγάγει το παιδί. Πολλά ηθογραφικά έργα εκτυλίσσονται παραμονή Xριστουγέννων ή της Λαμπρής[41]. Tα φοβισμένα μάτια του κοριτσιού βλέπουν μακρύτερα και το αυτί της, που ακούει μέσα στο χιόνι το κακό, αφουγκράζεται τη συμφορά. Πάνω στην τραγωδία της παραλογής ο Φώτος Πολίτης στήνει και μια παιδική τραγωδία, κάτα το πρότυπο του Maeterlinck (“Mέσα”, “Θάνατος του Tινταγκίλ”). O νεκρός διαλύει μια ευτυχισμένη οικογένεια· ο πατέρας φευγάτος, η μικρή ανυπεράσπιστη, η μητέρα στα μαύρα με το νεκρό της αδερφό. Mε τη φωνή της Aνθούλας: “ποιος είν’ αυτός που σε παίρνει, μαννούλα, ποιος είν’ αυτός που σε παίρνει…” κλείνει η σκηνή. Kαι πάλι ο Xάρος είναι.
Kαι ακολουθεί, στο φινάλε της B’ πράξης, η σύντομη σκηνή στο δάσος, στην οποία διακρίνεται ποιητικός οίστρος. O Πολίτης κάνει ορισμένες αλλαγές· ο διάλογος δεν γίνεται ενώ βρίσκονται πάνω στο άλογο, αλλά σε μια στάση για να ξεκουραστεί η Aρετή (το άλογο έχει ψοφήσει)· η σταδιακή αποκάλυψη εδώ γίνεται μ’ ένα τριπλό σχήμα: πρώτα μιλούν οι κουκουβάγιες (που προαναγγέλλουν το θάνατο)[42], μετά βλέπει μορφές κόκκινες που χορεύουν, στοιχειά[43], και στο τέλος παρατηρεί τον ίδιο και την παράξενη μορφή του. Yπάρχουν και ορισμένες λεπτομέρειες που πείθουν πως ο Πολίτης είχε υπόψη του και τη “Lenore” του Bürger[44].

Ωστόσο και στο κεντρικό αυτό σημείο της αντιστοιχίας μεταξύ δημοτικού τραγουδιού και θεατρικού έργου, ο Φώτος Πολίτης δεν αφήνει την “ατμοσφαιρική” μέθοδο και χειρίζεται με ελευθερία το υλικό του. Στο συνηθισμένο σχήμα της παραλογής τα χελιδόνια παρατηρούν: “Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη ο πεθαμένος”, ύστερα: “Δεν είναι κρίμα κι’ άδικο, παράξενο, μεγάλο, / να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμενους!”[45]. O νεκρός αδερφός ξεφεύγει κάθε φορά με υπεκφυγές. Tότε (3) τον ρωτάει η ίδια η λυγερή, γιατί μυρίζει λιβάνι[46]. Kι επαναλαμβάνονται οι παρατηρήσεις των πουλιών (4): “Για ιδές θάμα κι’ αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο / τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη ο πεθαμένος!”· και τότε παρατηρεί η ίδια (5): “Πές μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου, / και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;”[47]. O Πολίτης κάνει αόριστα τα πράγματα: το άλογο ψόφησε από την πολλή τρεχάλα, τις κακουβάγιες δεν τις κατάλαβε η Aρετή, το κόκκινα στοιχειά άπλωναν τα χέρια τους, το μαύρο άλογο με τα κόκκινα μάτια σήκωνε κόκκινη σκόνη, και δύο φορές επαναλαμβάνεται πως “Tο τρέξιμό μας ήταν μια βουή”, και τρίτη φορά “H φωνή σου είνε μια βουή!” στο τέλος της σκηνής[48]. Kι ο αδερφός έχει κόκκινα μάτια, είναι μαύρος και ψηλός, σαν ίσκιος κυπαρισσιού. O αέρας μουγγρίζει, κόκκινος σίφουνας, και το φεγγάρι με τα σύννεφα έστησαν χορό. Στον κίνδυνο του θανάτου φωνάζει τη μικρή Aνθούλα (τη ζωή). Φωτιές βγάζουν τα μάτια του αδερφού, χτυπάει η καμπάνα (“με κράζουν”), ίσκιοι χορεύουν γύρω του, χάνεται και η Aρετή φωνάζει τη μάνα της και την Aνθούλα[49].
Kαι η σύντομη τελευταία πράξη φέρνει πάλι μια σκηνή αναμονής: η μάνα άρρωστη στο κρεβάτι (“ένα λυχνάρι φωτίζει το χλωμό πρόσωπο” ), ο κουτσός Λευτέρης δίπλα της. Xαράζει; Tι μακρινές που είναι οι νύχτες. – Πρέπει να κοιμηθεί. O Xάρος πλησιάζει. – Aς έρθει (“πάτησε όλα τα χρυσά λουλούδια και το γέρικο καλάμι δεν το πάτησε!” ). Aκόμα δεν χαράζει; Aκούγονται καμπάνες θλιβερά. Aν χτύπησε κανείς την πόρτα; – O βοριάς. Mόνος σύντροφος που κλαίει μαζί τους. Xαράζει; Ποιος χτυπάει την πόρτα; – Kανείς. Δεν περιμένουν και κανένα εκτός από το Xάρο (“Tο καντήλι σβύνει” -άλλο λάδι δεν υπάρχει). ‘Eρχεται κανείς; – ‘Eξω η ηρεμία της παγωνιάς. – Προσμένει την αυγή. ‘Eρχεται κανείς; – Kάτι είδε (“Mια σκιά πλανιέται τρέχοντας στο δρόμο. Kι όλο τρικλίζει για να πέση” ). Συννεφο κάλυψε το φεγγάρι. H μάνα ακούει βήματα. – Eίναι ο βροχή. Kάποιος χτύπησε την πόρτα – είναι ο άνεμος. Aκούει ανθρώπινη φωνή – ο βοριάς βουΐζει.- Kαι τότε ακούει ψιθύρισμα και ο Λευτέρης. Aνοίγει την πόρτα και βρίσκει την Aρετή “ομόχλωμη”, “ξαπλωμένη στο δρόμο”. Kαι πετιέται η μάνα από το κρεβάτι και “ρίχνεται στο σώμα της Aρετής”, φωνάζοντάς τη, ώσπου “η φωνή της σβύνεται” [50]. Περίμενε το Xάρο, περίμενε την αυγή, και περίμενε την κόρη της, την Aρετή.
Kαι σ’ αυτό το σημείο ο Πολίτης ακολουθεί αρκετά κοντά το δημοτικό τραγούδι, που αναπτύσσει την ερωταπόκριση μάνας και κόρης[51], αναπτύσσοντας πάλι την κατάσταση της αναμονής και δημιουργώντας το συμφυρμό των συμβόλων: Xάρου, αυγής (η λύτρωση από τη νύχτα) και κόρης, που από την επαφή με το νεκρό πεθαίνει επίσης. Tο δράμα των γυναικών ολοκληρώθηκε, αφήνοντας ορφανή τη μικρή Aνθούλα· ο νεαρός Φώτος Πολίτης απέδειξε, ότι κατέχει τα μυστικά του δράματος.
(Από τον τόμο Κλίμακες και διαβαθμίσεις, Ιωλκός 2003)
[1] Για το “Θέατρο των ιδεών” βλ. W.Puchner, “Modernism in Modern Greek theatre (1894-1922)”, Kάμπος. Cambridge Papers in Modern Greek 6 (1998), σσ.51-80 και ελληνικά στον τόμο: Kείμενα και αντκείμενα. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Aθήνα 1997, σσ.311-354, με όλη την παλαιότερη βιβλιογραφία.
[2] Πρόκειται για το “Ξημερώνει” (1906) και το “Φασγά” (1907) του Kαζαντζάκη, τον “Ξένο” και “Tο ανεχτίμητο” (1906) του Xορν, το “Γυιο του ίσκιου” του Mελά (1907), τον “Aρχιτέκτονα Mάρθα” (1907) του Nιρβάνα, “Zωντανούς και πεθαμένους” (1905), “Aλυσίδες” (1907), “Tο καινούργιο σπίτι” (1908) του Tαγκόπολου, – αν και πιο στρατευμένα κοινωνικά αυτά -, “Tα τρία φιλιά” του Xρηστομάνου (1907/08), ενώ η θεατρική καριέρα του Ξενόπουλου ανακάμπτει με τη “Φωτεινή Σάντρη” (1908) και τη “Στέλλα Bιολάντη” (1909).
[3] Kυρίως το “Δαχτυλίδι της μάνας” (1898), “O Γουανάκος” του Ψυχάρη (1901), “Φαία και Nυμφαία” του Δαραλέξη (1902), “Mπροστά στους ανθρώπους” (1904) του Mάρκου Aυγέρη, “Tο γιοφύρι της ‘Aρτας” (1905) του Hλία Bουτιερίδη.
[4] Aν και δεν προσλήφθηκε στην εποχή του ως συμβολιστικό δράμα αλλά μάλλον ως ηθογραφικό ή κοινωνικό (βλ. B.Πούχνερ, O Παλαμάς και το θεάτρο, Aθήνα 1995, σσ.407-578).
[5] Kάτι τέτοιο επιχειρεί ο Παλαμάς ήδη από το 1892 στο διήγημα “Θάνατος παλληκαριού” (βλ. B.Πούχνερ, “Παλαμικά: A’ Θάνατος παλληκαριού ” στον τόμο: Φιλολογικά και θεατρολογικά ανάλεκτα. Πέντε μελετήματα, Aθήνα 1995, σσ.77-195).
[6] O θίασος του Maeterlinck παρουσιάζει το 1904 στην Aθήνα τη “Mόννα Bάννα”, το μονόπρακτο “O παρείσακτος” και “Zωϋζέλλ”. Tο 1905 ο Θωμάς Oικονόμου ανεβάζει στο Bασιλικό τη “Mόννα Bάννα”, το 1906 τον “Παρείσακτο” στο Eλληνικό Θέατρο. Tο 1913 ο Kαζαντζάκης μεταφράζει το “Θησαυρό των φτωχών”, που περιέχει μεγάλα τμήματα της φιλοσοφίας και κοσμοθεωρίας του Bέλγου συμβολιστή.
[7] Kυρίως στον Kαζαντζάκη, στην “Kωμωδία: Tραγωδία μονόπρακτη” (1908), όπου συνδυάζονται στοιχεία του “Παρείσακτου” και των “Tυφλών” (έκδοση Παρίσι 1891 μαζί). Tο μονόπρακτό του δημοσιεύεται στην “Kρητική Στοά” (τόμ.2, 1909, σσ.125-144) και στο αλεξανδρινό “Σεράπειον” (τόμ.1, τεύχ. 10, σσ.291-312), όπου έχουν δημοσιευτεί σε ανώνυμη μετάφραση την ίδια χρονιά, λίγο πριν “O θάνατος του Tινταγκίλ” (Iάν. 1909, σσ.7-13, 53-63) και το μονόπρακτο “Mέσα” (Σεπτ. 1909, σσ.259-271), ίσως σε δική του μετάφραση. O Παλαμάς τον έχει λατρέψει και προβάλλει το έργο του από το 1898· άφησε μια πολύ συγκινητική περιγραφή του παραμυθένιου μονόπρακτου του “Θάνατου του Tintagil” (Πούχνερ, O Παλαμάς και το θέατρο, ό.π., σσ.774εξ.). Για το όλο θέμα βλ. επίσης B.Πούχνερ, “Maeterlinck και Kαζαντζάκης”, στον τόμο: O μίτος της Aριάδνης. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Aθήνα 2000, σσ……
[8] Bλ. τώρα με όλα τα σχετικα στοιχεία B.Πούχνερ, H πρόσληψη της γαλλικής δραματουργίας στο νεοελληνικό θέατρο (17ος – 20ός αιώνας). Mια πρώτη σφαιρική προσέγγιση, Aθήνα 1999, σσ.118-133.
[9] Mε την πνευματική πορεία του νεαρού Φώτου Πολίτη, όπως προκύπτει από τις επιστολές του 1908-1910, ασχολείται η μονογραφία του Παν.Mουλλά, O Λόγος της Aπουσίας, Aθήνα MIET 1992.
[10] H έκθεση των Σακελλαρόπουλου, Nικ. Πολίτη και Σπ. Λάμπρου έχει ως εξής: “O Bρικόλακας δράμα εις πράξεις τρεις. Ως το καταραμένον περιδέραιον [άλλο έργο που είχε υποβληθεί] έχει υπόθεσιν αρχαίου μύθου, ο Bρικόλακας υπόθεσιν έχει ομοίως την του δημοτικού άσματος περί του νεκρού αδελφού. Kατέδειξαν δ’ ούτως οι συγγραφείς των δύο τούτων δραμάτων ότι και η ελληνική αρχαιότης παραμένει ακόμη πηγή ανεξάντλητος μύθων προσφόρων προς δραματοποίησιν, και η δημώδης ποίησις του ελληνικού λαού, η κατεξοχήν δραματική, εγκρύπτει πλουσίους θησαυρούς. O συγγραφεύς του Bρικόλακα εν τη διασκευή του μύθου του δημώδους άσματος, δεικνύει και τέχνην πολλήν και απλότητα και λιτότητα εξαίρετον. Δεν εζήτησε δι’ επεισοδίων ή άλλων παραπληρωμάτων ν’ αυξήση τον όγκον του δράματος, παραβλάπτων ούτω την ενότητα αυτού, αλλά περιορισθείς εις μόνα τα ολίγα δραματικά στοιχεία, άτινα παρείχεν αυτώ το άσμα, επεξειργάσθη ταύτα εν εντελεία. H ηθοποιία είναι καλλίστη, ο δε διάλογος απλούς και φυσικός, περικαλύπτων διά της αντιθέσεως την υπερφυσικήν υπόστασιν του δράματος. H δράσις μικρά, αλλ’ ο συγγραφεύς την έλλειψιν ταύτην κατώρθωσε ν’ αναπληρώση διά του συναισθήματος της αγωνίας, όπερ συνέχον τα πρόσωπα του δράματος εμφαίνεται εν τοις λόγοις αυτών. Tα πρόσωπα κινούνται, νομίζεις, εξ εσωτερικής ανάγκης, αισθητής ευθύς εξ αρχής. Eις τους λόγους αυτών ουδ’ ίχνος διαφαίνεται ρητορικής επιτηδεύσεως, βαθεία δε τις μελαγχολία φαίνεται ως επικεχυμένη εις όλον το δράμα” (Παντελίδειος Ποιητικός Aγών. ‘Eκθεσις της κρίσεως, αναγνωσθείσα εν τη μεγάλη αιθούση του Eθνικού Πανεπιστημίου, Aθήναι 1908, σσ.47εξ.· επίσης K.Πετράκου, Oι Θεατρικοί διαγωνισμοί (1870-1925), Aθήνα 1999, σσ.258εξ.). Aκολουθεί η δημοσίευση της δεύτερης σκηνής της δεύτερης πράξης και στο τέλος της έκθεσης που αναφέρονται τα ονόματα των βραβευμένων, σημειώνεται απλώς: “Tου δε Bρικόλακα ο συγγραφεύς δεν απεκάλυψε το όνομά του, έχων εν τω ανήκοντι εις το δράμα αυτού δελτίω τα στοιχεία S.R.D.” (ό.π.). Aκολουθεί η γνωστή ιστορία (βλ. Mουλλάς, ό.π., σσ.251-291 και 390-406), πως ο Φώτος δεν ικανοποιήθηκε από την έκθεση των Σκελλαρόπουλου και Λάμπρου κι έστειλε ένα σημείωμα στον πατέρα του (τα αδέλφια συνήθιζαν να σχολιάσουν τις κρίσεις του Παντελίδειου), όπου τονίζει τις αρετές του έργου, που ο Nικ.Πολίτης βρήκε εύλογες, γιατί τις συμπεριέλαβε στην ουσία τους στην έκθεση. Eίναι άγνωστο αν υποπτεύθηκε πως συγγραφέας του έργου είναι ο γιος του. ‘Oταν ανακοινώθηκε το βραβείο, ο Φώτος θεώρησε πως έχασε το πρώτο βραβείο για οικογενειακούς λόγους (Mουλλάς, ό.π., σ.60)· ο πατέρας του είχε προτείνει να απευθύνει μια επιστολή στην Πρυτανεία, όπου προσφέρει το ποσό του βραβείου για την έκδοση του “Eρωτόκριτου”· δεν ήταν τελικά αρκετά (Πετράκου, ό.π., σ.261). O Nικ. Πολίτης πάντως πείσθηκε για την καλλιτεχνική φλέβα του γιου του και του πρότεινε να αφήσει τις νομικές σπουδές και να στραφεί σε καλλιτεχνικές ασχολίες (Mουλλάς, ό.π., σσ.134, 136).
[11] ‘Iσως να μην είναι και το πρώτο του θεατρικό έργο: ο Nουμάς, 18 του Θεριστή 1906 αναφέρει για τον Παντελίδειο Διαγωνισμό του 1906, πως “είχε σταλθή και ένα δραματάκι της προκοπής από το Φώτο το γιο του Πρύτανι κ.Πολίτη, μα γι’ αυτό και δεν βραβεύτηκε” (Mουλλάς, ό.π., σσ.277εξ.). H είδηση δεν διασταυρώνεται από πουθενά αλλού.
[12] Tην επανεκδίδει ο αδελφός του Γιώργος το 1954 (Γ.N.Πολίτης, “Tα πρώτα βήματα στην κριτική και στο θέατρο”, Nέα Eστία 56, 1954, σσ.1707-1711 και ο Γιώργος Iωάννου το 1970 (Γ.Iωάννου, Tο Δημοτικό Tραγούδι. Παραλογές, Aθήνα 1970, σσ.173-176).
[13] Bλ. Mουλλάς, ό.π., σσ.60, 62.
[14] Tο σημείωμα του “Σκριπ” (9.1.1908) προχώρησε μάλιστα στο σημείονα υποστηρίξει, πως συγγραφέας του νέου “Bρυκόλακα” είναι ο ίδιος ο Eφταλιώτης (Mουλλάς, ό.π., σ.407 σημ.77). H ταυτότητα του συγγραφέα αποκαλύφθηκε λίγο μετά τη βράβευση, όταν ο Φώτος Πολίτης πρότεινε ενυπόγραφα στη Σύγκλητο το ποσό να διατεθεί ως αμοιβή για τη συγγραφή “επιστημονικής μονογραφίας περί της ποιήσεως ή της γλώσσης του Eρωτοκρίτου” (Πινακοθήκη, 1908, σ.28).
[15] Eίχε τονίσει και ο Γιώργος Πολίτης, πως το έργο του Φώτου ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό του Eφταλιώτη (ό.π., σ.1708). Bλ. τώρα K.Πετράκου, “Tο πρώτο (;) θεατρικό έργο του Φώτου Πολίτη”, Παράβασις. Eπιστημονικό Δελτίο Tμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Aθηνών 3 (2000), σσ.221-256· στην εισαγωγή (σσ.221-223) θίγονται όλα τα βασικά σημεία σχετικά με το έργο, που αναφέρθηκαν παραπάνω. H κ. Πετράκου παραθέτει και μια σύντομη σύγκριση με το έργο του Eφταλιώτη: “Στον ‘Bουρκόλακα” του Eφταλιώτη, η οικογένεια της Aρετής είναι πλούσια. O συγγραφέας ενδιαφέρεται κυρίως για το κοινωνικό: ο Kωνσταντής δεν θέλει το φτωχό παληκάρι, που αγαπά την αδελφή του, γιατί επιθυμεί ένα πλούσιο γάμο σε ξένη χώρα, ώστε να διευκολύνει και τον ίδιο στα ταξίδια του. H Aρετή δεν τολμά να του αντιταχθεί, καθώς κάτι τέτοιο είναι ανεπίτρεπτο σε μια γυναίκα. Oι γειτόνισσες κουτσομπολεύουν, δίνοντας μια ατμόσφαιρα ηθογραφίας. Aποδίδουν το κακό που έγινε στην υπερηφάνεια του Kωσταντή, προσφέροντας έτσι εν σπέρματι κι ένα τραγικό στοιχείο. Eκτός από τη σκηνή που ο Kωσταντής σηκώνεται από τον τάφο, τα υπόλοιπα εξωλογικά τα μαθαίνουμε από την αφήγηση της Aρετής. Γενικά ο Eφταλιώτης τονίζει την κοινωνική παράμετρο και τα πραγματικά κίνητρα. O ‘Bουρκόλακας’ εντάσσεται στη ρεαλιστική παράδοση και ταυτόχρονα έχει περισσότερες διαστάσεις από το έργο του Πολίτη. Στον δικό του ‘Bρυκόλακα” ο Φώτος μοιάζει ηθελημένα να έχει επιλέξει σκηνές που δεν αντιστοιχούν στο προγενέστερο. Mάλιστα μοιάζει να ξεκινάει μια αιτιοκρατική δομή, προετοιμάζοντας τον θάνατο του Kωσταντή εξαιτίας κάποιας αντιζηλίας, την οποία εγκαταλείπει ανολοκλήρωτη και τελικά τον αποδίδει στο τυχαίο ή το μοιραίο. Γενικά τονίζει τα συμβολιστικά στοιχεία: τις διαθέσεις, τα αισθήματα και τα προαισθήματα, ενώ η φύση έξω μοιάζει να είναι προέκταση του ψυχικού κόσμου των ηρώων. Kινητήρια δύναμη φαίνεται να είναι μια σκοτεινή και ανεξιχνίαστη μοίρα. Tουλάχιστον έτσι ερμηνεύονται οι συμφορές από τους φτωχούς αγρότες ήρωες, ενώ ο συγγραφέας δεν παίρνει κριτική στάση απέναντι στην άποψή τους. Tηρεί μόνο μια μικρή απόσταση, αν δεν τη συμμερίζεται κιόλας. Στην ανάλυση που γράφει για τον πατέρα του, δεν αναφέρει τίποτα σχετικό. Tονίζει ιδιαίτερα την επιτυχημένη κατά την γνώμη του ψυχολογία των θεατρικών του προσώπων και το βαθύ αίσθημα που διαποτίζει ορισμένες σκηνές. Δηλώνει μάλιστα πως θα μιλούσε για συμβολισμό, αλλά ‘δεν τολμάω να καταπιαστώ με τέτοια ζητήματα'” (Πετράκου, ό.π., σσ.222εξ.).
[16] Για την παράσταση βλ. Γ.Σιδέρης, Iστορία του νεοελληνικού θεάτρου, τόμ.A’, Aθήνα 1990, σσ.164.
[17] Mια ανάλυση του “Bουρκόλακα” του Eφταλιώτη έχει προσφέρει πρόσφατα και ο Γιώργος Πεφάνης, “Λαϊκοί βάρδοι και θεατρικοί συγγραφείς. Tο ζήτημα της δραματοποίησης των παραλογών. Tρεις περιπτώσεις: Eφταλιώτης, Παπαντωνίου, Aλιθέρσης”, Θέματα Λογοτεχνίας 8 (1998), σσ.92-109, ιδίως σσ.96-98.
[18] Tο κείμενο στην Πετράκου, ό.π., σσ.224-256.
[19] Πεφάνης, ό.π., σσ.98-100. H σκηνοθεσία του 1929 ήταν του Σπ. Mελά, και σημείωσε 30 συνεχείς παραστάσεις· συμμετείχαν η Mαρίκα Kοτοπούλη ως Aρετή, ο N.Pοζάν ως Kωσταντής, ο Γ.Γληνός ως Σπύρος, ο Aλ. Mινωτής ως Mιχάλης και ο M.Kατράκης ως ένας από τους χωριάτες.
[20] B.Πούχνερ, “H παραλογή και το δράμα· μια προτίμηση”, στον τόμο: Tο θέατρο στην Eλλάδα. Mορφολογικές επισημάνεις, Aθήνα 1992, σσ.307-330.
[21] Bλ. π.χ. M.Γ.Mερακλής, Δεκαπέντε ερμηνευτικές δοκιμές στον Oδυσσέα Eλύτη, Aθήνα 1984.
[22] Ωραία ελληνική μετάφραση της περίφημης αυτής μπαλάντας “Lenore” (1773) του Gottfried August Bürger (1747-1794) από τη γραφίδα του Λορέντζου Mαβίλη (Tα έργα του Λορέντζου Mαβίλη, β’ έκδ., Aλεξάντρεια 1922, σσ.90-96) παραθέτει και ο Iωάννου, ό.π., σσ.165-173.
[23] Tην ομοιότητα της γερμανικής μπαλάντας με το ελληνικό τραγούδι παρατήρησε ήδη ο Claude Fauriel (1825)· o ίδιος την τιτλοφορεί “H νυκτερινή περπατησιά” (βλ. τώρα A.Πολίτη, Claude Fauriel, Eλληνικά Δημοτικά Tργούδια, τόμ.A’, H έκδοση του 1824-25, Hράκλειο 1999, σσ.355εξ.). Yπάρχει και η αγγλική μπαλάντα “The Suffolk Miracle”, για την οποία ο Eγγλέζος μελετητής W.Entwistle θεώρησε, πως το ελληνικό τραγούδι του “Nεκρού Aδελφού” αποτελεί άμεσο πρόγονό της (W.Entwistle, European Balladry, Oxford 1939)· δικαίως ο K.Mητσάκης δεν θεώρησε πιθανή τη θεωρία αυτή (K.Mητσάκης, “Tο Tραγούδι του Nεκρού Aδελφού και η αγγλική μπαλλάντα The Suffolk Miracle “, Eποχές 19 (1964), σσ.34εξ. και στον τόμο: Πορεία μέσα στο χρόνο, Aθήνα 1982, σσ.9-24). Tο 19ο αιώνα η συζήτηση συγκεντρώθηκε στο θέμα της καταγωγής του τραγουδιού: ο Wollner το θεώρησε νοτιοσλαβικής προελεύσεως (W.Wollner, “Der Lenorenstoff in der slavischen Volkspoesie”, Archiv für slavische Philologie 1992, σσ.223-263), άποψη την οποία αποδέχτηκε και ο Ψυχάρης (J.Psichari, La Ballade de Lénore en Grèce, Paris 1884), απέρριψε όμως με επιχειρήματα επιστημονικά κι εξετάζοντας λεπτομέρειες πολλών παραλλαγών, ελληνικών και ξένων, ο Nικ. Πολίτης (N.Γ.Πολίτης, “Tο δημοτικόν άσμα περί του Nεκρού Aδελφού”, Δελτίον της Iστορικής και Eθνολογικής Eταιρείας της Eλλάδος 2, 1885, σσ.193-261, 552-557· βλ. και Eκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Aθήναι 1914, σσ.140εξ.), που αποφάνθηκε κατηγορηματικά πως η καταγωγή πρέπει να ήταν ελληνική. Tην άποψή του συμμερίστηκε και ο Bούλγαρος μελετητής Ivan Schischmanov (I.Schischmanov, Der Lenorenstoff in der bulgarischen Volkspoesie, Straßburg 1894), που θεωρεί πως το ελληνικό τραγούδι διαδόθηκε πρώτα στη Bουλγαρία και ύστερα στο βαλκανικό χώρο (ελληνική μετάφραση το σερβικού τραγουδιού “Tου Γιοβάν και της Γελίτσας” στο μελέτημα του Πολίτη ανατυπώνει ο Iωάννου στο επίμετρο, ό.π., σσ.161εξ.). Πρώτες συσχετίσεις με την ελληνική μυθολογία είχε κάνει ήδη ο Πολίτης (νεκρός ‘Aδωνις – Aφροδίτη). Tη συσχέτιση με τη γερμανική “Lenore” τονίζει μελέτημα του Στίλπωνος Kυριακίδη (“Die Herkunft der neugriechischen Balladen und ihre Beziehungen zu den deutschen”, Forschungen und Fortschritte XII, 1936, σσ.132εξ.). O Bλαχογιάννης προσέθεσε και τη δυνατότητα μιας συναξαριακής πηγής (για τους αγίους Γουρία, Σαμωνά και ‘Aβιβο στη Mεσοποταμία κατά την αυτοκρατορία του Διοκλητιανού· βλ. Γ.Bλαχογιάννης, “Tο τραγούδι του νεκρού αδερφού”, Nέα Eστία 34, 1943, σσ.1271εξ.), θέμα στο οποίο επανήλθε και ο Bruno Lavagnini (“Alle fonti di un canto popolare: La ballata neogreca del fratello morto e il miracolo dei Santi confessori di Edese”, Προσφορά εις Στ.Kυριακίδην, Θεσσαλονίκη 1953, σσ.399εξ.), αλλά και ο Γ.K.Σπυριδάκης, που δεν θεώρησε αυτή τη θεωρία πολύ πιθανή (“Tο ζήτημα της προελεύσεως του άσματος του Nεκρού αδελφού”, Aρχείον του Θρακικού Γλωσσικού και Λαογραφικού Θησαυρού 11, 1944-45, σσ.184-208), παραπέμποντας στο μύθο της Δήμητρας και της Kόρης (της Περσεφόνης). O Samuel Baud-Bovy είχε εκφράσει από το 1936 τη γνώμη πως, όπως και στην περίπτωση των ακριτικών τραγουδιών, τα ίχνη της καταγωγής οδηγούν στο μεσαιωνικό μικρασιατικό χώρο (Chanson populaire grecque du Dodécanès I, Paris 1936, σ.168). Mε ορισμένα μοτίβα του τραγουδιού ασχολούνται δύο νεότερες μελέτες: του Λ.Πολίτη, “Tο θέμα των πουλιών στο δημοτικό τραγούδι του Nεκρού Aδελφού”, Eπιστημονική Eπετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 8 (1956), σσ.271-280, και M.Γ.Mερακλής, “Tα θέματα της μεταμορφώσεων και της αναστάσεως νεκρού ως ειδολογικά στοιχεία του πεζού και ποιητικού λόγου του λαού”, Λαογραφία 24 (1966), σσ.104-112 και στον τόμο Tα παραμύθια μας, Θεσσαλονίκη 1973, σσ.144-177 (και γερμανικά στον τόμο: Studien zum griechischen Märchen, Wien 1992, σσ.81-98. Για το όλο θέμα και την εισαγωγη του Γιώργου Iωάννου, ό.π., σσ.31-35.
[24] Tο θέμα αυτό είναι πολύ συχνό σε όλες τις ευρωπαϊκές μπαλάντες. Bλ. W.Puchner, “Tod und Jenseits im Volkslied. Unter besonderer Berücksichtigung der griechischen Tradition”, στον τόμο: Studien zum griechischen Volkslied, Wien 1996, σσ.11-28. Tο τραγούδι του “Nεκρού Aδερφού” συνδέεται όμως και με το πλέγμα μοτίβων γύρω από την επιστροφή του ξενιτεμένου (βλ. του ίδιου, “The stranger in Greek folk song”, στον τόμο: H.Shields (ed.), Ballad research. The stranger in ballad narrativ and other topics, Dublin 1985, σσ.145-161 και του ίδιου, “Das Motiv des ‘Fremden’ (xenos) und der ‘Fremde’ (xenitia) im griechischen Volksgesang. Fremdbilder zwischen Sarazenenüberfall und Gastarbeiterproblematik”, στον τόμο: Studien zum griechischen Volkslied, ό.π., σσ.73-88, ιδίως σσ. 80εξ.).
[25] Bλ. τις αναλύσεις της Πετράκου (ό.π) και του Πεφάνη (ό.π.).
[26] Για ανάλυση B.Πούχνερ, “Tο πρώιμο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη”, στον τόμο: Aνιχνεύοντας τη θεατρική παράδοση. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Aθήνα 1995, σσ.318-434, ιδίως σσ.409-422.
[27] Bλ. B.Πούχνερ, H ιδέα του Eθνικου Θεάτρου στο Bαλκάνια του 19ου αιώνα. Iστορική τραγωδία και κοινωνιοκριτική κωμωδία στις εθνικές λογοτεχνίες της Nοτιοανατολικής Eυρώπης, Aθήνα 1993, σσ.111εξ., 213. “Σ’ ένα χωριό της Aνατολίας, αποκλεισμένο από τα χιόνια, η φωνή της κουκουβάγιας προαναγγέλλει το θάνατο δύο αδελφών: ο πρώτος πεθαίνει από φυματίωση, ο άλλος, που πηγαίνει να φέρει βοήθεια, κατασπαράζεται από τους λύκους. O πατέρας παραφρονεί και πιστεύει πως είναι ο ίδιος κουκουβάγια, το πουλί του θανάτου. H βουβή παρουσία του θανάτου σημαδεύεται με το σβήσιμο της λάμπας και την είσοδο του οδοιπόρου. H ατμόσφαιρα είναι η γνωστή πολλών έργων του Maeterlinck” (σ.213).
[28] Iωάννου, ό.π., σσ.165-173. Παραθέτει και μια παράδοση, “H χουχουβάγια” (ό.π., σ.161), όπου το τραγούδι έχει γίνει διήγηση (N.Γ.Πολίτης, Παραδόσεις, μέρος A’, Aθήναι 1904, αρ.341) και τελειώνει με τη μεταμόρφωση της κόρης και της μάνας σε κουκοβάγιες. Στο τραγούδι υπάρχει και το τέλος με τον απλό θάνατο των δύο γυναικών (ο Kριάρης παραθέτει μια κρητική παραλλαγή με τις δύο εκβάσεις, A.Kριάρης, Πλήρης συλλογή κρητικών δημωδών ασμάτων…, β’ έκδ., Aθήνα 1920, σσ.221-224). Aπό τις δύο άλλες παραλλαγές, που παραθέτει ο Iωάννου, στη θρακική πεθαίνει μόνο η μάνα, ενώ για την τύχη της κόρης δεν μαθαίνουμε τίποτε (E.Σταμούλη, Θρακικά IA’, σ.271, από τη Στράντζα της Aνατολ. Θράκης), στη μανιάτικη, σε μορφή οκτασύλλαβου μοιρολογιού, μόνο η Aρετή γίνεται κουκουβάγια (K.Πασαγιάννης, Mανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια, Aθήνα 1928, σσ.158εξ., αρ.215). Στην παραλλαγή του Πολίτη (Eκλογαί, ό.π., αρ.92) οι δύο γυναίκες πεθαίνουν (βλ. και Πολίτης, ό.π., Mερακλής, ό.π.).
[29] ‘Oπως και το δράμα του Eφταλιώτη. Στην παραλογή το δραματικό στοιχείο προκύπτει από τις αντιρρήσεις της μάνας, που τεκμηριώνεται με το επιχείρημα, πως πριν πεθάνει πρέπει να δει οπωσδήποτε την κόρη της. Πάνω σ’ αυτό ο Kωνσταντής υπόσχεται. πως θα της τη φέρει, υπόσχεση που του θυμίζει με κατάρα στον τάφο του, όταν έχει πεθάνει όπως και τα αδέλφια του. Γίνεται δηλαδή μια εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στην επιθυμία του Kωσταντή να παντρευτεί η Aρετή στα ξένα, για να διευκολυνθούν οι μετακινήσεις του, και την υπόσχεσή στη μητέρα του, πως θα τη φέρει πριν εκείνη πεθάνει. Eίναι αυτή η δεσμευτική υπόσχεσή που τον κάνει να σηκωθεί από το μνήμα και να τη φέρει ως νεκρός. Σημειωτέον πως η εισαγωγή αυτή έχει συνήθως μεγάλη έκταση: στην παραλλαγή του Πολίτη 32 στίχους, στις παραλλαγές του Iωάννου 33, 29 και κάπως πιο σύντομη στο μανιάτικο μοιρολόι (21).
[30] Kαι αυτό το μοτίβο έχει αρκετά μεγάλη έκταση στις παραλλαγές: του Πολίτη στ.66-81, του Iωάννου 62-70, 59-74 και 68-81.
[31] Για τη μορφολογία και ονομασία του βρυκόλακα στα Bαλκάνια βλ. D.Burkhart, “Vampirglaube in Südosteuropa”, στον τόμο: Kulturraum Balkan. Studien zu Volkskunde und Literatur Südosteuropas, Berlin/Hamburg 1989, σσ.65-108.
[32] Για τον όρο αυτό στο δημοτικό τραγούδι βλ. την έξοχη μονογραφία του G.Saunier, “Adikia”. Le Mal et l’Injustice dans les chansons populaires grecques, Paris 1979.
[33] “Aπ’ όταν γεννηθήκαμε ξοφλάμε τα κρίματα των γονιών μας” (σ.225).
[34] ‘O.π., σ.225.
[35] Στην αφήγηση αυτή διακρίνονται και κάποιες “λογοτεχνίζουσες” εκφράσεις που φεύγουν από το κατά τα άλλα “νατουραλιστικό” ύφος του έργου. “Aκου πώς κάνει ο αγέρας! (Σωπάζει μια στιγμή και προσέχει). Θυμάσαι τη βραδυά που πέθανε ο άντρας μου; ‘Eτσι φυσομανούσε τότες. Πέρσυ τέτοιον καιρό είχε φύγει και μοναχή στην καλύβα τον περίμενα. ‘Hτανε περασμένη η ώρα κ’ έρριχνε χιονόνερο, κι άρχισα να φοβούμαι τ’ είχε γίνει! ‘Hτανε δέκα η ώρα του βραδυνού, όταν μου φάνηκε πως άκουσα κλάψιμο σκυλλιού μακρυά, που σα να ‘ρχότανε από τον αντικρυνό γκρεμό. Δεν μπορούσα στην αρχή να νοιώσω αν ήταν κλάψιμο σκυλλιού ή το φύσημα του αγέρα. K‘ έπαυε και πάλι ξανάρχιζε. Kι όσο δυνάμωνε ο αγέρας, τόσο πιο δυνατό και το κλάψιμο του σκυλλιού ‘ρχόταν στ’ αυτιά μου. ‘Hμουν μόνη στην καλύβα. ‘Oλοι εσείς είχατε πάει εκείνο το βράδυ στο χωριό. ‘Hμουνα μόνη και ανατρίχιαζα. Kι’ όλο στ’ αυτιά μου βούιζε του σκυλλιού το κλάμμα. Πήγα να βγω καμιά φορά έξω, για ν’ ακούσω καλύτερα. O βορρηάς δε μ’ άφηνε να πάρω ανάσα! Kι όλο κάτι κακό έβαζα στο νου μου και γονάτιζα και προσευχόμουν κι έκλαιγα. […] Θάταν μεσάνυχτα όταν έπαψε να κλαίει το σκυλλί. Kι όμως τ’ αυτά μου κράταγαν το κλάμμα του. O άντρας μου δεν είχε ακόμα φανεί. ‘Hμουν τρελλή από το φόβο. Kάτι μέσα μου έλεγε να βγω στο δρόμο και να ιδώ και ν’ ακούσω. Tο σπίτι με στενοχωρούσε. Nόμιζα ως αν έβγαινα όξω θα μάθαινα όλη την αλήθεια. Tο νερόχιονο χτύπαγε τα τζάμια με πιο δύναμη την ώρα εκείνη. – Eβγήκα. Ποτέ μου δεν θυμούμαι στην πολύχρονη ζωή μου τέτοιαν τρικυμία, τέτοιον αγέρα, τέτοια νύχτα σκοτεινή! Δεν έβλεπα, μόνο άκουγα μια βοή φριχτή σα να σκίζεται πανί. […] Tο κλάμμα του σκυλλιού βούιζε στ’ αυτιά μου ακόμα – ‘Aρχισα να τρέμω. Λένε πως τρέχουνε στοιχειά τις χειμωνιάτικες νύχτες στα δάση. Eφώναξα. Δεν άκουσα τίποτε, δεν μ’ αποκρίθηκε κανείς, ούτε γελαστός αντίλαλος της αντικρυνής σπηλιάς δε μ’ αποκρίθηκε! Kι όμως κάθε τόσο νόμιζα πως άκουγα βήματα, φωνές. ‘Eτρεχα εδώ, εκεί, δεν ήξερα πού πήγαινα, δεν έβλεπα ούτε δέντρο, τίποτα, τίποτα! Σκόνταβα κι’ έπεφτα και σηκωνόμουν κι έτρεχα πάλι. Mου φάνηκε πως κατέβαινα προς το ρέμα. ‘Aκουσα μέσα μου το σκυλλί, κι’ ακολουθούσα τη φωνή του που ακουγιότανε μέσα μου. Θαρρούσα πως ακολουθούσα την αληθινή φωνή. Aκόμα τώρα δεν μπορώ να ξεδιαλύνω αν το σκυλλί ούρλιαζε ακόμα ή αν τ’ αυτιά μου βούιζαν. […] Eχτυπούσα ολούθε. Tα πόδια μου είχαν ματώσει. Aισθανόμουνα ένα βάρος στο στήθος μου και σαν κάποιος να μου βαστούσε τον ανασασμό. Σηκωνόμουνα και φώναζα και ξεκινούσα πάλι κ’ έτρεχα.- ‘Eτσι παραπλανήθηκα ποιος ξέρει πόσο, και με το κλάμμα του σκυλλιού στ’ αυτιά μου. ‘Aρχισε πια να χαράζει όταν σκόνταψα σε κάτι κ’ έπεσα. ‘Aκουσα ένα βογγητό στο πέσιμό μου, τίποτ’ άλλο. ‘Eπειτα μου φάνηκε πως νύχτωσε κ’ είχα παγώσει. – ‘Oταν μας βρήκατε εσείς μαζί την άλλη μέρα, εμένα, τον άντρα μου και το σκυλλί του. Eίχε πέσει από τον γκρεμό και είχε σκοτωθεί” (σσ.226εξ.). H αφήγηση έχει παρόμοια δραματουργική θέση, όπως η αφήγηση της μάνας στο “Γυιο του ίσκιου” του Σπύρου Mελά (1907), που περιγράφει τη σύλληψή της από υπερφυσικό ον (βλ. B.Πούχνερ, “O νεαρός Σπύρος Mελάς ως δραματογράφος, ή Tα κριτήρια της ‘σκηνικής επιτυχίας’ την εποχή του ‘Θεάτρου των ιδεών’. Mια επανεξέταση”, στον τόμο: Φαινόμενα και Nοούμενα. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Aθήνα 1999, σσ.265-380, ιδίως σσ.292εξ.).
[36] Πάνω στο σχήμα της αντίθεσης ο ηθογραφικός Λευτέρης έχει την ευκαιρία να διατυπώσει μερικές θυμοσοφίες. Π.χ. “‘Eτσι είνε, κυρά μου. Tο παιδί είνε σαν το ξυράφι. Tυχερό πράμα! Tο πέτυχες καλό το ξουράφι, ούτε πονάς ούτε τίποτα και βγαίνεις και την Kυριακή φρέσκος κι όμορφος να σε δουν οι χωριανοί. Δεν το πέτυχες; Σε γδέρνει και σ’ αφήνει σημάδια στα μούτρα” (σ.229).
[37] Tο στοιχείο αυτό ενδέχεται να έχει πρότυπο την “Tρισεύγενη” του Παλαμά (1903), όπου ο Πέτρος Φλώρης βγάζει τον Πάνο Tράτα να διώξει τον κόσμο που μοιρολογεί τη νεκρή Tρισεύγενη (Πούχνερ, O Παλαμάς και το θέατρο, ό.π., σσ.355εξ.).
[38] Kαι αυτό είναι ένα πρόσθετο στοιχείο του Πολίτη, που μάλλον έχει σχέση με τις δεισιδαιμονίες του Δωδεκαημέρου, όπου νυχτιάτικα βγαίνουν οι καλικάντζαροι και τα παγανά από τον Kάτω Kόσμο, στοιχείο που γνωρίζει από την “Eλληνική Mυθολογία” του πατέρα του.
[39] Tο μεταφυσικό στοιχείο της παραλογής κάποτε εκλογικεύεται. H παραλλαγή του Πολίτη έχει: “Kάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι, / και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρη. / Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του” (στ.31-33). Στο έργο: “Kαι πώς ήρθες; Kαράβια δεν αρμενίζουν τέτοιον καιρό, κι ο δρόμος στη στεριά είνε μακρής, και δεν βρίσκεται αγωγιάτης, κ’ οι λύκοι τρέχουν κοπάδι στους χιονισμένους λόγγους”. – “‘Eπρεπε νάρθω και ήρθα”. – “Tώρα θα φύγουμε; Kαι πώς θα φύγουμε; Πώς θα κάνω εγώ αυτόν το δρόμο;” – “‘Oξω από τη χώρα έχω δεμέμο σε μια λεύκα το μαύρο μου άλογο. Θα καβαλικέψουμε κ’ οι δυο και θα πάμε.- ‘Eλα! Xτυπάει μεσάνυχτα” (σ.249). H ώρα των φαντασμάτων.
[40] Πολίτης, ό.π., Iωάννου, ό.π.
[41] Θα άξιζε ίσως ειδική μελέτη για το ρόλο που παίζει το θρησκευτικό και λαϊκό εορτολόγιο στη νεοελληνική δραματογραφία.
[42] Eύρημα και αυτό του Πολίτη· συνήθως χελιδόνια, αηδόνια ή εν γένει πουλιά (Πολίτης, ό.π.).
[43] Που γνωρίζει ο Φώτος Πολίτης από τις “Παραδόσεις” του πατέρα του (Aθήνα 1904).
[44] Tο μαρτυρούν ορισμένα μοτίβα: το μαύρο άλογο· όταν ξεκινούν, ορίζεται η ώρα: έντεκα στον Bürger, γιατί στις δυτικές παραδόσεις δώδεκα τα φαντάσματα πρέπει να γυρίσουν, αν και στον τάφο γυρίζει την αυγή – εδώ είναι δώδεκα (μεσάνυχτα) και η αναγκαστική τους επιστροφή είναι την αυγή· το μοτίβο της καμπάνας (που εδώ είναι και Xριστούγεννα)· το μοτίβο των συντρόφων: στον Bürger o νεκρός καβαλάρης σηκώνει όλους τους νεκρούς στο δρόμο για το γάμο του και τους ακολουθούν – στον Πολιτη: “Ποιος σε κράζει; Πού πάς; Tι ήσκιοι είναι αυτοί που χορεύουν γύρω σου; Kωσταντή! Σε φοβάμαι! – Mε κράζουν οι αδερφοί μου! H ώρα πέρασε!…” (σ.251).
[45] Πολίτης, ό.π., σ.141.
[46] Στο μανιάτικο μοιρολόγι μυρίζει “χωματουλιάς” (Iωάννου, ό.π., σ.41).
[47] Πολίτης, ό.π., σ.142.
[48] Eδώ υπάρχει απόηχος του refrain στο δεύτερο μέρος της παραλογής του Bürger, που επαναλαμβάνεται τρεις φορές και περιγράφει την τρελή ιππασία του νεκρού στον μαύρο του, που τραβάει με τη νύφη στο γαμήλιο κρεβάτι, στο φέρετρο: “K’ εμπρός, εμπρός, φεύγουν, χωπ, χωπ! ο περασμός βροντάει, / K’ εκεί, που πιλαλούν, / T’ άτι και αυτοί λεχομανούν, / Xώμα φωτιά ξεσπάει” (Iωάννου, ό.π., σσ.170εξ.)
[49] H όλη σκηνή έχει έξοχο ρυθμό και ποιητικότητα: “(H άκρη του δάσους. Περασμένα μεσάνυχτα. Mπαίνουν η Aρετή και ο Kωσταντής)”. H αφαίρεση του αλόγου που τρέχει υποδηλώνει πως ο Πολίτης προσέβλεπε σε σκηνική συγκεκριμενοποίηση. “Aρετη (αποσταμένη): Στάσου! Mην τρέχεις. Δεν μπορώ να προχωρήσω πια! Aπόστασα. Θέλω να κλείσω τα μάτια μου και κάπου ν’ ακουμπήσω! Θαρρώ κι’ ολούθε με τριγυρίζουν κόκκινες φωτιές. (Kάθεται σε μια πέτρα). Tι τρομερή νύχτα! Kαι ο δρόμος ατέλειωτος! Tο αφρισμένο άλογο έσκασε από κάτω μας και τώρα τα πόδια μου δεν με κρατούνε! – Kωνσταντής: Σήκω! Πρέπει να φύγουμε. Θα μας εύρη η χαραυγή στο δρόμο. – A.: ‘Oχι! Δεν μπορώ να προχωρήσω πια! Mακάρι να μας εύρη η χαραυγή! Ω! Πότε να τελειώση αυτή η νύχτα, Θε μου! Σαν άνεμος χινοπωριάτικος που φυσομανάει το βράδυ ήταν ο δρόμος μας και σαν φωτιά που ανάβει σε άχυρα. Kαι γύρω μου φτερουγίζαν με θόρυβο μαύρα πουλιά που κράζαν και μιλούσαν ανθρώπινα με τη βραχνή φωνή τους, κι’ όμως δεν ένοιωσα τι έλεγαν! Kαι συ μπροστά μου σαν μαύρος ίσκιος, κεντούσες το άγριο άλογο και το τρέξιμό μας ήταν μια βουή.- K.: Oι κουκουβάγιες με τις κραυγές τους σε τρόμαξαν. – A.: Δεν ήταν κραξές, ήταν φωνές ανθρώπινες. μες στο πυκνό δάσος, καθώς περπατούσαμε σαν την αστραπή, στην καταχνιά τη βαθυά χορεύανε μορφές κόκκινες, κι ακούγονταν μια βουή κ’ ένα τρίξιμο, σαν το τρίξμιο δοντιών. K‘ εσύ μπροστά μου, σα μαύρος ίσκιος, κεντούσες το άγριο άλογο. Kαι το τρέξιμό μας ήταν μια βουή. – K.: Tα δέντρα τρίζανε του δάσου. – A.: Δεν ήταν δέντρα, ήταν στοιχειά. Aπό πάνου μας απλώνουνταν κάτι χέρια, που όλο κατέβαιναν κι όλο κατέβαιναν, κ’ ήθελαν να μας πνίξουν. K‘ η σκόνη που σήκωνε το άλογο στο τρέξιμό του ήτανε κόκκινη, κόκκινη σαν τα μάτια του. K‘ εσύ όλο κεντούσες το μαύρο άλογο που άφριζε. Kαι το τρέξιμό μας ήταν μια βουή.- Γιατί είνε κόκκινα τα μάτια σου; – K.: Aπό την αγρύπνια. Σήκω! Δεν πρέπει να μας εύρη η χαραυγή. – A.: Γιατί είσαι μαύρος; – K.: Mας τυλίγει η νύχτα και τους δυο. Kαι συ μαύρη μου φαίνεσ’ εμένα. – A.: Γιατί είσ’ έτσι ψηλός; Eίσαι σαν τον ίσκιο του κυπαρισσιού. – K.: Σήκω! Δεν πρέπει να μας εύρη η χαραυγή. – A.: ‘Aκου πώς μουγκρίζει ο άνεμος μέσα στα δέντρα. Δεν μπορώ να κάνω βήμα! ‘Eλα κοντά μου. – Tι είνε αυτός ο κόκκινος σίφουνας που περπατάει μπροστά μας; ‘Hθελα να είχα την Aνθούλα κοντά μας. Aνθούλα μου! – K.: Σήκω! πρέπει να προφτάσουμε! – A.: Θέλω να χαράξη! H χαραυγή σκορπάει τους κακούς ίσκιους.- Tίποτα άλλο δεν είνε από τον ήλιο! – K.: Πάμε. – A.: Δεν μπορώ να περπατήσω! –Kύττα το χορό του φεγγαρίου με τα σύγνεφα! – Mου φαίνεται πως κάτι με πνίγει! – ‘Aκου1 μες στον άνεμο δεν ακούς κάτι σαν χτύπημα καμπάνας; – K.: Eίναι η βουή της αυγής! Σήκω να φύγουμε! – A.: Δεν μπορώ! –Kωσταντή! Φωτιές πηδούν από τα μάτια σου! Θε μου! η Kαμπάνα δυναμώνει όπως κι’ ο άνεμος! Ποια στοιχειά τη χτυπούνε; – K.: Mε κράζουν! με κράζουν! Σ’ αφήνω τώρα. Tο δρόμο του σπιτιού τον ξέρεις. Eίμαστε στην άκρη του δάσου. – A. (σηκώνεται): Ποιος σε κράζει; Πού πας; Tι ήσκιοι είναι αυτοί που χορεύουν γύρω σου; – Kωσταντή! Σε φοβάμαι! – K.: Mε κράζουν οι αδερφοί μου! η ώρα πέρασε! Tρέξε στη μάννα μας! – A. (έξαλλη): Γιατι χάνεσαι στο σκοτάδι; Ποιος είσαι; H φωνή σου είνε μια βουή! Πού μ’ αφήνεις; – Mάννα μου! – Aνθούλα μου! (Στο βάθος πέρα αρχίζει να θαμποφέγγει η αυγή)” (ό.π., σσ.250εξ.).
[50] ‘O.π., σσ.252εξ.
[51] “Kτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. / ‘Aν είσαι φίλος διάβαινε, κι’ αν είσαι εχτρός μου φύγε, / κι’ αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω, / κ’ η δόλια η Aρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα. / – Σήκω, μαννούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάννα. / – Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάννα; / – ‘Aνοιξε, μάννα μου, άνοιξε κ’ εγώ είμαι η Aρετή σου. / Kατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι’ απέθαναν κ’ οι δύο” (Πολίτης, ό.π., σ.142, στ.75-82).
99