You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ, Οι θεατρικές παραστάσεις των Δελφικών Εορτών 1927 και 1930· προϊστορία, πλαίσιο και συνέχεια

Βάλτερ Πούχνερ, Οι θεατρικές παραστάσεις των Δελφικών Εορτών 1927 και 1930· προϊστορία, πλαίσιο και συνέχεια

Στο επίκεντρο της σύντομης εισήγησής μου είναι η μοναδική παράσταση του Προμηθέα δεσμώτη το 1927 στο αρχαίο θέατρο των Δελφών και η επανάληψή της τρεις φορές, μαζί με τις Ικέτιδες, το 1930, αλλά και η προϊστορία τους και η συνέχειά τους. Οι δύο παραστάσεις αυτές είναι μέρος των πολιτιστικών εκδηλώσεων των Δελφικών Γιορτών, οι οποίες εντάσσονται ως πρώτος κρίκος και στη γενικότερη Δελφική Ιδέα ή Δελφική Προσπάθεια του Άγγελου Σικελιανού, η οποία θα οδηγούσε, σύμφωνα με το μεγαλεπήβολο νεορομαντικό concept του στο Δελφικό Πανεπιστήμιο, όπου θα δίδασκαν οι μυημένοι στην παγκόσμια αλήθεια άριστοι στους λαούς τα οικουμενικά μυστικά της ύπαρξης, και στη συνέχεια στην Δελφική Αμφικτυονία, μια πνευματική συνομοσπονδία κρατών κάτω από μια αρχαϊκή «συναρχία» των φωτισμένων σοφών με διοικητικό κέντρο τον ομφαλό του κόσμου, τους Δελφούς. Μέσα στο πολυτάραχο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ειδικά για την Ελλάδα, με τους βαλκανικούς πολέμους, τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και το Διχασμό καθώς και τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα δύο δεύτερα στάδια της άκρως ιδεαλιστικής και ουτοπικής Δελφικής Ιδέας δεν βρήκαν συνέχεια (αντιτάχθηκε τόσο το κράτος όσο εν μέρει και η εκκλησία και τελικά όλο το ταραγμένο ιστορικό της Ελλάδας του Μεσοπολέμου). Σ’ αυτό βέβαια συνέβαλε αποφασιστικά και η αοριστία και το δυσνόητο της γλώσσας του· όπως το διατύπωσε και ο Καζαντζάκης: ο Σικελιανός σκέφτεται σε εικόνες και παίρνει ποιητικούς συνειρμούς για λογικά επιχειρήματα.

Η Δελφική Ιδέα διαμορφωμένη στα βασικά της οράματα υπάρχει ήδη στον Δελφικό Ύμνο του 1910· με την Eva Palmer είχε γνωριστεί από το 1906, και η πρώτη μυημένη στο υψιπετές αυτό μυστικιστικό και θεοσοφικό σχέδιο θα μείνει μαζί του έως 1933, όταν οι οικονομικές δυσπραγίες της θα διακόψουν πλέον τη συνέχιση της Δελφικής Προσπάθειας. Οι Δελφικές Γιορτές του 1927 και του 1930 είχαν όμως ευρεία απήχηση και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό κι άφησαν σημαντικά αποτυπώματα στην πολιτιστική ιστορία της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, την ιστορία της αναβίωσης του αρχαίου δράματος και στη θεατρική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Οι αντιδράσεις ήταν κυρίως θετικές έως ενθουσιαστικές, γιατί οι εκδηλώσεις αυτές μπόρεσαν να ενταχθούν απροβλημάτιστα στο ελληνοκεντρικό αφήγημα της γενιάς του ’30, δεν έλειπαν όμως και οι αρνητικές, κυρίως από τον αριστερό χώρο (από τους κύκλους γύρω από τον Νουμά, τον Κοσμά Πολίτη κι άλλους) αλλά και τον αστικό χώρο (η Ελένη Ουράνη/Άλκης Θρύλος π. χ. δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τα μονερνιστικά στοιχεία του θεάματος). Μέσα στο δημοσιογραφικό τσουνάμι της σχετικής αρθρογραφίας χάθηκε και το γεγονός, πως οι εκδηλώσεις του 1927 και του 1930 είχαν και στοιχεία διαφόρων τάσεων του διεθνούς μοντερνισμού, που εκλαμβάνονταν συλλήβδην ως εκφάνσεις ενός γραφικού νεορομαντισμού και χρεώθηκαν στο σύνολό τους στον αισθητικό μεσσιανισμό του Λευκάδιου ποιητή, του οποίου η συμβολή, στις θεατρικές τουλάχιστον παραστάσεις, δεν ήταν καθοριστική, σε αντίθεση με αυτή της Eva Palmer.

Nεώτερες έρευνες αποκαλύπτουν κιόλας πως ενδέχεται η ιδέα των θεατρικών παραστάσεων να μην ήταν αποκλειστικά  δική του. Τον Μάρτιο του 1922 εγκαθίσταται στους Δελφούς ο George Cram Cook 1894-1924, αμερικανός θεατράνθρωπος και λάτρης της αρχαιότητας, μαζί με την συγγραφέα Susan Glaspell.

Ήταν ο ιδρυτής των Provincetown Players στη Μασαχουσέτη, από το 1916 και στη Νέα Υόρκη, που ανέβασαν πρώτοι τα πρώιμα έργα του Eugene O’Neill, ένα θεατρικό σχήμα το οποίο βασιζόταν στο κοινοτικό πνεύμα και το ερασιτεχνικό θέατρο, ένα είδος πειραματικής πρόδρομης μορφής του community theatre (σε εφτά χρόνια ανεβάζουν, εκτός από 15 έργα του Eugene O’Neill, και δεκάδες θεατρικούς συγγραφείς με σχεδόν εκατό διαφορετικά έργα), όταν όμως έχουν πλέον εμπορική επιτυχία στο Broadway εγκαταλείπουν την Αμερική και εγκαθίστανται στους Δελφούς (τον Μάρτιο του 1922), αναζητώντας πνευματική πατρίδα, όπως δηλώνουν, κι εντάσσονται τελείως στην τοπική κοινωνία.

Ο Cook, γυρνούσε στην περιοχή με φουστανέλα και τοπική παραδοσιακή στολή και πέρασε και στα δημοτικά τραγούδια ως θρύλος του Παρνασσού. Θα έμεναν για πολλά χρόνια στην Ελλάδα αλλά στην αρχή του 1924 ο Cook πέθανε, μόλις 30 ετών, από άγνωστη αιτία.  Είχε σκοπό να γράψει μια τριλογία για να παρασταθεί στο θέατρο των Δελφών: Α΄ την ιστορία του Κάιν και του Άβελ με ντόπιους βοσκούς και γεωργούς, Β΄ την ιστορία όπου ο Αλκιβιάδης και ο Σωκράτης, στην κλασική Αθήνα, ζητούν χρησμό από την Πυθία, Γ΄ την ιστορία  όπου η Γαλλική αρχαιολογική σχολή σκάβοντας να βρει το ναό του μαντείου, γκρεμίζει τα σπίτια του χωριού και, ενώ στο χώμα πάνω από την Ιερά Οδό χορεύουν οι χωρικοί και γλεντούν, δύο επισκέπτες φιλόσοφοι συνομιλούν για τη ζωή. Θα έπαιζαν οι ίδιοι οι χωρικοί όπως στην Provincetown. Ανάμεσα στα μέρη θα υπήρχε μουσική και όρχηση. Στο Α΄ μέρος της τριλογίας υπάρχει και η κοινωνική διάσταση: οι διαφορές ορεινών κτηνοτρόφων και πεδινών γεωργών στον Κάιν και Άβελ. Μακρινό πρότυπο θα ήταν το βαυαρικό Oberammergau με Τα Πάθη του Χριστού σε τρία μέρη (από το 1634), όπου παίζουν επίσης οι ίδιοι οι χωρικοί· για τα σχέδια του αυτά μας πληροφορεί και ο Λέανδρος Παλαμάς, ο γιος του Παλαμά.

Για τις σχέσεις των δύο ζευγαριών υπάρχουν αρκετές άμεσες και έμμεσες μαρτυρίες. Ο Cook ήταν και αγαπημένος στην «Αθάνατη Παρέα» των φοιτητών στην Αθήνα. Στην συντροφιά αυτή ανήκαν ο Συκουτρής, ο Κακριδής, ο Δημαράς κ.ά, και, μεταξύ άλλων, και ο Λάμπρος Παραράς, ο οποίος επιβεβαιώνει τα σχέδια του Cook για την τριλογία που έγραφε. Η παρέα αυτή είχε μεταφράσει και ένα δραματικό έργο του Cook, The Athenian woman, που κυκλοφόρησε το 1926 από τις εκδόσεις Kauffman με πρόλογο του Λέανδρου Παλαμά. Οι Δελφικές Γιορτές ανακοινώνονται σε τρεις διαλέξεις του Σικελιανού αρχές Μαΐου του 1924, τρεις μήνες μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Cook. Οι πρώτες Δελφικές Γιορτές προγραμματίστηκαν να γίνουν το 1926. Όντως, τιμήθηκε η μνήμη του Cook στους αθλητικούς αγώνες των Πυθίων με ένα λευκό μεταξωτό πανό με το όνομά του. Το όνομά του όμως δεν αναφέρεται καθόλου από το ζεύγος Σικελιανού σχετικά με τις Δελφικές Γιορτές. Ο τάφος του Κουκ είναι δίπλα από το σπίτι των Σικελιανών. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. το κατατοπιστικό άρθρο του Στ. Τσιτσιρίδη, «Ο George Cram Cook και οι Δελφικές Εορτές: μια αγνοημένη σελίδα του πρωτοποριακού θεάτρου στην Ελλάδα», Λογείον 7 (2017) 267-298.

Η επιλογή του Προμηθέα δεσμώτη και των Ικέτιδων σε μετάφραση του Γρυπάρη, δεν είναι τυχαία· ούτε είναι τυχαίο πως οι δύο μεταφράσεις ήταν έτοιμες από τις αρχές της δεκαετίας 1920, δημοσιεύονται όμως μόλις το 1930, μαζί με τις τρεις επαναλήψεις των δύο τραγωδιών του Αισχύλου. Η επιλογή του πιο θεολογικού Αισχύλου ταιριάζει και με την προτίμηση της αρχαϊστικής πρωτελληνικής περιόδου στο κλίμα των διαφόρων δοκιμίων της Δελφικής Ιδέας στα πεζογραφικά του Σικελιανού, ενώ η προτίμηση αυτών των έργων μπορεί να συσχετιστεί και με το χορό των Ωκεανίδων στο πρώτο έργο και τον χορό των Ικέτιδων στο δεύτερο, προτίμηση της Εύας Πάλμερ. Ο Αισχύλος ήταν και μύστης στα Ελευσίνια Μυστήρια.

Πριν αναλύσουμε σε αδρές γραμμές τις ίδιες τις παραστάσεις, για τις οποίες υπάρχουν στο internet και κινηματογραφικές λήψεις που δίνουν μια αρκετά καλή ιδέα για την quasi-θρησκευτική ατμόσφαιρα, τη συμβολική κινησιολογία και τα βυζαντινά τροπάρια, ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στον περιβάλλοντα πνευματικό χώρο των open air φεστιβάλ και την αναβίωση του αρχαίου δράματος στα αρχαία θέατρα. Η ιδέα των θεατρικών φεστιβάλ σε επιλεγμένους τόπους ξεκινά στην Κεντρική Ευρώπη με το φεστιβάλ του Bayreuth τo 1876, αρχικά αποκλειστικά με όπερες του Wagner (η αδελφή του Σικελιανού Πηνελόπη ήταν και τραγουδίστρια εκεί), το 1920 ιδρύεται το φεστιβάλ του Salzburg με έργα του Mozart, στη γενέτειρα πόλη του.

Οι Δελφικές Γιορτές του 1927 και 1930 είναι όμως και ειδική περίπτωση: συνδέονται και με την αναβίωση του αρχαίου δράματος σε open air performances σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως ήταν οι Συρακούσες, των οποίων το φεστιβάλ έδινε παραστάσεις κάθε χρόνο από το 1914 ώς το 1939. Υπάρχει όμως και μια άλλη σύνδεση: η ομαδική απαγγελία του χορού (στους Δελφούς μάλιστα και με τραγούδι): το Sprechchor, που χρησιμοποίησε πρώτα ο Max Reinhardt στον Οιδίποδα τύραννο στις μεγάλες υπαίθριες παραστάσεις σε όλο τον κόσμο το 1910/11· το σχήμα του Sprechchor εγκαινιάζει ο Wilhelm Leyhausen ως ξεχωριστό θεσμό τo 1920 στο Βερολίνο, και δίνει παραστάσεις του αρχαίου ρεπερτορίου με 300 ερασιτέχνες· είχε έρθει  το 1934 και στην Αθήνα κι έδωσε παράσταση στο Ωδείο του Ηρώδου Αττικού με τους Πέρσες σε δική του μετάφραση – ο Leyhausen εκπροσωπεί τη Γερμανία και στις Δελφικές Γιορτές. Όπως βλέπετε, πλησιάζουμε σιγά σιγά το πνευματικό κλίμα της μεταξικής εποχής.

Σ’ αυτό δεν συνέβαλε τόσο το γεγονός ότι ο στρατός παραχώρησε δωρεάν στρατιώτες, άλογα και υλικό για τους αθλητικούς αγώνες των Δελφικών Γιορτών, αυτό έγινε και για πρακτικούς λόγους, αλλά η μυστηριακή quasi-θρησκευτικότητα του όλου εγχειρήματος ενός βαγνερικού Gesamtkunstwerk (ολικού καλλιτεχνήματος) συνάδει και με ένα ρεύμα της ευρωπαϊκής διανόησης εκείνη την εποχή: τον οκκουλτισμό, γνωστικισμό, ορφισμό, αποκρυφισμό, με τις  θεοσοφικές και ανθρωποσοφικές προσεγγίσεις με την οργάνωση αρχαϊκών-μυστηριακών τελετουργικών παραστάσεων (ο γνωστός Ελβετός σκηνογράφος Adolphe Appia στο Hellerau το 1925 ανεβάζει Αισχύλο ως ιερό μυστήριο), με το παιδαγωγικό-μουσικό σύστημα του Carl Orff για τα σχολεία, με τα θεοσοφικά σχολεία και τις «εσωτερικές» ακαδημίες του Rudolf Steiner, με τις πριμιτιβιστικές τάσεις στην τέχνη, τον θαυμασμό του πρωτόγονου κτλ.

Στην απογραφή της βιβλιοθήκης του Σικελιανού στο σπίτι του στους Δελφούς βρέθηκαν και οι κορυφαίοι συγγραφείς αυτής της τάσης Eduard Schuré και Alexandre Saint-Yves d’Alveydre: ο ποιητής προφήτης που διδάσκει την ελίτ των μυημένων. Αυτή την ιδέα βρίσκουμε σε κάμποσα έργα της σικελιανικής Θυμέλης. Αποστολή του ποιητή είναι η αποκατάσταση της χαμένης ολικότητας και αρμονίας της ζωής, ο αντιρασιοναλισμός, ένα αντίβαρο στην απομάγευση του κόσμου, η επιστροφή στο λαό και τη γη, στην προβιομηχανική εποχή, στη χειροτεχνία και στα απλά και ανόθευτα. Το Bauhaus π. χ. ιδρύει το 1919 σχολή υφαντικής.

Ωστόσο οι Δελφικές Γιορτές οφείλουν πολλά από την αισθητική αίγλη τους και στην Isadora Duncan, την ιδρύτρια του εκφραστικού χορού σε αντίθεση με το κλασικό μπαλέτο. Ο Raymond Duncan αδελφός της, επίσης χορευτής και ποιητής, ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Σικελιανού, την αδελφή του Άγγελου, και μέσω αυτού η Εύα Πάλμερ γνώρισε τον όμορφο Λευκαδίτη ποιητή, και μάλιστα το 1906 στο ιδιότροπο σπίτι της Ισιδώρας στον Βύρωνα.

Η Εύα Πάλμερ ήταν ομολογουμένως η ψυχή των Δελφικών Γιορτών, ακόμα και ο αποκλειστικός χρηματοδότης τους. Κοντά στον Κωνσταντίνο Ψάχο, καθηγητή της βυζαντινής μουσικής στο Ωδείο Αθηνών μυήθηκε στην ψαλμωδία και παρασημαντική αλλά και στο δημοτικό τραγούδι, κι έτσι η αισθητική των παραστάσεων καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το εκκλησιαστικό μέλος της ορθόδοξης παράδοσης, μαζί με την κινησιολογία του γυναικείου χορού με πρότυπο την αρχαία αγγειογραφία και τον εκφραστικό χορό της Ισιδώρας,  καθώς και με τα λαϊκότροπα υφαντά της Εύας Πάλμερ, που έφτιαξε μόνη της στον αργαλειό και τα φορούσαν οι γυναίκες. Έτσι μοιάζει φυσιολογικό πως στην παράσταση του 1927 συμμετείχε ως κορυφαία η Κούλα Πράτσικα, η οποία το 1930 άνοιξε και το σχολείο της, πως τα μέλη του χορού ήταν από το Λύκειο των Ελληνίδων, που είχε ιδρύσει η Καλλιρρόη Παρρέν το 1911, κι όπου είχε δώσει η Εύα διάλεξη το 1919 για το αρχαίο ένδυμα, και είχε κάνει έκθεση χειροτεχνίας στις εκδηλώσεις του 1930 που είχε οργανώσει η Αγγελική Χατζημιχάλη.

Οι εκδηλώσεις φωτογραφήθηκαν από την καλλιτεχνική φωτογράφο Νέλλη Σουγιουλτζόγλου, που το 1929 είχε κάνει ημίγυμνες και γυμνές φωτογραφίσεις της μπαλαρίνας Μόνα Πάεβα στην Ακρόπολη, οι οποίες προκάλεσαν σκάνδαλο στην εποχή τους, δημοσιεύτηκαν όμως στη παρισινή Illustration. Ας προστεθεί επίσης πως την Ιώ του 1927 υποδύθηκε η νεαρή Κατερίνα Κακούρη, μετέπειτα λαογράφος και εθνολόγος η οποία έκανε σημαντική επιτόπια έρευνα για λαϊκά δρώμενα και μεταμφιέσεις, και δημοσίευσε το 1946 τον τόμο Προαισθητικές Μορφές του Θεάτρου, και το 1974 την Προϊστορία του θεάτρου με παγκόσμια πλέον εμβέλεια. Αυτή η ενεργός ανάμειξη τόσων προσώπων διεθνούς κύρους μετέτρεψαν το ταπεινό σχέδιο του community theatre του Cook σε ένα πολιτιστικό γεγονός διεθνούς εμβέλειας, με τεράστια δημοσιογραφική κάλυψη και έθεσαν τα θεμέλια για την αναγνώριση των Δελφών ως πνευματικό κέντρο οικουμενικής διάστασης.

Oι εκδηλώσεις συμπεριέλαβαν αρχαίους και λαϊκούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, λαμπαδηδρομίες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, εκθέσεις έργων γλυπτικής, ζωγραφικής, λαϊκής χειροτεχνίας κ. ά. Κάλυπταν λοιπόν στοιχεία της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και του νεώτερου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, και ταίριαζαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην διαχρονική «ελληνικότητα» που ήταν και το ιδεολογικό όραμα της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Οι ίδιες οι θεατρικές παραστάσεις, που έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική ως «αφόρητα ερασιτεχνικές» και προϊόν μιας κοσμικής ερασιτεχνίας, παραγνωρίζοντας βέβαια τη φύση των αισθητικών κωδίκων του μοντερνισμού εκείνης εποχής,  προέβλεπαν το 1927 στη σκηνή έναν Καύκασο από χαρτόνι που στο τέλος της παράστασης κατακρημνίζεται, συμβολικές κινήσεις και χειρονομίες. Ο χορός των Ωκεανίδων ανεβαίνει ένα φιδοειδές μονοπάτι με σκαλοπάτια προς την κορυφή· οι συμμετρικές και ρυθμικές κινήσεις του χορού συνάδουν με τις ψαλμωδίες και επιβάλλουν ένα τελετουργικό ύφος καθώς και την αίσθηση μιας ιερής κατάνυξης και τάξης. Τελείως διαφορετικό είναι το ύφος της Ιούς, ακανόνιστο και σπασμωδικό στις κινήσεις της, αφού την κυνηγάει η μύγα. Οι δεύτερες Δελφικές Γιορτές του 1930 δείχνουν κάποια σημάδια βελτίωσης αλλά και φθοράς: το εμπλουτισμένο πρόγραμμα (πρώτη μέρα Προμηθέας Δεσμώτης, δεύτερη μέρα Ικέτιδες, τρίτη μέρα στο στάδιο) επαναλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα 1-13 Μαΐου τρεις φορές, και προφανώς είχε εξαντλήσει τις οικονομικές δυνατότητες της Εύας Πάλμερ, γιατί ο Σικελιανός δεν δέχτηκε επιχορηγήσεις. Και για το 1927 και το 1930 υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες και σύντομα ντοκιμαντέρ, που μεταδίδουν αυτή την προσπάθεια δημιουργίας μιας τελετουργικής και quasi-θρησκευτικής ατμόσφαιρας.

Κρίνοντας κανείς αυστηρά το αισθητικά υβριδικό συνονθύλευμα διαφόρων εκφραστικών στοιχείων στην προσπάθεια αναβίωσης των αρχαίων Πυθίων έξω από την εποχή του Μεσοπολέμου, και σε αναλογία μ’ αυτό και τα ιδεολογικά νεφελώματα της Δελφικής Ιδέας του Σικελιάνου χωρίς τον ποιητικό οίστρο της ιδιότυπης γλώσσας του, μπορεί να φτάσει ακόμα και στο σκώμμα και τη σάτιρα. Πράγματι ο Κοσμάς Πολίτης στο Λεμονόδασος (1930) αναφέρεται επανειλημμένα με τρόπο ειρωνικό στις Δελφικές Γιορτές – προφανώς είχε δει τον Μάιο της ίδιας χρονιάς τις παραστάσεις στους Δελφούς. Αυτό όμως που δεν είναι γνωστό, και το αποκάλυψε πρόσφατα η σκαπάνη της έρευνας, είναι το γεγονός, ότι την ίδια χρονιά, πιθανώς ακόμα και πριν από το Λεμονόδασος, ο Κοσμάς Πολίτης έχει γράψει ένα θεατρικό έργο στη μορφή αρχαίας τραγωδίας, τις Κορίνθιες, με θέμα τον Περίανδρο, τύραννο της Κορίνθου κατά τον 7ο αιώνα, που είναι προφανώς μια απάντηση στις παραστάσεις των Δελφικών Γιορτών: δεν χρησιμοποιεί τη γλώσσα της μετάφρασης του Γρυπάρη, αλλά μια σχεδόν νατουραλιστική δημοτική, υπάρχει γυναικείος χορός, και τηρείται απαρέγκλιτα η σπονδυλωτή δομή της αρχαίας τραγωδίας· όπως φαίνεται από το δακτυλόγραφο που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στα κατάστιχά του στη βιβλιοθήκη του Κολεγίου Αθηνών, το έγραψε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1930, το υπέβαλε στο Σταθάτειο Δραματικό Διαγωνισμό τον Οκτώβριο του 1930, τον επόμενο χρόνο το υπέβαλε και στο Εθνικό Θέατρο για παράσταση στο θέατρο του Ηρώδη Αττικού, αλλά το έργο απορρίφθηκε με το σκεπτικό, ότι στα αρχαία θέατρα πρέπει να παίζονται μόνο αρχαία δραματικά έργα. Ο ίδιος δεν αναφέρει πουθενά το έργο αυτό, που πρέπει να θεωρηθεί και το πρώτο του. (Έχει εκδοθεί από την Στ. Τσούπρου το 2020 στη Νέφελη με επίμετρο δικό μου· για τα δύο θεατρικά έργα του Κοσμά Πολίτη βλ. Β. Πούχνερ, «Το θεατρικό έργο του Κοσμά Πολίτη», Παράβασις 17-18/2, 2021-22, 261-346).

Οι παραστάσεις των Δελφικών Γιορτών βρήκαν μια απρόσμενη συνέχεια στην δημόσια απαγγελία/παράσταση του Διθύραμβου του Ρόδου του Σικελιανού (έκδοση 1932) στο Λόφο του Φιλοπάππου στις 24 Απριλίου 1933. Το έργο γράφτηκε ουσιαστικά  κατά παραγγελία του στρατού για κάποια εκδήλωση στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, ολοκληρώθηκε μέσα σε μια εβδομάδα και είναι το μόνο από τα δραματικά έργα του Σικελιανού που έχουν βρει το δρόμο τους στη σκηνή όσο ζούσε ο ποιητής. Βασίζεται στο μύθο του Ορφέα, ο οποίος αποχαιρετά τους μύστες συντρόφους του, πριν ανεβεί στην κορυφή του Παγγαίου για να προσφέρει το Ρόδο, εκεί που οι Μαινάδες θα τον κατασπαράξουν.  Η σκηνή του αποχαιρετισμού των συντρόφων πριν από τη θυσία έχει και χριστιανικές αναλογίες, συγκεκριμένα προς τον Μυστικό Δείπνο. Το ρόδο ως έμβλημα του Ορφισμού, μαζί με το στάχυ (γη) και το κλήμα (μέθη), είναι σύμβολο της ζωής εν αγάπη. Πρόκειται για ένα quasi-θρησκευτικό δραματικό «μυστήριο» τύπου Schuré σε 748 ενδεκασύλλαβους, όπου συνδιαλέγεται ο ιεροφάντης/ιερoυργός με δύο κορυφαίους και συνοψίζει το μυστικιστικό δίδαγμα. Στην open air παράσταση στο λόφο του Φιλοπάππου στήθηκε ξύλινο πατάρι, ενώ οι θεατές κάθονταν σε μαξιλάρια. Τα λόγια των δύο κορυφαίων είχαν μοιραστεί σε όλον τον πολυάριθμο χορό. H Eva Palmer είχε επωμιστεί και πάλι την οργάνωση της παράστασης, τη διδασκαλία του χορού και την ύφανση των ενδυμασιών. Την ίδια χρονιά ακόμα, αποχωρεί για την Αμερική και η υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας βρίσκει ένα οριστικό τέλος.

Μολοντούτο η Δελφική Ιδέα με όλο το μυσταγωγικό και γνωστικιστικό της περιεχόμενο συνεχίζει να ζει στο ίδιο το δραματικό έργο του Σικελιανού, όπου στις περισσότερες από τις έξι τραγωδίες του υπάρχει ο ιερουργός υπεράνθρωπος, γνώστης των μυστικών της αλήθειας του κόσμου, και οι μύστες του δέχονται το δίδαγμα από το στόμα του. Η συνέχεια των Δελφικών Γιορτών είναι το ίδιο το θεατρικό του έργο, που ακολούθησε τον Διθύραμβο του Ρόδου. Όμως, η ιδέα των Δελφικών Γιορτών, ακόμα και του Δελφικού Πανεπιστημίου εξακολουθεί να υπάρχει· και το 1977, στην αρχή της Μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εγκαινιάζει το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.

 

 

 

(Ομιλία σε εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Κλεντρου Δελφών, στο Μουσείο της Ακρόπολης (14/5/25)

 

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.