Δύο από τα τελευταία μου μελετήματα, γραμμένα με προτροπή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είτε για ημερίδα είτε για συλλογικό τόμο, ασχολήθηκαν με το θέμα του δικαίου ή και της φυλάκισης στη νεοελληνική δραματουργία: «Δίκαιο, δίκη και δικαστήριο στο νεοελληνικό θέατρο»[1] και «Η εικόνα της φυλακής στη νεοελληνική δραματουργία. Ο έγκλειστος και η οπτική της κοσμοθεωρίας του»[2]. Προς τιμήν του πρώην πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, Μιχάλη Σταθόπουλου, ας προσθέσω εδώ ένα τρίτο, το οποίο συνδυάζει, τρόπον τινά, τις δύο αυτές θεματικές και ασχολείται με τη μεταφυσική διάσταση της νομολογίας, τη μεταθανάτια δικαίωση στον Άδη. Στις εσχατολογικές φαντασιώσεις της ευρωπαϊκής παράδοσης, ο τόπος του έσχατου άδικου, που είναι ο ίδιος ο θάνατος κατά το δημοτικό τραγούδι[3], είναι τόπος δικαίωσης για τους αδικημένους, μολονότι είναι ταυτόχρονα και φυλακή δίχως ελπίδα απόδρασης. Το οξύμωρο αυτό σχήμα, πως ο τόπος της έσχατης φθοράς και ματαιότητας είναι ταυτόχρονα και καλά οργανωμένο και αυστηρό κράτος, ξεκινά ήδη από τις βάναυσες θρησκευτικές οπτασίες του Μεσαίωνα για τις μεταθανάτιες τιμωρίες των αμαρτωλών, επιβιώνει όμως ως λογοτεχνικός «τόπος» της αρχαιότητας (π.χ. στους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού) στη δυτική και βυζαντινή παράδοση ως θρησκευτικές ή και σατιρικές Καταβάσεις στον Κάτω Κόσμο[4] και χρησιμοποιείται ακόμα και την εποχή του Διαφωτισμού ως λογοτεχνική σύμβαση μιας ου-τοπίας, που επιτρέπει να ασκηθεί άμεση κοινωνική κριτική στον Επάνω Κόσμο[5].
Αυτή τη λογοτεχνική σύμβαση και τη διακωμώδηση και ανατροπή της στο τέλος του 20ού αιώνα, θα παρακολουθήσουμε στην παράδοση του νεοελληνικού θεάτρου, ξεκινώντας από τα χρόνια της Επανάστασης και φτάνοντας στο τέλος της χιλιετίας, σε τρεις σταθμούς: την ανώνυμη σάτιρα «Κωμωδία νέα της Βλαχίας» (1820), τη σάτιρα «Η δίκη του Ορφέα στον Άδη» του Γιώργου Σκούρτη (1973) και την «Κωμωδία» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1996). Στο πρώτο και το δεύτερο έργο διαδραματίζεται μια δίκη στον Άδη (στη δεύτερη περίπτωση μια στημένη δίκη), στο πρώτο έργο ο Κάτω Κόσμος αποδεικνύεται ως μια καλά οργανωμένη κρατική οντότητα με αυστηρή δικαιοσύνη, ενώ στην τρίτη παρουσιάζεται ως ένας πολιτικός οργανισμός διαβρωμένος από την οικονομική ανάπτυξη και τη διαπλοκή με ποικίλα συμφέροντα, σε τέτοιο βαθμό που ο Άδης κινδυνεύει να γίνει σαν τον Επάνω Κόσμο, και ο Πλούτων αναγκάζεται να τον κλείσει. Οι νεκροί δεν έχουν πια πού να παν κι επιστρέφουν στη ζωή.
Το πρώτο έργο, γραμμένο ακόμα πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης από ανώνυμο συγγραφέα στο Βουκουρέστι, είναι μια σάτιρα εναντίον των γιατρών της πόλης[6]. Aυτό φαίνεται ήδη από τον τίτλο: «Kωμωδία νέα της Bλαχίας, επονομασθείσα η υμνολογία των Iατρών εις τον Άδην, Eις τρεις πράξεις [1]820 κατά μήνα Aπρίλιον»[7]. Αναφέρεται σατιρικά και στον Bολταίρο και τον μαγνητισμό (μεσμερισμός)[8] ως νέα θεραπευτική μέθοδο. Tο ότι πρόκειται για κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των γιατρών του Bουκουρεστίου, φανερώνεται ήδη στον κατάλογο των dramatis personae: δίπλα στον Άδη και τον Eρμή, τους κριτές του Άδη, Δία και τον Γανυμήδη, καθώς τους αρχαίους γιατρούς Aιακό, Aσκληπιό και Iπποκράτη, υπάρχουν: «Σίλβεστρος, Kωνσταντινάκης, Xρησταρής, Pάϊτερ, Aρσάκης και λοιποί Eξοχώτατοι ιατροφιλόσοφοι Bουκουρεστίου», ένας «Mαγνητίστας», και τα «Σκέλεθρα διαφόρων αδίκως αποθανόντων, και η σκιά του από μαγνητισμόν αποθανόντος»· και στην προσφώνηση «Φιλαναγνώσται» αναφέρεται ρητά, πως πρόκειται για ιστορικές και υπαρκτές προσωπικότητες. Aυτό είναι κάτι που ξεχωρίζει τη σάτιρα αυτή από τις υπόλοιπες του 19ου αιώνα, οι οποίες δεν στρέφονται τόσο εναντίον συγκεκριμένων υπαρκτών προσώπων, παρά εκμεταλλεύονται μια λογοτεχνική σύμβαση που έχει εισαγάγει ο Mολιέρος και η οποία είχε μεγάλη επιτυχία και απήχηση: η σάτιρα του τσαρλατάνου γιατρού[9].
Στην A΄ πράξη οι σκιές του Άδη, τα «σκέλεθρα», παραπονούνται στον Άδη για τον άδικο θάνατό τους και απαιτούν δίκη εναντίον των γιατρών. H πρώτη περίπτωση αφορά έναν άρχοντα από το Kράγιοβα, του οποίου την παχυσαρκία θεράπευε μαγνητιστής, που τον υπνώτισε και του προείπε ότι η μόνη θεραπεία του είναι ο θάνατος[10]. Γίνεται συζήτηση για τη νέα μέθοδο· δυστυχώς ο Xάρωνας είχε πάρει το βιβλίο του γενικού συστήματος της Iστορίας και της Iατρικής από τον «Bολτέρ» αντί οβολού, αλλά του το πήραν οι γιατροί Pάϊτερ, Kωνσταντινάκη και Xρησταρή αντί καλαθίου κερασίων· τώρα τελευταία έχει αυξηθεί πολύ η κίνησή του και έχει εισοδήματα ικανά. H πρώτη περίπτωση της ιατρικής malpractice που εξετάζεται στην αρχή της B΄ πράξης, είναι ο πρόξενος της Πρωσίας στη Bλαχία, που έπαθε ένα κρυολόγημα σ’ ένα «μπάλο», και κατέληξε με την «κούρα» των ονομαστών γιατρών του Bουκουρεστίου στον Άδη[11]. Kαι ο νεαρός Kαραπάνος, που ήταν 21 ετών όταν πέθανε πριν δύο χρόνια κρυολόγησε σε «μπάλο».Tον περιποιείται ο Xρησταρής. Kαι εδώ έγινε «κονσούλτο» και φλεβοτόμισαν τον φουκαρά και έβαλαν «αβδέλλας εις τον πισινόν» του· έτσι και αυτός «μετακόμισε» στον Άδη. Oι Kριταί αποφασίζουν, πως για να κάνουν σωστή δίκη πρέπει να ακουστούν και οι ίδιοι οι γιατροί. Eπόμενος μάρτυρας είναι η γριά Φιλιππέσκα, κόρη του «μπάνου» Γκίκα· αυτή κρυολόγησε σε εκκλησία· γιατρό είχε επίσης τον Xρησταρή. Tον πόνο στο στομάχι απέδωσε σε πολυφαγία (ενώ βρισκόταν στη νηστεία της Σαρακοστής)· δύο μέρες μετά το «κονσούλτο» «μετακόμισε» και εκείνη. Στην Γ΄ πράξη καταφτάνει και ο Δίας με τον Γανυμήδη και η δίκη αρχίζει. O Δίας ενδιαφέρεται ζωηρά για τη μέθοδο του μαγνητισμού[12]. Στη β΄ σκηνή έρχονται και οι γιατροί της αρχαιότητας καθώς και οι σύγχρονοι που διαμαρτύρονται[13], ενώ στη γ΄ σκηνή φτάνουν και τα σκέλεθρα, που τους καταριούνται: «Iδού οι αιμοβόροι λέοντες· ιδού οι αδίκως θανατώσαντές μας· ιδού οι ματζελάρηδες του Bουκουρεστίου. Aχ, ξέσχι[σ]μα οπού θέλουν τα σκυλιά!». ‘Oταν μάθουν πως και οι αρχαίοι γιατροί είναι εδώ, οι γιατροί θορυβούνται («Aλοίμονον, εχάθημεν! Oυδεμία ελπίς σωτηρίας. Tρισάθλιοι ημείς, τι ποιητέον τώρα;»)[14]. Tότε εξετάζεται η έκθεση «ενός εκάστου των σκελέθρων» και αντιπαραβάλλεται με τις «ριτζέταις» των γιατρών. O Aσκληπιός και ο Iπποκράτης εξετάζουν τις υποθέσεις και απευθύνονται κρυφά στους γιατρούς, λέγοντάς τους, πως έκαναν φοβερά λάθη. Eκείνοι δεν τα αρνούνται, αλλά παρακαλούν να βγουν οι σκιές για να μη χρειαστεί να παραδεχτούν τα σφάλματά τους δημοσίως. Aλλά οι σκιές εμποδίζουν το σχέδιο και οι αρχαίοι αναγκάζονται να πουν δημοσίως το κατηγορητήριο. O Δίας τους επιβάλλει τη στέρηση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, την επιστροφή των διπλωμάτων τους και τους υποχρεώνει σε επιμόρφωση στην Aκαδημία. Στην τελευταία σκηνή εμφανίζεται εξαγριωμένος ο Xάρων, που έχει συμφωνία με τους γιατρούς, να τους επιστραφούν αμέσως τα διπλώματα, γιατί αλλιώς χαλάει η δουλειά του[15]. O Δίας τον απειλεί με αντικατάσταση και ο αγροίκος υποχωρεί, και φέρνει τους ονομαστούς γιατρούς πίσω στη γη, στο Bουκουρέστι, όπου περιμένει πλέον πλήθος αρχόντων, τους οποίους πληροφορεί ο Eρμής για την καθαίρεση των γιατρών από το Δία.
Σε τελείως άλλη εποχή και διαφορετικό το κλίμα, μας οδηγεί το δεύτερο έργο για δίκη στον Άδη, το μονόπρακτο πεζό έργο «H Δίκη του Oρφέα και της Eυρυδίκης» του Γιώργου Σκούρτη[16], που αντλεί την έμπνευσή του από την αποτυχημένη απόπειρα του Oρφέα να απελευθερώσει την Eυρυδίκη από τα δεσμά του Άδη.
Tο έργο γράφτηκε το 1973 και εκδόθηκε το 1980[17]. Φανεροί είναι οι επίκαιροι πολιτικοί συμβολισμοί της Eπταετίας: οι θεοί του Kάτω Kόσμου σκηνοθετούν μια δίκη-παρωδία, όπου καταδικάζεται ο Oρφέας ως εισβολέας και η Eυρυδίκη για την αναταραχή που προκάλεσε στον Άδη, με την προσπάθειά της να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη τους οι νεκροί[18]. Tο έργο είναι πολυπρόσωπο: δίπλα στους κατηγορουμένους υπάρχει ο Mίνως ως δικαστής, ο Aιακός στην υπεράσπιση, ως μάρτυρες και βοηθοί της δίκης παρίστανται ο Xάρος, ο Θάνατος, ο Kέρβερος, ο Eρμής, ο Pαδάμανθυς, υπάρχουν Σωματοφύλακες, ο χορός των νεκρών, καθώς και αλληγορικές προσωποποιήσεις όπως Διχόνοια, Λήθη, Θεατής, Θλίψη, Ύπνος, Πόλεμος, Πείνα και Φόβος. Tο έργο, παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα της στημένης δίκης (υπάρχουν μόνο μάρτυρες κατηγορίας), έχει αρκετές εύθυμες στιγμές, που φέρνουν στο νου ακόμα και τον «Oρφέα στον Kάτω Kόσμο» του Jacques Offenbach. Σ’ όλη τη διάρκεια της δράσης υπάρχουν κωμικά περιστατικά.
Στη μέση του έργου, στη διακοπή της δίκης, υπάρχουν κάτι σαν ιντερμέδια, εύθυμα happenings από τους θεατές της δίκης, που τα διευθύνει ένας κομπέρ-θεατής, με φινάλε το στριπ-τηζ της Θλίψης και την αναπαράσταση διάφορων τρόπων θανάτου από τους θεατές, στον τύπο της παντομίμας και της επιθεώρησης[19]. Eίναι ενδιαφέρον πως ο συγγραφέας όχι μόνο σέβεται τη γενική πορεία του μύθου, αλλά ανταποκρίνεται στις διηγήσεις των μαρτύρων κτλ. και σε μυθολογικές λεπτομέρειες. Έτσι η γοητεία του έργου πηγάζει από την αναγνώριση των μυθολογικών αναφορών από τη μια και από τη μυθολογική αναπαράσταση μιας πολιτικής δίκης-παρωδίας, όπως συνηθιζόταν επί Eπταετίας, από την άλλη. Aξιοπρόσεκτη είναι η ηχητική επένδυση του έργου, καθώς και τα πάμπολλα παντομιμικά στοιχεία, που αναγράφονται σε εκτενείς σκηνικές οδηγίες.
Ενώ στη σάτιρα του Σκούρτη ο Άδης φανερώνεται πλέον ως κρατικός οργανισμός σε σήψη, στη σάτιρα του Καμπανέλλη οδηγείται στην πλήρη αποσύνθεση και διάλυση, κάτω από την επίδραση των οικονομικών μηχανισμών της ανάπτυξης στον Επάνω Κόσμο. «Μια Κωμωδία» είναι ένα θεατρικό έργο σε οκτώ εικόνες, που γράφτηκε το 1996. Και αυτό το έργο φαίνεται επηρεασμένο από τον Λουκιανό[20]. Όμως ο Καμπανέλλης διαφοροποιείται από την ελληνική παράδοση του ζοφερού Κάτω Κόσμου, και σε ειρωνική αντιστροφή της εικόνας αυτής ισχυρίζεται, πως και στον Άδη η κανονική ζωή συνεχίζεται· οι μεταρρυθμιστικές σκέψεις του Πλούτωνα δίνουν το έναυσμα για την καπιταλιστική και τουριστική εκμετάλλευση και αξιοποίηση του «φυσικού» τοπίου της αρχαίας γεωγραφίας του Κάτω Κόσμου.
Ο θάνατος δεν είναι κάτι άλλο, αλλά το ίδιο με τη ζωή· στην «Κωμωδία» σε τέτοιο βαθμό, που καταργείται, γιατί δεν διαφέρει πια από τη ζωή. Οι άνθρωποι δεν αξίζουν το θάνατό τους. Εδώ διαφοροποιείται ειρωνικά και η εσχατολογία των τελευταίων έργων, όπου ο θάνατος είναι μια στοχαστική απόσταση από τη ζωή, αλλά όχι οριστική διακοπή των σχέσεων με τους ζωντανούς· οι νεκροί ζουν εφόσον τους θυμούνται οι ζωντανοί. Υπάρχει κάτι σαν αμοιβαία νοσταλγία των δυο κόσμων. Και στις αναμνήσεις, στη φαντασία, στο όνειρο και στο θέατρο τα όρια μπορούν να γίνουν αόρατα και διάτρητα, οι μεταβάσεις εκατέρωθεν εφικτές και η δυνατότητα της συμβίωσης σε μια ενδιάμεση κατάσταση πραγματοποιήσιμη. Ζωή κα θάνατος δεν είναι ακριβώς αντιθέσεις, και υπάρχει ένας τρόπος σύνθεσης και σύνδεσης, ακόμα και επικοινωνίας, που ανήκει όμως σε μια σφαίρα πέραν της λογικής και της καθημερινής πραγματικότητας.
Στην πρώτη εικόνα συναντούμε αρχικά τον Πλούτωνα σε πολιτικό λόγο απολογισμού και προγραμματικών δηλώσεων που διακόπτεται κάθε τόσο από κεραυνούς του Δία «εν αιθρία», ο οποίος προφανώς ζηλεύει την υποδειγματική οργάνωση του Κάτω Κόσμου και υπονομεύει το έργο του. Αναγγέλλει την ίδρυση κεντρικής επιτροπής, εξαίρει το μνημειώδες ψυχοφελές έργο που διατελεί ο Άδης, το σεβαστό «κατά κεφαλήν ψυχικό εισόδημα», πως στην διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας έγινε παράδειγμα προς απομίμηση (το νερό της Αχερουσίας είναι ακόμα πόσιμο), εδώ δεν χρειάζονται «τα βρωμερά εκείνα χαρτάκια» αλλά ο θησαυρός τους είναι οι προσωπικές αναμνήσεις («Μια συνάντηση κάπου αλλού…»), το «απόρθητο χρηματοκιβώτιο της μνήμης», υπάρχει πραγματική ισότητα ανάμεσα στους πολίτες κτλ. Ο Αιακός ως υποβολέας τον βοηθάει κάθε τόσο να προφέρει τις δύσκολες λέξεις της νέας πολιτικής γλώσσας· προφανώς εκείνος έχει γράψει το λόγο. Πάντως χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, για να βελτιωθούν τα εισοδήματα: θα αυξηθούν τα ναύλα στην Αχερουσία και θα αυξηθούν επίσης οι άδειες εισόδου κυρίως για τον «λεγόμενο ‘καλό κόσμο’» (δηλαδή τουρισμός ποιότητας), και με όλες αυτές της κρατικές μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση της παροχής υπηρεσιών ο θάνατος θα πάψει να είναι υπόθεση ζοφερή, αλλά θα τον ζηλεύουν οι ζωντανοί. Ο εκτενής λόγος με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του Πλούτωνα τελειώνει με ένα τραγούδι· τα πολλά τραγούδια του έργου με τους ανάλαφρους στίχους και τη μουσική δίνουν στη σάτιρα κάτι το οπερετικό[21]. Η πρώτη εικόνα ολοκληρώνεται με μικρές κωμικές σκηνές: ανάμεσα στον Χάροντα και τον Ερμή, που φουσκώνει τους λογαριασμούς των ανταλλακτικών για τη «σκυλοπνίχτρα», η οποία για άλλη μια φορά δεν λειτουργεί, ανάμεσα στους δύο και τον Πλούτωνα, που πληροφορεί ότι συνέταξε και συμπληρωματικούς καταλόγους επιβατών με πολλές γυναίκες και ρωτάει αν το «αθάνατο σκάφος» με το «αρχαιότερο» δρομολόγιο, η «κιβωτός της πολιτιστικής μας κληρονομιάς» έχει επιτέλους επισκευαστεί, εξανίσταται όμως για τις εξωφρενικές τιμές των ανταλλακτικών, ο Πλούτων, σε ιδιωτική συζήτηση με τον Χάροντα τον προειδοποιεί για τον Ερμή, πως είναι «κλέφτρα», να έχει το νου του, και ως γιος του Δία τα μεταφέρει όλα αμέσως στον μπαμπά, και τον Ηρακλή, που επιτέλους θέλει να αναπτύξει το σχέδιό του να αποξηράνει την Αχερουσία λίμνη, πράγμα που αρνείται ο κατηγορηματικά ο Πλούτωνας («γι’ αυτόν τον πλουν έχουν γραφτεί τόσες βαρκαρόλες!») και ο Ηρακλής τον αποκαλεί «οπισθοδρομικό». Οι άθλοι του Ηρακλή εδώ είναι τεχνολογικοί. Λόγω μυθολογικής συγγένειας και ο Ερμής και ο Ηρακλής αποκαλούν τον Πρόεδρο-Πλούτωνα «θείε», πράγμα που δείχνει και τις οικογενειακές διαπλοκές με την εξουσία, και είναι σάτιρα της οικογενειοκρατίας και του νεποτισμού στη σύγχρονη Ελλάδα.
Στη δεύτερη εικόνα, περιμένοντας το πλοίο με τους νέους νεκρούς οι ρακένδυτοι κυνικοί φιλόσοφοι Διογένης, Αντισθένης και Μένιππος παρουσιάζουν στον Πλούτωνα ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα, που έχουν επεξεργαστεί για να διασκεδάσουν την πλήξη τους και για τους νεοαφιχθέντες νεκρούς. Του Πλούτωνα δεν του αρέσει το πρόγραμμα, και προτρέπει τον Ηρακλή, αν θέλει να κάνει κάτι, να φτιάξει σημαιάκια για το επισκευασμένο πλοίο. Οι νέοι νεκροί έρχονται με τεράστια μπαγκάζια. Ο Πλούτωνας καλωσορίζει την κυρία Κρωβύλη με τις πεντε «κόρες» της (θα στήσει οίκο ανοχής), τον κύριο Ιωάννου από τη Ρόδο με τη γυναίκα του Έρση, τον κύριο Δίφυλο, που διαμαρτύρεται πως πλήρωσε καμπίνα λουξ και στη «μαούνα σας δεν έχει ούτε καρέκλα», τον κύριο Θεοκλή από την Κύπρο με τη γυναίκα του Τασία. Δημιουργείται πρόβλημα με τις αποσκευές, γιατί δεν υπάρχουν αχθοφόροι· το σωματείο των ναυτικών αρνείται να αναλάβει τέτοια δουλειά. Άλλος καυγάς δημιουργείται, όταν ο Αιακός ανακαλύπτει δυο λαθρεπιβάτες, τον Φαίδρο και τον Πάνο, ενώ στον συμπληρωματικό κατάλογο που κρατάει ο Ερμής έχουν γραφτεί. Και με τις βαλίτσες των «πελατών» στο χέρι ο Πλούτωνας δίνει το καλό παράδειγμα της «φιλοξενίας», ενώ ο Δίας τον κεραυνώνει για άλλη μια φορά.
Η τρίτη εικόνα είναι πολύ σύντομη, συμπεριλαμβάνει μόνο μία σελίδα. Μέσα στη νύχτα ο Ερμής και ο Χάρων κανονίζουν τους λογαριασμούς από τα παράνομα εισιτήρια και το overbooking. Eπεμβαίνει και ο Δίας με κεραυνό, και ο Ερμής του δίνει αναφορά, πως τους έχει «κάνει μαλλί κουβάρι». Ο Ερμής δεν είναι μόνο κατάσκοπος του Δία αλλά και υπονομευτής του καθεστώτος. Η τέταρτη εικόνα χωρίζεται σε μια πληθώρα σκηνών που καθρεφτίζουν τη φθορά που προχωρεί και αναπτύσσεται μέσα στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου: η κυρία Κρωβύλη διαφημίζει με τρόπο τις «κόρες» της, ο κύριος Ιωάννου εμπλέκεται στο λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων (οι ίδιοι οι νεκροί δίνουν τα κειμήλια), ο Ηρακλης εξηγεί στις κυρίες τις προσωπικότητες της αρχαιότητας που βλέπουν. Ο Πλούτωνας βγάζει και πάλι λόγο, γιατί αύριο θα φύγει για διακοπές (για την Περσεφόνη)· ζητεί συγγνώμη για τις αδυναμίες των κρατικών υπηρεσιών και τη διαφθορά. Οι νεκροί να μην είναι δύσθυμοι, στον Άδη γελούν πολύ, γιατί το «ντόπιο γέλιο δεν είναι ποτέ ευτελές ή χυδαίο… έχει βάθος, αυτογνωσία, ψυχική ωριμοτητα»· και για να το διαψεύσει αμέσως, διηγείται ένα άνοστο αστείο. Τους καλωσορίζει ξανά στη μακαριότητα, εδώ υπάρχει σταθερότητα και ησυχία. Τότε αρχίζει ο κύριος Φαίδρος να του κάνει αντιπολίτευση: εδώ δεν έχουν δημοκρατία, δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης (ο Πλούτωνας δεν αφήνει τον Ηρακλή να μιλήσει, – οι άλλοι υποστηρίζουν το νέο του σχέδιο με την κρεμαστή γέφυρα, θα το αναλάβει η «Τεχνοτράστ» χωρίς να πληρώσει δραχμή με χρόνο εκμετάλλευσης μόνο πενήντα χρόνια), άλλος ρωτά γιατί δεν επιτρέπεται το κολύμπι στην Αχερουσία και υποψιάζεται πως είναι μολυσμένα τα νερά, πράγμα που δίνει στον Φαίδρο την ευκαιρία να πει πως όλα απαγορεύονται εδώ. Πότε έκαμαν τις τελευταίες εκλογές; Η κυρία Δάφνη θέλει εδώ να ξεδώσει και το κάνει με ένα ξέφρενο τραγούδι, συμφωνούν τραγουδώντας και οι άλλοι «τουρίστες» νεκροί, θέλουν να ζουν τη ζωή που ξέρουν, και μάλιστα σε πιο εντατικό ρυθμό.
Το τραγούδι αυτό είναι μια απολαυστική περιγραφή του σύγχρονου τρόπου ζωής. Τότε αφικνείται ο νεαρός Κέφαλος και αγκαλιάζει τη Δανάη, ξεντύνονται και είναι έτοιμοι να προχωρήσουν τις ερωτικές τους περιπτύξεις έως το τέλος. Ο Κέρβερος, ως διευθυντής αστυνομίας, τους βγάζει έξω, ενώ ο κόσμος διαμαρτύρεται. Ο Φαίδρος εκμεταλλεύεται το θέμα και ζητεί την παραίτηση του προέδρου· ο Πλούτωνας αντιτείνει, πως αν ήρθε εδώ για πολιτική σταδιοδρομία, βρίσκεται σε λάθος τόπο, για να εισπράξει το αμίμητο «δεν υπάρχουν λάθος τόποι, λάθος άνθρωποι υπάρχουν». Ο Φαίδρος τον αποκαλεί απερίφραστα δικτάτορα και επιμένει να τον συλλάβει· ο Πλούτωνας το αποφεύγει, παρ’ όλο που ο Κέρβερος τρέμει από το κακό του. Ωστόσο ο ελιγμός ερμηνεύεται ως άνανδρη προσποίηση της εξουσίας (δήθεν διαφωνούν κυβέρνηση και αστυνομία). Ο Πλούτων τον καλεί «μέσα», στο Διοικητήριο να το συζητήσουν, ο Φαίδρος βλέπει τον εαυτό του στο δρόμο της φυλακής. Ο Πάνος και άλλη ζητωκραυγάζουν για το λαϊκό αγωνιστή Φαίδρο, που θυσιάζεται για τη δημοκρατία. Οι άλλοι συμφωνούν πως ο σαχλός «πολιτικός» μπορεί να τους είναι χρήσιμος. Οι γυναίκες διαμαρτύρονται για την απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ, η Κρωβύλη διαφημίζει και πάλι το νεοκλασικό της στη λίμνη, και τότε ακούγεται το σιωπητήριο, ένα γλυκανάλατο νανούρισμα. Ο Ερμής, που μόλις έχει έρθει πληροφορείται από τον αφελή Πάνο για την τρομοκρατία που επικρατεί στη χώρα αυτή, κι αναφέρει στον «μπαμπά» «φοβερές ταραχές», τη σύλληψη είκοσι ατόμων κτλ. Το γνωστό έργο της φήμης, ο πολλαπλασιασμός και η υπερβολή, που παρακολουθούμε ήδη από το «Μαουτχάουζεν» («Ο πιστός άνθρωπος»). Οι τρεις κυνικοί φιλόσοφοι το έχουν ρίξει στα ζάρια και στη χαρτοπαιξία, έχουν παραγγείλει από τον Χαρόντα και δυο ρουλέτες, για να ανοίξουν καζίνο. Στο μεταξύ στο πεζοδρόμιο οργιάζει η πορνεία και το λαθρεμπόριο. Ο Χάρων είναι ενθουσιασμένος από τις γυναίκες. Μαζί με τους κρατικούς λειτουργούς, τον Αιακό και τον Μίνωα, έχουν καταστρώσει ένα κτηματολόγιο, έτοιμοι να πουλήσουν οικόπεδα. Ο μόνος αδιάφθορος κρατικός λειτουργός, ο Κέρβερος, αντιλαμβάνεται τι γίνεται στον πεζόδρομο, και επεμβαίνει με την αστυνομική του σφυρίχτρα· όταν καταφτάσει όμως στον τόπο της εγκληματικής δραστηριότητας, όλοι έχουν εξαφανιστεί. Έτσι όμως ξυπνάει τον Πλούτωνα, ο οποίος τον μαλώνει για την καχυποψία του και του παίρνει και τη σφυρίχτρα . Ο Κέρβερος διαμαρτύρεται: έχουν ξηλώσει όλες τις πινακίδες με τις απαγορεύσεις, συνεχώς θέλουν κάτι άλλο κτλ. Ο Πλούτων υπερασπίζεται τους «παραθεριστές» και φεύγει με τη σύσταση, η αστυνομία να μην διαταράξει τη δημόσια ησυχία, και ο Κέρβερος ξεσπάει με πόνο σ’ ένα τραγούδι κλαίγοντας. Αμέσως μετά ακολουθεί τραγούδι των μισόγυμνων «θυγατέρων» της κυρίας Κρωβύλης: στο σπίτι της γίνεται συμπόσιο και κανονίζονται οι «δουλειές». Ο Μίνως και ο Αιακός έχουν φέρει και τοπογραφικό σχέδιο και το κτηματολόγιο, και μαζί με τον Θεοκλή, τον Ευφράτη, το Δίφυλο και τον Ηρακλή, καταστρώνουν το σχέδιο της περιφερειακής ανάπτυξης γύρω από την Αχερουσία. Ο Ηρακλής ματαίως επιμένει στην κρεμαστή γέφυρα. Τους διακόπτει η Κρωβύλη θέλοντας να τους φέρει «μέσα», αλλά όχι τον Ηρακλή· να λυπηθεί τα κορίτσια. Κι εκείνος ξεσπά στη προβλήτα σ’ ένα θλιμμένο τραγούδι. Το ακούει ο Πλούτωνας και με τη σφυρίχτρα του Κέρβερου έρχεται από το Διοικητήριο και τον μαλώνει γιατί ξυπνά τον κόσμο· να σεβαστεί τη νεκρική ησυχία.
Στην πέμπτη εικόνα, επίσης εκτενή, τα πράγματα κατά την απουσία του Πλούτωνα έχουν προχωρήσει πολύ· βασική προώθηση της υπόθεσης αποτελεί όμως η άφιξη της Περσεφόνης incognito, που θέλει να γίνει κομμώτρια. Κυρίως έχει οργανωθεί στο μεταξύ η αντιπολίτευση, πράγμα που φαίνεται από τα πολλά πανώ που έχουν στηθεί. Μέσα στο εύθυμο τραγούδι ακούγεται και ένα μεγάφωνο, που καλεί σε λαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία μπροστά από το Διοικητήριο: αποψινός ομιλητής ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Φαίδρος Αριστάρχου. Ο Κέρβερος, μέσα στην απελπισία του, είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει, αλλά δεν προλαβαίνει. Ο Πλούτων λείπει και η χώρα κλονίζεται από ταραχές («καταλήψεις νεκροταφείων, απεργίες ύπνου, κλείσαν την εθνική οδό Αναπαύσεως στο διακοσιοστό χιλιόμετρο, ζητάνε σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη»). Η απέναντι παραλία έχει γίνει εργοτάξιο, έκοψαν τελικά τους λόφους κτλ. Αλλά χρειάζονται συνέχεια μετρητά. Ο Δίφυλος συμβουλεύει τον Κλεόδημο, διευθυντή της Τράπεζας, να αυξήσει τα επιτόκια στα σαράντα («υπάρχει πολύ χρήμα φυλαγμένο εδώ, οι τάφοι είναι γεμάτοι») και θα πνιγεί μέσα στις καταθέσεις. Ως προς τον πληθωρισμό να παραδεχτούν ότι υπάρχει, αλλά να βάλουν κάποιον να πει πως έχει πέσει· εν ανάγκη να κόψουν τραπεζικά ομόλογα. Να μην τον απασχολήσει πώς θα επιστρέψει τα χρήματα στον κόσμο, αλλά πώς να τα πάρει. Κάθε ανάπτυξη έχει το κόστος της. Το κράτος πρόνοιας του Πλούτωνα, κάπως παιδικού τύπου, αντιμετωπίζει άγριες καπιταλιστικές πρακτικές της απόλυτα απελευθερωμένης αγοράς.
Τότε πραγματοποιείται η άφιξη της Περσεφόνης incognito: είναι καθιστή μέσα σ’ ένα φέρετρο που σηκώνουν τέσσερεις νεκροφόροι· το καράβι του Xάροντα έχει πάλι χαλάσει. O Kέρβερος αναβάλλει ξανά την αυτοκτονία του και παρακολουθεί. O Eρμής, που ως προπομπός την έφερε, την ξεναγεί και της εξηγεί τις καταστάσεις (οι τραπεζικές ληστείες είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο, τόσο που οι πελάτες ενοχλούν τους ληστές κι όχι οι ληστές του πελάτες). Όταν η άγνωστη και εντυπωσιακή κυρία πετάει το πούρο της ο Kέρβερος είναι έτοιμος να της κόψει πρόστιμο. Aλλά κανένας δεν του δίνει σημασία· οι αρχαιοκάπηλοι τον αποπαίρνουν, οι ίδιοι οι νεκροί πουλούν τα υπάρχοντά τους. Tου επιτίθενται και τον ρίχνουν κάτω. O Eρμής παίρνει παραγγελίες από τον «μπαμπά» του· κατά τις ουράνιες αυτές επαφές κάθε κίνηση στη σκηνή παγώνει. Ο Κέρβερος είναι πάλι έτοιμος να πέσει με την πέτρα στο λαιμό στην Αχερουσία, όταν τον πλησιάζει η κυρία· της εκθέτει όλη τη θλιβερή κατάσταση του κράτους και της εξομολογείται τη «μοναξιά ιερομάρτυρα κρατικού λειτουργού». Τα φαινόμενα «ανάστασης» των νεκρών έχουν προχωρήσει (η Ωραία Ελένη έφυγε με άλλον εραστή, η Κλυταιμνήστρα ξανασκότωσε τον Αγαμέμνονα, ο Κροίσος ξαναέγινε πολυεκατομμυριούχος κτλ.). Ο Κέρβερος αναβάλλει οριστικά την αυτοκτονία του. Ακούγεται πάλι το μεγάφωνο για την αποψινή αντιπολιτευτική συγκέντρωση· της εξηγεί και την πολιτική κατάσταση και την περίεργη σχέση του Προέδρου με την κυρία Περσεφόνη· ο Κέρβερος της ομολογεί μάλιστα ότι μπορεί να είναι κι αυτός ερωτευμένος μαζί της. Αλλά τι πράματα είναι αυτά, η σύζυγος να αφήνει τον άντρα της κάθε έξι μήνες; Η απάντηση: μα δεν φταίει η σύζυγος αλλά ο ανόητος ανταγωνισμός των αντρών (Δία – Πλούτωνα). Και οι γυναίκες είναι τόσο έξυπνες μόνο και μόνο λόγω της βλακείας των ανδρών. Της δείχνει και το εργοτάξιο επτά χιλιομέτρων πλάτος, και η Περσεφόνη στην κυριολεξία τα χάνει· πώς ο Πλούτων έφυγε ήσυχος για διακοπές; Κι έρχεται ο Ηρακλής να τραγουδήσει με συνοδεία κιθάρας ένα τραγούδι στο «ωραίο ζευγάρι»: είναι η εξιστόρηση του μύθου της Περσεφόνης. Την Κυρία πιάνουν τα κλάματα, και τότε την αναγνωρίζει ο Κέρβερος.
Η έκτη εικόνα μας μεταφέρει τον αντιπολιτευτικό λόγο του Φαίδρου, που υπερασπίζεται, σε σύγχρονη πολιτική γλώσσα, το δικαίωμα των πολιτών για το κράτος πρόνοιας. Ακούμε όμως μόνο το τέλος της ομιλίας του· απαρτίζεται από τα γνωστά συνθήματα: αντιλαϊκή πολιτική, οικονομικη εξαθλίωση, βαναυσότητα της εξουσίας, θηριωδία της αστυνομίας, αποπροσανατολισμό του εργάτη, νέα αντίληψη για τις διαρθρωτικές αλλαγές κτλ.. Έρχεται ο Ερμής με έναν νεκρό και περνούν από τη συγκέντρωση· κι αυτός διά ξηράς ήρθε. Όλ’ αυτά θα διορθώσει το νέο κόμμα, το Ενδηκοπολσάν (Ενωτικό Δημοτικό Κόμμα Οικονομικής Πολιτιστικής Σοσιαλιστικής Ανάπτυξης). Ως ρητορικό σχήμα απευθύνεται συνεχώς στον απόντα πρόεδρο. Τα γραφεία τελετών έχουν κάνει τραστ. Παρακολουθούν την ομιλία και ο Κέρβερος και η Περσεφόνη. Ο ομιλητής εμποδίζει τελικά τον νεκρό να μιλήσει («τραμπούκος»), για να συνεχίσει τις καταγγελίες του, για τις οποίες δεν ευθύνεται (άμεσα τουλάχιστον) ο Πλούτωνας. Άρχισαν να πουλούν εμφιαλωμένο νερό του Αχέροντα, υπάρχουν ξένα και ντόπια διαπλεκόμενα συμφέροντα κτλ.. Τότε εμφανίζεται ο Πλούτωνας και παρακολουθεί έκπληκτος την ομιλία. Ανεβαίνει στην εξέδρα και στέκεται δίπλα του, ενώ ο Φαίδρος, χωρίς να τον αντιλαμβάνεται, συνεχίζει το λόγο του απευθυνόμενος πάλι στον, απόντα όπως νομίζει, Πρόεδρο. Ο λόγος τελειώνει με «ζήτω», ενώ ο Πλούτωνας τον διώχνει από το βήμα: «κάτω αμέσως…! κάτω αμέσως…!», παθαίνει κλονισμό και καταρρέει.
Η έβδομη εικόνα, εξίσου σύντομη, διαδραματίζεται αμέσως μετά: ο Πλούτωνας ξαπλωμένος και η Περσεφόνη να τον περιποιείται· συνέρχεται γρήγορα. Η μητέρα της η Δήμητρα να προσέξει λίγο, ακούγονται διάφορα πράγματα. Οι εφημερίδες δίνουν μεγάλη σημασία στον Φαίδρο, τον αποκαλούν «χαρισματικό ηγέτη», ενώ δηλώσεις έκανε και «η διευθύνουσα σύμβουλος της Άλφα Έψιλον Έρως νίκατε μάχαν’ μαντάμ Κρωβύλη». Ο Πλούτωνας δεν πιστεύει πως έχει πορνείο· αξιοσέβαστη κυρία είναι. Τον πληροφορεί η Περσεφόνη πως πηγαίνει μια φορά την εβδομάδα ακόμα και ο Κέρβερος – υπηρεσιακή αποστολή βέβαια. Αλλά εκεί γίνονται και τα συμβούλια των υπουργών του με τους «επιχειρηματίες», και ο Κέρβερος του δείχνει τα συμβόλαια που βρήκαν στον χαρτοφύλακα του Διφυλου. Ο Άδης ξεπουλήθηκε σε ξένους. Αύριο το πρωί θα γίνει κυβερνητικό συμβούλιο. Η Περσεφόνη τον φωνάζει στο παράθυρο, όπου παθαίνει άλλο σοκ από αυτά που βλέπει. Γιατί ο Κέρβερος δεν τον έχει ειδοποιήσει για τα τεκταινόμενα; – Μα αυτό προσπαθούσε τόσον καιρό, αλλά δεν του έδινε σημασία.- Τότε δεν είναι αρκετά πειστικός· και εισπράττει μια αποφθεγματική απάντηση: «πάντα είμαι! αλλά επειδή είστε τραγικά ανύποπτος με θεωρείτε κωμικά καχύποπτο…!».- Να διαλέξει μεταξύ παραίτησης ή απόλυσης. – Ούτε το ένα ούτε το άλλο· θα πάει, οριστικά αυτή τη φορά, να αυτοκτονήσει.- Αυτός ο ανίκανος φταίει για όλα. – Τότε η Περσεφόνη δηλώνει πως θα αυτοκτονήσει κι εκείνη. Τι να κάνει, ρωτάει ο Πλούτωνας. – Να συνέλθει και να γίνει πάλι ο μέγας ηγέτης. Κι εκείνος, κοιτάζοντας ψηλά, υποπτεύεται, πως όλ’ αυτά είναι έργα και καμώματα του Δία, για να τον υπονομεύσει· αλλά δε θα του περάσει.
Και η όγδοη και τελευταία εικόνα δείχνει τις ολέθριες συνέπειες του ανόητου ανταγωνισμού των αντρών/θεών: ο Πλούτωνας έκανε πραγματικότητα την απειλή του πως θα κλείσει τον Άδη. Καταφτάνει πάλι ένα νεκρός «διά της πεζής οδού» (πάλι είναι χαλασμένο το καράβι), αλλά ο Κέρβερος, παρά τις διαμαρτυρίες και τα παρακάλια του, τον στέλνει πίσω στη ζωή. Έτσι γίνεται με όλους τους νεκρούς: ο Άδης έκλεισε οριστικά. Ο Ερμής προσπαθεί να μεσολαβήσει· εκείνον δεν τον πιάνουν οι απαγορεύσεις του Κέρβερου, γιατί είναι «αλλοδαπός και με διπλωματικό διαβατήριο». Πληροφορείται πως οι συνεργάτες του υπουργοί βρίσκονται στην απομόνωση και ανακρίνονται. Δίνει αναφορά στο Δία, αλλά και εκείνος δεν μπορεί να βοηθήσει το νεκρό. Γιατί ήθελε οπωσδήποτε να πεθάνει; Ο Ερμής θα τον διορίσει στη Μετεωρολογική Υπηρεσία. Εμφανίζεται φουριόζος και ο Πλούτωνας («τέρμα στην εισαγωγή διαφθοράς»)· δεν δέχεται να μιλήσει ούτε με το Δία (ούτε η Περσεφόνη με την Ήρα – αυτή του εμβάλλει τις ιδέες). Και εξελίσσεται ένα διπλός διάλογος με τα ουράνια, από τα τον οποίο ακούμε μόνο το ένα μέρος, το «γήινο» ή, καλύτερα, του «Άδη». Ο Πλούτωνας μιλάει με το Δία, και ταυτόχρονα η Περσεφόνη με την Ήρα. Το επικοινωνιακό τέχνασμα, που χαρακτηρίζει την εικόνα αυτή και όλο το έργο, η «τηλεπαθητική» επικοινωνία με τον Δία, που εμφανίζεται μόνο με τους κεραυνούς, βρίσκεται στο αποκορύφωμα. Η απόφαση του Πλούτωνα είναι αμετάκλητη, και οι άνθρωποι θα παραμείνουν σε εκείνη την κόλαση, που δημιούργησαν οι ίδιοι. Αποκλείεται από δω και μπρος η διέξοδος του θανάτου. Οι τρεις κυνικοί φιλόσοφοι και ο Ηρακλής σχολιάζουν το απρόσμενο τέλος με ένα μπρεχτικό τραγούδι, και το έργο τελειώνει με ένα τραγούδι-επίλογο, που τραγουδά όλος ο θίασος: «ήταν μια ιστορία / κάπως αληθινή / ήταν μια ιστορία / λίγο φανταστική» στο στιλ του «Παραμυθιού χωρίς όνομα».
Τα βαθύτερα αίτια της διαφημιστική εκστρατείας του Πλούτωνα στον Άδη, για να προσελκύσει «νεκρικό» τουρισμο, ήταν η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας και την συνακόλουθη ερήμωση του Άδη. Η διατάραξη των ισορροπιών ξεκίνησε λοιπόν από τον Δία, που καθορίζει τα πάντα στη γη, επομένως και την ηλικία του ανθρώπου, και αυτή η διατάραξη του δείκτη θνησιμότητας μεταδόθηκε στα αριθμητικά μεγέθη των αποθανόντων που λιγόστευαν δραματικά. Με την καμπάνια όμως για γοητευτικό τουρισμό στον Άδη, διακοπές από την πληκτική επίγεια ζωή, άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου, και ο ζηλιάρης Δίας χαιρόταν για την εξέλιξη αυτή, που υπονόμευε το έργο του Πλούτωνα, ο Κάτω Κόσμος να είναι μια οργανωμένη και ευνομούμενη κοινωνική οντότητα, αυστηρή μεν αλλά δίκαια. Ενδεικτικό για το τι περιμένει την ανθρωπότητα από δω και πέρα, είναι η περίπτωση του νεαρού αυτόχειρα, που δεν ξέρει ούτε γιατί ακριβώς αυτοκτόνησε, απραγματοποίητα όνειρα δεν είχε, ούτε ήξερε τι κάνει. Ενδεικτική επίσης για το κενό αξιών της σημερινής νεολαίας, που δεν ονειρεύεται πια μια θέση στο Δημόσιο (το παλιο όνειρο), αλλά μια θέση στον ήλιο, γιατί τα αίτια της απροσδιοριστίας και αδιοριστίας τους είναι πολύ βαθύτερα· να τους εξηγήσει κανείς γιατί πρέπει να υπάρχουν και να τους δώσει κάποιο νόημα στη ζωή τους. Τα τελευταία λόγια του Πλούτωνα υπαινίσσονται και κάτι άλλο ακόμα: η καταναλωτική μανία και ο ρηχός ευδαιμονισμός της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, που υποδαυλίζονται από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, το φιλελευθερισμό των ανοιχτών αγορών και τους νόμους («της ζούγκλας») της προσφοράς και της ζήτησης, είναι δυνάμεις υπεράνω των όποιων πολιτικών δυνάμεων, οι οικονομικοί μηχανισμοί της εκμετάλλευσης και του κέρδους υπερβαίνουν όλες τις παραδοσιακές ιδεολογίες, που αποδεικνύονται, στο έργο αυτό μάλιστα στην κυριολεξία, ως μυθολογίες.
Τι θα γίνει η ανθρωπότητα χωρίς Άδη και η ζωή χωρίς θάνατο; Ο Καμπανέλλης παίζει με τις ειρωνικές αντιστροφές των καταστάσεων σε μια καρναβαλίστικη αλληγορία, που φέρνει τα πάνω κάτω (τα της γης στον Άδη) και αναποδογυρίζει την παραδοσιακή εσχατολογία και τη μυθολογία της. Χαρακτηριστικά το τέλος και το «μήνυμα» του έργου παραμένει ανοιχτό: αυτή η νέα κατάσταση σημαίνει ανάσταση; Σημαίνει επιστροφή στη ζωή; Τι είδος «αθανασία» είναι αυτή που δημιουργείται; Καταδίκη σε μια αιώνια κόλαση, την οποία δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος; Δε θα ήθελα καν να αναπτύξω όλες τις προοπτικές, που θέτει το τέλος του έργου, γιατί δε ανταποκρίνεται στις προθέσεις του συγγραφέα. Ο Καμπανέλλης παίζει ειρωνικά με την ανατροπή των δεδομένων, το οξύμωρο σχήμα της μη ύπαρξης ή της αναίρεσης του θανάτου· οι μελλοθάνατοι ως πρόσφυγες, που δεν θα βρουν καταφύγιο, λιμάνι, πατρίδα· η επιστροφή στον Άδη είναι τελικά μια επιστροφή στη ζωή.
Με την πλήρη αντιστροφή της οργανωμένης κριτικής οντότητας του Άδη, που απονέμει αμερόληπτα δικαιοσύνη φτάσαμε στο τέλος της μικρής μας διαδρομής: οι νεκροί δικαιώνονται μόνο σ’ αυτόν το βαθμό που δικαιώνονται και στη ζωή. Ο μεταφυσικός τόπος της δικαίωσης έγινε ου-τόπος, το κράτος του ζόφου διαλύθηκε και η εσχατολογική μεταφυσική, ελπίδα όλων των αδικημένων της ζωής και της ιστορίας, έβαλε λουκέτο. Ο άνθρωπος, για την ανεύρεση του δικαίου του, παραπέμπεται σε τούτη τη ζωή.