You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: Tα γηρατειά στην παραδοσιακή λαϊκή αντίληψη.

Βάλτερ Πούχνερ: Tα γηρατειά στην παραδοσιακή λαϊκή αντίληψη.

Από τον σεβασμό στην απαξίωση

 

Η αμφιθυμία είναι ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο αντιμετώπισης ενός φαινομένου, το οποίο ξεφεύγει από τις ισχύουσες νόρμες του λαϊκού πολιτισμού σε παραδοσιακές κλειστές κοινωνίες και κινείται ανάμεσα σε θαυμασμό και καταδίκη, δέος και απόρριψη, σεβασμό και απαξίωση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αμφίρροπη δυναμική στην αντιμετώπιση του εξαιρετικού (σε θετική και αρνητική εκδοχή), που ξεφεύγει από το συνηθισμένο, το «ομαλό» και ιδανικό μέτρο είναι τα γηρατειά: από τη μια πλευρά ο γέροντας και η γερόντισσα είναι σεβαστά πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν ενεργά στις τύχες της οικογένειας και της κοινότητας, από την άλλη καταντούν, σ’ ένα πιο προσωπικό επίπεδο, αντικείμενα σάτιρας και χλευασμού, ιδίως αν δείχνουν ανάρμοστη συμπεριφορά για την ηλικία τους (ερωτικές ορέξεις, επίδειξη δύναμης κτλ.).

Ο ηλικιωμένος εκτιμάται για την εμπειρία και τη γνωστικότητά του, συμμετέχει στη δημογεροντία και άλλες μορφές παραδοσιακής αυτοδιοίκησης, γελοιοποιείται όμως για τις περιορισμένες σεξουαλικές του επιδόσεις, τη φλυαρία του για το παρελθόν και τα ανδραγαθήματά του, για τη σωματική του αδυναμία εν γένει. Με τη σάτιρα αυτή «τιμωρείται» για το γεγονός, πως από εμφάνιση, σωματική κατάσταση και συμπεριφορά δεν ανταποκρίνεται πια στο ιδανικό του αντρικού ρόλου. Κατ’ αναλογίαν η γερόντισσα κατέχει τιμημένη θέση στην κοινωνία με σημαντικές ελευθερίες, ιδίως όταν είναι πολύτεκνη αγορομάνα που έχει εκπληρώσει τον σκοπό της ζωής της, κυρίως για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές γνώσεις της, για τις σχέσεις της με τις υπερφυσικές δυνάμεις (μαγικές πρακτικές) και τις προγνωστικές ικανότητές της λόγω πείρας[1]. Ως ερωτοτροπούσα γριά όμως σατιρίζεται σε παροιμίες, σκωπτικά τραγούδια και αποκριάτικες μεταμφιέσεις, επιδεικνύοντας μια συμπεριφορά που δεν αρμόζει στη γυναίκα πέραν της εμμηνόπαυσης και της κλιμακτηρίου. Η σεξουαλικότητα καθαυτή, χωρίς το στόχο και το τέλος της τεκνογονίας, θεωρείται γκροτέσκα και γελοία, και σατιρίζεται ποικιλοτρόπως. Η διαφορά ηλικίας, συνήθως ανάμεσα στον ερωτευμένο γέρο και τη νέα κοπέλα, αποτελεί άλλωστε ένα σταθερό μοτίβο ολόκληρης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (στα ελληνικά γράμματα με τον κυρ Γιαννούλη και την κυρά Φροσύνη στην Πανώρια του Χορτάτση γύρω στα 1600)[2].

Η κατ’ αυτόν τον τρόπο διαλεκτική εικόνα των γηρατειών μέσα στο λαϊκό πολιτισμό μπορεί να εξεταστεί σε δύο πεδία που λειτουργούν ως δείκτες των κοινωνικών ρόλων: 1) την παροιμία ως δεξαμενή της συλλογής γνώσης και εμπειρίας, σημείο αναγνώρισης κοινού φρονήματος και επικοινωνίας που ενώνει αμέσως τους χρήστες της[3], και 2) τα δρώμενα με τις μεταμφιέσεις τους, όπου ο γέρος και γριά αποτελούν μια σχεδόν σταθερή παραλλαγή της αποκριάτικης σάτιρας στους αγροτικούς πληθυσμούς της Ελλάδας και των Βαλκανίων[4]. Στην πρώτη περίπτωση η σεβαστή εκδοχή και η σατιρική υπάρχουν παράλληλα και ταυτόχρονα μέσα στην απόλυτη αντιθετικότητά τους, στη δεύτερη περίπτωση κυριαρχούν σήμερα οι σατιρικές μορφές, ενώ η σεβαστή εκδοχή περιορίζεται σε δαιμονικές μεταμφιέσεις, που ίσως κάποτε είχαν την σημασία των προγόνων νεκρών αλλά σήμερα εμφανίζονται απλώς σε θηριομορική μεταμφίεση και άγρια συμπεριφορά[5].

Ως προς τις παροιμίες ανεκτίμητες για το θέμα είναι η ανολοκλήρωτη συγκριτική συλλογή του Ν. Γ. Πολίτη[6], οι ποικίλες εργασίες του Δημ. Λουκάτου[7], η βακκανική σύγκριση του Μ. Γ. Μερακλή[8], οι μελέτες του Α. Ν. Δουλαβέρα[9], ενώ οι ομοιότητες με την αρχαιότητα, παραθέτοντας τα ανάλογα από τους αρχαίους παροιμιογράφους και του βυζαντινούς συλλέκτες επισημαίνονται σε πολλές τοπικές συλλογές[10]. Οι παροιμίες για τον γέρο και τη γριά είναι αριθμητικά περιορισμένες και αρκετά στερεότυπες, δηλ. απαράλλακτες στη γλωσσική διατύπωση και στο μήνυμα. Δείχνουν όμως, ιδίως αυτές του γέροντα, την αναφερόμενη αξιοσημείωτη διαλεκτικότητα ανάμεσα σε μια θετική και μια αρνητική εικόνα και εκτίμηση. Ας αρχίσουμε με τη θετική εικόνα του σεβαστού και σοφού γέροντα: Α δεν έχης γέρο, δος κι αόρασε (Κάρπαθος, Μεγίστη)[11]· Γέρον α δεν έχης, γέρο αγόρασε[12]· Ει μη είχες γέροντα, δος και αγόρασον (βυζαντινό)[13]. Ο γέροντας είναι πολύτιμος για τις σοφές του συμβουλές, τη συσσωρευμένη πείρα και τη νηφάλια κρίση. Το εκφράζει πιο καθαρά άλλη παροιμία: Άκουε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη (Κεφαλονιά)[14]· και διευρυμένο: Γερόντων έπαιρνε βουλή, κι αθρώπω μαθημένω, / απού ‘χουνε πολύ ψωμί κι αλάτσι φαωμένο[15]· βυζαντινό: Γερόντων έπαιρνε βουλήν ανθρώπων πειρασμένων[16]. Και σε άλλη παραλλαγή: Καλύτερος ένας καλός γέρος από τον καλύτερο νέο (Φολέγανδρος)[17]. Ή σε άλλη παρόμοια εκδοχή, που υπάρχει και για την πολύξερη γριά: Ο διάβολος ξέρει πολλά, γιατί είναι γέρος[18].  Και σε ηθικοδιδακτική εκδοχή: Όποιος δεν ακούει γέροντας / πάει δέρνοντας[19]. Ως προς την ικανότητα του leadership με ναυτική εικόνα: Πάντα νιό στο κατάρτι, πάντα γέρο στο τιμόνι (Zάκυνθος)[20]. Και σε ευτράπελη εκδοχή: Του γέροντος ν’ ακούς το λόγο, κι όχι τον πόρδο[21]. Η τελευταία παραλλαγή βρίσκεται ήδη σε μεταβατικό στάδιο προς τις αρνητικές αξιολογήσεις που δέχονται τα γηρατειά.

Οι σκωπτικές και ειρωνικές, περιπαικτικές και ανοιχτά χλευαστικές παροιμίες για τον γέρο είναι περισσότερες, αν και οι βασικές ιδέες είναι οι ίδιες: σωματική αδυναμία, σεξουαλική ανικανότητα, αναντιστοιχία λόγων και έργων, προσκόλληση στο παρελθόν, εύθραυστες ισορροπίες υγείας, αδυναμία ανταπόδωσης ευεργεσιών, περιορισμός της αντιληπτικότητας και του ενδιαφέροντος στο φαγητό, αγρυπνίες κτλ.

Εδώ πολλές φορές η παροιμία μετατρέπεται σε γνωμικό λόγω έλλειψης εικόνας. Π. χ. Γέρασις τσι δε φιλάς / μόνου το ψουμιά χαλάς (Χίος)[22]· Γέρος είσαι δε φελάς, / μόνο το ψωμί χαλάς (στο νησιώτικο χώρο)[23]· ή διευρυμένο Εγέρασεν τσαι ψείραισε , ήβγαλε τσ’ άσπρα γένεια, / τσαι βλέπουν τον τσ’ οι κοπελλιαίς, τσαι σκουν από τα γέλια (Χίος)[24], το ενδιαφέρον του περιορίζεται στο φαγητό: Ας τρώη ο γέρος κι ας γογγύζη η γρα (Ανατ. Κρήτη)[25], Νέος τιμή, / γέρος φαΐ (πανευρωπαϊκό)[26], Oύλοι τά ’χουνε με τ’ άρματα, κι ο γέρος με την πίττα[27]· οι αϋπνίες του: Αλί στο νιο που δέρνεται, στο γέρο που κοιμάται, παροιμία πολύ διαδομένη σε όλο τον κόσμο[28], η τσιγγουνιά του: Βάστα, γέρο, βάστα![29] και Βάστα, γέρο, νάχης[30], η αδύναμη όρασή του: Βάλε, γέρο, τα γυαλιά σου / για να κάμης τη δουλειά σου[31], η ευαισθησία του να τον αποκαλούν γέρο: Γέροντά μοι είπας, κακόν μοι είπας (βυζαντινό)[32], θέλει να φανεί νέος και να κάνει παρέα με νέες: Βγήκε ο γέρος στο κλωτσάτο / και η γριά στο καπελλάτο[33] (όπου συχνάζουν οι κοπέλες), Γέρος γάτος τρυφερά ποντίκια θέλει[34] (σ’ όλη την Ευρώπη)· ειρωνεύεται με βάναυσο τρόπο τη σεξουαλική του ανικανότητα: Γέρου χάιδεμα και νιού γαμήσι[35], αλλά ακόμα και τα χάδια του είναι άνοστα: Είν’ του γέρου τα κανάκια / σαν νερόβραστα σπανάκια (Κεφαλονιά)[36], η παρέα του είναι γενικά άχαρη: Είντά ‘ναι ο γέρος; βήχας και φλέμα, / πόρδος και ρέμα (Ανατ. Κρήτη)[37], Και των γέρων τα κολάκια / είναι μύξες και φαρμάκια (Χίος)[38], και διευρυμένο: Και του γέρου τα κανάκια / είναι πίκραις και φαρμάκια, / και του νιού οι ματσουκιές / είναι γέλια και χαρές (Επτάνησα)[39]· Του γέρου τα παιγνίδια, / σαν νερόβραστα κρεμμύδια· / και τση γριάς τα κανάκια, / σαν νερόβραστα σπανάκια[40]· ο γάμος με γέροντα όμως έχει και άλλες διαστάσεις: η νεαρή αποκαθίσταται, ο γέρος πεθαίνει σύντομα και η νεαρή χήρα μπορεί να ξαναπαντρευτεί με νέο (στερεότυπο μοτίβο της κωμικής παράδοσης στη ευρωπαϊκό θέατρο): Με του γέρου το τομάρι / παίρνει η νιά το παλληκάρι (Επτάνησα, Κρήτη)[41]·ο γέρος βασανίζεται από ανημποριά: Η γέρους κι ά στολίζιτι, / ‘ς τ’ανήφορου γνουρίζιτι (Λέσβος)[42], Ο γέρος κι αν ανδρειεύεται, ο ανήφορος τον βλάβει (Κεφαλονία)[43], Ο γέρος κι αν στόλιζεται, / ‘ς τ’ανήφορο γνωρίζεται  (και ευρωπαϊκό)[44]· για την ακράτια: Χαρά ‘ς το νιό τον τσιρλιάρη, το γέρο σφιχτοκώλη[45], Στου γερόντου το βρακί ξεχειμάζουν οι διαβόλοι[46], κινδυνεύει να πέσει: Ο γέρος, ή από πέσιμο, / ή από χέσιμο (Αθήνα και ιταλικό)[47], Του γέρου σκόνταμα, / του χάρου μήνυμα[48], έχει γενικώς εύθραυστη υγεία: Το γέρο δεν τον ρωτούν πού τον πονεί, αλλά πού δεν τον πονεί[49], κρατιέται μόνο με το κρασί: Τα λιανά κρατούν τον τοίχο / το κρασόβρεμα το γέρο  (ευρωπαϊκή διάδοση)[50]· υποφέρει από παλιμπαιδισμό: Ο γέρος ξαναμωραίνεται[51], κοινή παροιμία, αρχαία και πανευρωπαϊκή, Δύο φοραίς οι γέροι γίνονται παιδιά[52], Μικρόν βαβάτσιν ‘κ έχουμε, / τον γέρο ταντανίζομε (Πόντος)[53], Γερόντου και μικρού παιδιού ποτέ καλό μην κάμης (και αρχαίο και παγκόσμιο, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να σου το ανταποδώσει)[54], όλο καυχιέται για τα παλιά: Γέρος και ξένος πολλά καυχάται (ευρωπαϊκό)[55], Γέρου κοκορήματα / του χωριού ξενύσταμα[56],  θεωρείται κακόγλωσσος: Όπου γέρος κακό σκάνταλο, όπου γριά κακή βουλή (νησιωτικό)[57] κτλ.[58].

Σπανίζουν οι θετικές παροιμίες για τη γερόντισσα[59], σε αντίθεση με κάποια δρώμενα, όπως την «ημέρα της μαμμής», και τις παραδόσεις για θεραπείες.

Οι παροιμίες σχετικά με την σεξουαλική εμπειρία (η γριά κότα έχει το ζουμί)[60] δεν κυριολεκτούν αναφέρονται μάλλον στην μεσήλικη γυναίκα. Η εμμηνόπαυση και η αδυναμία τεκνογονίας επισηναίνονται με βαναυσότητα: Γριά γαμάς, το σπόρο χάνεις[61]· και σε πολύ διαδομένη παροιμία επισημαίνεται σατιρικά η ματαιότητα της σεξουαλικής προφύλαξης: Απήτ’ η γριά αυτώθηκεν, / εσφικτομανταλώθηκεν (Κάρπαθος), σε βυζαντινή εκδοχή: Απότις εγαμήθη η γραία, εμανδάλωσεν[62]· η πράξη μένει χωρίς συνέπειες[63]. Η διδακτική σημασία της παροιμίας οδηγεί όμως και σε άλλα συμφραζομενα: μία φορά μπορείς να την ξεγελάσει, ύστερα προφυλάσσεται[64], ή πρόκειται για παράκαιρη μεταμέλεια και άσκοπη προφύλαξη[65]. Η όποια ερωτική της επιθυμία καυτηριάζεται με τον πιο σκληρό τρόπο: Η γριά δεν ήλπιζε να παντρευτή, κι αρραβώνα γύρευε[66], Η γριά παντρειά δεν όλπιζε / κι απανωπρούκια γύρευε (Κρήτη)[67], Μια γριά μονοδοντού, / άντρα γύρευε, η πορδού (Επτάνησα)[68], Εκατό χρονώ γρϊά / και ‘υρεύγει παdρειά[69] κτλ. Σατιρίζεται επίσης η νεανίζουσα εμφάνιση και συμπεριφορά, ανάρμοστη στην ηλικία της: γριά, κι αν τσατσανεύεσαι, τα μάγουλά συ φαίνονται[70], Η γριά κι αν πεπανεύεται, ο ανήφορος τη δείχνει[71]. Οι όποιες μαγικές ή προφητικές της ικανοτητες αμφισβητούνται ευθέως: Γριάς μαντέματα και γέρου παραμύθια[72], και βυζαντινό: Η γραία βλέπει όραμα, ξηγεί το ως συμφέρει[73]. Είναι πονηρή[74] και ραδιούργος[75], ενώ αντίθετα έχει και την τάση να εξίζεται στα εύκολα και τα ευχάριστα: Εγλυκάθ’ η γριά σα σύκα[76], οι επιθυμίες της είναι άκρατες και συχνά και άκαιρες: Η γραία το μεσοχείμωνον / πεπόνιν επεθύμησεν (βυζαντινό, με πολλές παραλλαγές)[77], Η γρα θέλ’ εκατό να πιάση το χορό, και χίλια να σκολάση[78], Δέσε, γέρο, το βρακί σου, κι ό,τ’ ιδή η γριά το θέλει[79] κτλ.[80]

Πολλές από τις παροιμίες αυτές διαπνέονται από μια αποκριάτικη σατιρική διάθεση και βρίσκονται σε εκτενέστερη μορφή στα αποκριάτικα σατιρικά τραγούδια με απροκάλυπτο “πορνογραφικό” περιεχόμενο[81]. Εδώ κυριαρχεί, όπως και στα δρώμενα, η άκαιρη και άκαρπη σεξουαλική δραστηριότητα των γερόντων μεταξύ τους[82], η ερωτοτροπούσα γριά που αποκτά και γκροτέσκα δαιμονική μορφή και είναι σωστό φόβητρο[83], ή ο γέρος που καυχιέται για την ικανότητά του[84]. Με τα πριαπικά γαμοτράγουδα όμως βρισκόμαστε ήδη στην ατμόσφαιρα του «ανάποδου κόσμου» του καρναβαλιού, που είναι και το θεσμικό πλαίσιο της εμφάνισης των μεταμφιέσεων και «ρόλων» του γέρου και της γριάς στα λαϊκά δρώμενα. Εδώ ο όποιος σεβασμός έχει μετατραπεί οριστικά σε χλευασμό.

 

Μολοντούτο οι μιμητικές και υποκριτικές εκδηλώσεις του καρναβαλιού, οι οποίες ενορχηστρώνονται με τις λεκτικές εκφάνσεις της αρνητικής πλευράς των κρίσεων για την τρίτη ηλικία, καθρεφτίζουν κάτι από τον σεβασμό προς τα γηρατειά, μιας κοινωνίας που λειτουργεί κυρίως σε γεροντοκρατική βάση, ακριβώς επειδή λαμβάνουν χώρα σε μια χρονική φάση, όπου κυριαρχεί ο “mundus reversus” του αποκριάτικου εθιμοτυπικού.

Δρώμενα με σεβάσμιο περιεχόμενο παρατηρούνται μόνο την «ημέρα της μαμής»[85], αν και οι νεώτερες εξελίξεις του εθίμου, που δίνουν έμφαση στον φεμινιστικό απελευθερωτικό χαρακτήρα της γιορτής, υποβιβάζουν την πλευρά αυτή. Οι σεβάσμιοι γέροντες, οι οποίοι εμφανίζονται σε άλλους βαλκανικούς λαούς με διάφορες ονομασίες και ως τύποι μεταμφίεσης (didi, didici, starci, kuker, moșii κτλ.)[86] και αντιστοιχούν στα ελληνικά ανάλογά τους (γέροι, καλόγεροι, μαμπούγεροι, μωμόγεροι κτλ.), εκπροσωπούσαν αρχικά τους νεκρούς πρόγονους[87], εφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά με θηριομορφική γκροτέσκα μεταμφίεση και δαιμονική απειλητική συμπεριφορά, σπείροντας περισσότερο τον φόβο ή και το γέλιο παρά τον σεβασμό.

Σε μια στατιστική αξιολόγηση του ελληνικού υλικού, ανάμεσα στους τύπους των μασκαρεμένων, σ’ ένα σύνολο από 100 περιπτώσεις βρίσκεται η μπάμπω μόνη της 34 φορές, και ο γέρος και η γριά ως αστείο ζεύγος 29 φορές[88]. Συνήθως αποτελούν το αντιθετικό ζεύγος προς τον γαμπρό και τη νύφη, που ενσαρκώνουν την επιθμητή και πολύτιμη γονιμότητα, ως «άγονη» και γκροτέσκα παραλλαγή, γιατί σεξουαλικότητα χωρίς τεκνογονία είναι γελοία και κατακριτέα. Συχνά παρεισφρέει το γεροντικό ζεύγος στους συμπέθερους στον ψεύτικο γάμο, αλλά υπάρχουν και ως αυτόνομο «νούμερο» της γελοιοποίησης άκαιρων και άγονων ερωτικών ορέξεων. Παρόμοια κωμικότητα χαρακτηρίζουν και τις παρωδίες των ερωτικών δρωμένων του ζεύγους των τσιγγάνων. Η γριά, που ερωτοτροπεί ή αμύνεται με τη ρόκα από τις όψιμες ορέξεις του γέρου, εμφανίζεται και μόνη της: συχνά ως «μητέρα» ενός νεογνού (εφταμηνίτικο), ένα ξύλο ή μια κούκλα, το οποίο βάζει στα σπάργανα, το λικνίζει, το μαλώνει, το φιλάει κτλ. Μπορεί να είναι ενταγμένη και σε σύνθετα δρώμενα, όπως στην περίπτωση του θρακικού «Καλόγερου», όπου παριστάνει την πρώτη σκηνή μαζί με το εφταμηνίτικο[89]. Ο γέρος πάντως, όταν συναντηθεί ανταγωνιστικά με νεώτερο άνδρα, συνήθως πάντα χάνει, όπως ο Άκμπαμπας («άσπρος πατέρας») από τον Καράμπαμπα («μαύρο πατέρας») στους ποντιακούς αγερμούς του χειμώνα, τους «Καρακοτζάδους», οι οποίοι φιλονικούν για τη νέα Μαρούσκα, που είναι παντρεμένη με τον γέρο: κατά εντολή του νοικοκύρη/διαιτητή, που την έχει κρύψει – η σκηνή παριστάνεται κατά τον αγερμό σε κάθε σπίτι, – εκείνη, μετά από τη σκηνή του σκοτωμού του γέρου με τουφέκι και την «ανάστασή» του με εξαερισμό της νύφης πάνω στο πρόσωπό του, μπορεί να διαλέξει ποιον θα ακολουθήσει και διαλέγει τον νεώτερο[90]. Μια περίπτωση, όπου κερδίζουν οι ηλικιωμένοι μαρτυρείται από το ιστορικό Κωστί της Ανατολικής Θράκης, το κέντρο των Αναστεναρήδων: στον «Καλόγερο», σύνθετο έθιμο που παιζόταν την Δευτέρα της Τυρινής, ένα από τα δρώμενα που εκτελούνταν στην πλατεία του χωριού, ήταν ποιος θα μπορούσε να τραβήξει μια αμάξα με δύο ρόδες προς την μεριά του: σ’ αυτό το αγώνισμα που διεξαγόταν και ως διελκυστίνδα, από τη μια πλευρά τραβούσαν οι νέοι της κοινότητας τις ρόδες, από την άλλη οι ηλικωμένοι· επειδή οι νέοι δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν, διέταζε ο ζευγολάτης τους γέρους να αφήσουν να κερδίσουν, γιατί αλλιώς θα ήταν κακό προγνωστικό για τη χρονιά που άρχισε[91].

Μερικά παραδείγματα από το υλικό: στο παραδοσιακό καρναβάλι της Σκύρου ο «γέρος” είναι ο «κουδουνάτος» με 50-60 «τροκάνια» που κρέμονται σε ειδικό ξύλινο σκελετό που έχει στη μέση· οι «γέροι» επιδίδονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο[92].

Αυτό το αρχαϊστικό στοιχείο λείπει όμως στις περισσότερες αποκριάτικες μεταμφιέσεις: στους «μουτσουνάρηδες» της Ικαρίας περιλαμβάνονται και καμπούρηδες γέροι και κουτσές γριές[93], στους «καμουζέλλες» της Καρπάθου γέρους και γριές[94], στις ποντιακές μεταμφιέσεις το ζευγάρι των γερόντων ερωτοτροπεί σαν τους νιόπαντρους[95]. Ο γέρος και η γριά με τη ρόκα εμφανίζονται και στους βορειοηπειρωτικούς αγερμούς του Λαζάρου[96] όπως και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο[97]. Σημασιολογικό επίκεντρο της μεταμφίεσής τους και των δρωμένων τους δεν είναι μόνο η γκροτέσκα και γελοία τους εμφάνιση, αλλά κυρίως η ερωτική τους συμπεριφορά, η οποία μπορεί να παριστάνει και την ίδια την αναπαραγωγική πράξη[98].

Τα παραδείγματα εύκολα μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Τα δρώμενα επιβεβαιώνουν αυτό που συμπεράναμε ήδη από τις παροιμίες: η σατιρική αντιμετώπιση της τρίτης ηλικίας υπερισχύει· ενώ στις παρομίες αυτό καθρεφτίζει κάποιες πραγματικές στάσεις και θέσεις της κοινωνίας, που πρέπει να ληφθούν υπόψη παρά την παραδοσιακά γεροντοκρατική οργάνωση της κλειστής κοινωνίας της κοινότητας στην Τουρκοκρατία, στις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα αυτή η σάτιρα δεν έχει την ίδια κοινωνιολογική ενδεικτικότητα, γιατί εντάσσεται στον «ανάποδο» κόσμο του καρναβαλιού, όπου όλα επιτρέπονται και τίποτε δεν παρεξηγείται από αυτά που συνήθως απαγορεύονται ή αποφεύγονται. Και μ’ αυτήν την παράδοξη έννοια ο απαξίωση των ηλικωμένων μπορεί να είναι και ένδειξη σεβασμού. Διατηρείται λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση η διαλεκτική της αμφίθυμης αντιμετώπισης του σώματος και της συμπεριφοράς, που δεν ανταποκρίνεται πια στις ιδανικές νόρμες του κοινωνικού ρόλου.

 

 

[1] Βλ. Β. Πούχνερ, «Κοινωνιολογία των ηλικιών και γυναικεία έθιμα. Από το κορτίσι στη γερόντισσα στα δρώμενα του εορτολογίου της Βαλκανικής», Κοινωνιολογική Λαογραφία. Ρόλοι – συμπεριφορές – αιθήματα, Αθήνα 2010, σσ. 25-72.
[2] Β. Πούχνερ, «Η ειρωνεία στον Χορτάτση», Μελετήματα Θεάτρου. Το κρητικό θέατρο, Αθήνα 1991, σσ. 349-362.
[3] Για υλικό σε βαλκανική κλίμακα βλ. W. Puchner, Die Folklore Südosteuropas. Eine komparative Übersicht, Wien/Köln/Weimar 2016, σσ. 137-145.
[4] W. Puchner, Performanz und Imagination in der Oralkultur Südosteuropas, Wien/Köln/Weimar 2017 και του ίδιου, Θεατρολογική Λαογραφία Α΄. Τα δρώμενα της Ελλάδας και της Βαλκανικής. Από το μαγικοθρησκευτικό έθιμο στη λαϊκή διασκέδαση, Αθήνα 2016.
[5] Bλ. το σχετικό υλικό στο κεφάλαιο «Μυητικές δομές στους εφηβικούς αγερμούς του χειμώνα», Κοινωνιολογική λαογραφία, ό. π., σσ. 73-97. Η μελέτη αυτή στηρίζεται σε μεγάλη έκταση στο κεφάλαιο «Ο γέρος και η γριά στον λαϊκό πολιτισμό. Από το σεβασμό στον χλευασμό», Κοινωνιολογική λαογραφία, ό. π., σσ. 228-249. Εκεί και περισσότερη βιβλιογραφία.
[6] Ν. Γ. Πολίτης, Παροιμίαι, 4 τόμ., Αθήναι 1899-1902 (1965).
[7] Τα μελετήματα συγκεντρωμένα στον Α. Ν. Δουλαβέρα, Παροιμιολογική και παροιμιογφική εργογραφία του Δημητρίου Σ. Λουκάτου, Αθήνα 1994, Δ. Σ. Λουκάτος, Νεοελληνικοί παροιμιόμυθοι, Αθήνα 1972 (1978), του ίδιου, Κεφαλλονιτικα γνωμκά, Αθήνα 1952.
[8] Μ. Γ. Μερακλής, Παροιμίες ελληνικές και των άλλων βαλκανικών λαών. (Συγκριτική μελέτη), Αθήνα 1985 (9η έκδ.  2003), βλ. και του ίδιου, Ελληνική λαογραφία. Κοινωνική συγκρότηση, Ήθη και έθιμα, Λαϊκή Τέχνη, Αθήνα 2004, σσ. 249 εξ., 313 εξ., 373, 511, 559-561, 565.
[9] Α. Ν. Δουλαβέρας, Η έμμετρη εκφορά του νεοελληνικού παροιμιακού λόγου, Αθήνα 1989, του ίδιου, Ο παροιμιακός λόγος στο μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη “Αλέξης Ζορμπάς”, Αθήνα 1991, του ίδιου, Νεοελληνικός παροιμιακός λόγος, Αθήνα 2010
[10] Για βιβλιογραφία βλ. Puchner, Die Folklore Südosteuropas, ό. π., σσ. 137-145, 420-429.
[11] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 577 αρ. 1.
[12] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 580 αρ. 11α.
[13] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 592 αρ. 35, σσ. 592-596 σχόλια και διάδοση. Βλ. και Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου, Αθήναι 1663 (Λαογραφία, παράρτημα 6), σ. 18, αρ. 9 και Κ. Μουσαίου-Μπουγιούκου, Παροιμίες του Λιβισίου και της Μάκρης, Αθήνα 1961, σ. 86 αρ. 281 και Πάριτι γέρουν νάχιτι.
[14] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 577, αρ. 2α.
[15] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 583, αρ. 16. Βλ. και Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 80, αρ. 4.
[16] Στον βυζαντινό Σπανέα, παγκόσμια διάδοση (ό. π., σ. 584, αρ. 17).
[17] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 599, αρ. 46. Η παροιμία είναι και αρχαία, βλ. Ευριπίδης, Ανδρομάχη: d”σ» «Πολλών νέων γαρ καν γέρων εύψυχος ή κρείσσων» και πανευρωπαϊκή.
[18] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 608, αρ. 69β.
[19] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 609, αρ. 70.
[20] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 613, αρ. 80α. Και με την προσθήκη και, σαν απεθάνης, άς’ τα (Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 80, αρ. 1).
[21] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 616, 81α.
[22] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 564.
[23] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 587, αρ. 20. Βλ. και Κ. Μουσαίου-Μπουγιούκου, Παροιμίες του Λιβισίου και της Μάκρης, Αθήνα 1961, σ. 86 αρ. 279.
[24] Ν. Κ. Κανελλάκης, Χιακά Ανάλεκτα, εν Αθήναις 1890, σ. 241 αρ. 207.
[25] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 578 αρ. 6β. Υπάρχει με την αντιθετική εκδοχή: Ας τρώγη η γριά, κι ας μουρμουρίζη ο γέρος (Σπάτη, αυτόθι, αρ. 6α).
[26] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 601, αρ. 54. Βλ. και Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 81 αρ. 19 (με παροιμιόμυθο).
[27] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 612, αρ. 79.
[28] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 577 αρ.4. Βλ. και τις παραλλαγές: Αλί στο νιο που δέρνεται, / στο γέρο που κόβεται (Μάνη, αυτόθι, αρ. 3), Αλί στον νιο τον άυπνο, το γέρο τον κοιμήση (Σίφνος, αυτόθι, σ. 578 αρ. 5), Αλί στου νιο τσι δέρνιτι, στου γέρου τσ’ ά κομάτι (Λέσβος, αυτόθι, αρ. 6), Φοβού το βρέφος, σαν γρυπνά, το γέρο σαν κοιμάται (αυτόθι, σ. 619, αρ. 102), Φοβού τον νιο τον άγρυπνο, τον γέροντα υπνιάρη (αρ. 103) κτλ. Σε ειρωνική χρήση λέγεται και το αντίθετο (αρ. 104, 105). Βλ. και Χαρά στο ‘έρο π’ αγρυπνά, στο νέο που κοιμάται (Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 81 αρ. 11)·λέγεται και αντίστροφα (αρ. 12).
[29] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 578, αρ. 8
[30] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 578, αρ. 10.
[31] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 578, αρ. 7.
[32] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 580, αρ. 13. Και στην αρχαιότητα.
[33] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 579, αρ.10α. Ο Πολίτης προτείνει διόθρωση, αλλά ο Φ. Κουκουλές διευκρινίζει αργότερα πως πρόκειται για βυζαντινό παιχνίδι (Φ. Κουκουλές, “Το Βυζαντινόν παιγνίδιον κλωτσάτα”, Κυπριακά Χρονικά 1935, σσ. 24-26· βλ. και Γ. Χατζιδάκις, “Συμβολήν εις τας Ελληνικάς Παροιμίας”, Γλωσσικαί  Έρευναι 1, 1934, σ. 194, βλ. επίσης Φ. Κουκουλές, “Παροιμιογραφικά”, Λαογραφία ΙΕ΄,1954, σσ. 228-237, ιδίως σσ. 235 εξ.).
[34] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 586, αρ. 19. Βλ. και Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 80, αρ. 6.
[35] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 591, αρ. 27.Βλ. και Δώμ’ γέρου τν-τσουτσού σ’, α ραβδίσου αχλάδια (Β. Καραγιάννης, Τα αδιάντροπα. Λεσβιακά Λαογραφικά,  Αθήνα 19893, σ. 23) με την ευρύτερη έννοια: μην προσπαθήσεις να κάνεις κάτι με ακατάλληλα μέσα.
[36] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 596, αρ. 36.
[37] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 596, αρ. 35α.
[38] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 598, αρ. 44.
[39] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 598, αρ. 43. Λέγεται και ανάποδα στα γερμανικά: Besser eines alten Mannes Liebe als eines jungen Hiebe.
[40] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 617, αρ. 92α. Βλ. επίσης Τσι τ’ γέρου τα κανάτσα, / σαν νιρόβραστα σπανάτσα (Λέσβος, Ζάκυνθος, αυτόθι σ. 618 αρ. 96) και  Τω γερόντω τα παιχνίδια / όλο τύφλαις και σκοτίδια (αυτόθι αρ. 98). Βλ. και Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 80. αρ, 3.
[41] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 600, αρ. 50.
[42] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 597, αρ. 38.
[43] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 603, αρ. 60.
[44] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 604, αρ. 64.
[45] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 616, αρ. 106.
[46] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 614, αρ. 87.
[47] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 602, αρ. 58. Βλ. και Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 80, αρ. 7.
[48] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 616, αρ. 92.
[49] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 615, αρ. 89.
[50] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 614, αρ. 88.
[51] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 605, αρ. 67.
[52] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 591, αρ. 28.
[53] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 601, αρ. 52. Αντί το βρέφος χορεύουν τον γέρο.
[54] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 581, αρ. 15.
[55] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 588, αρ. 21.
[56] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 590, αρ. 24. Βλ. και Ο γέρος κι ο ξενιτεμένος καυκούνται (αυτόθι σ. 604 αρ. 65), Ο γέρος σαν γεράση, τα μπρος οπίσω φέρνει (αυτόθι, σ. 608 αρ. 69, βλ. και γερμανικά: die Alten reden gern von altem Käse).
[57] Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 609 αρ. 73.
[58] Βλ. σε επιλογή: Κάθου, γέρο, στο κελλί σου, / νά χης τάσπρα σου και την τιμή σου (Ανατ. Κρήτη, Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 597 αρ. 42), Ο γέρος οπού πολυζή / κάτι του μέλλει για να ιδή ως προς μέλλουσα συμφορά (Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 607, αρ. 68), Οπού ‘ναι γέρος κουζουλός από τα νιάτα τό ‘χει (πανευρωπαϊκό, Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 610, αρ. 76), Ό,τι δεν έκαμες νιός, θα το κάμης γέρος (μαζί με παροιμιόμυθο, Πολίτης, ό. π., τόμ. Γ΄, σ. 611, αρ. 78) κτλ.
[59] Βλ. κυρίως Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σσ.  124-154, 104 παραδείγματα.
[60] Η γριά κόττα τό ‘χει το ζουμί (Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 144 αρ. 60), Η γραία όρθα έχει το ζουμί (Κρήτη, Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 137 αρ. 41).
[61] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 128, αρ. 15, Μεγίστη· παρόμοια παροιμία υπάρχει και στη Γερμανία. Βλ. επίσης: Με γριά κάνεις; / το σπόρο σου τον χάνεις (Ζάκυνθος, αυτόθι, σ. 148, αρ. 81).
[62] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 125· “εφίλησαν” (Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 88, αρ. 6)
[63] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 125, αρ. 5. Με πολλές παραλλαγές (ακόμα και ιταλικές). Η αντίθετη περίπτωση αφορά όμως άλλα συμφραζόμενα: Η γριά με την καλή ψυχή ευρέθη γγαστρωμένη (Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 145, αρ. 62).
[64] Βλ. και Η γριγιά μια φουρά γαμιέτι / τν άλλ’ μανταλώνιτι (Καραγιάννης, Τα αδιάντροπα, ό. π., σ. 23).
[65] Απίτιν η γιργιά γαμήθηκιν / ισβιχτουμανdαλώθηκιν (Μουσαίου-Μπουγιούκου, ό. π., σ. 96, αρ. 315).
[66] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 140, αρ. 50.
[67] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 146, αρ. 64α.
[68] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 148, αρ. 82.
[69] Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 88, αρ. 4. Λέγεται και αν επιδιώκει ηλικιωμένος κάτι δυσανάλογο για την ηλικία του. Βλ. επισης Ο θεός να σε φυλάη από έρωτα γρϊάς, / (γιατί σου κολλά στο σβέρκο, σα dη μυία στο κρΐάς) (αυτόθι, σ. 88, αρ. 7).
[70] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 129, αρ. 15α.
[71] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 142, αρ. 59. Βλ. και Η γριά κι αν ερωτεύεται / στ’ανήφορο της φαίνεται (αυτόθι αρ. 58).
[72] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 130, αρ. 17.
[73] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 135, αρ. 37α.
[74] Όπου δεν βολεί του διαόλου να πάη ο ίδιος μέμπει μια γερόντισσα (Κρήτη, αλλά και πανευρωπαϊκό, Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 149, αρ. 88).
[75] Η γριά εκάθητο, και λάκκους έσκαφτε (Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 141 αρ. 55).
[76] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 131, αρ. 19 με πάμπολλες παραλλαγές. Επίσης με το μέλι (Μουσαίου-Μουγιούκου, ό. π., σ. 97, αρ. 318 με παραπομπές σε βυζαντινό και μεταβυζαντινό υλικό). Βλ. επίσης: Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα / κι όλη νύχτα [μέρα] τ’ ανεζήτα (Ζευγώλη-Γλέζου, ό. π., σ. 88, αρ. 2). Λέγεται και για άκαιρη ερωτική επιθυμία (βλ. αυτόθι, αρ 3).
[77] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 137, αρ. 43. Βλ. επίσης φρέσκο σύκο (Μουσαίου-Μουγιούκου, ό. π., σ. 97 αρ. 317), ξυλάγγουρον (αρ. 318· εκεί και παραπομπές στην αρχαιότητα και σε βυζαντινές συλλογές).
[78] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 135, αρ. 37. Βλ. και Έδωσ’ η γριά ένα άσπρο (πεντάρα, φράγκο) να μπει στον χορό, / ύστερα έδωσε δυο για να βγει και δεν μπορούσε (Μ. Γ. Μερακλής, Παροιμίες ελληνικές και των άλλων βαλκανικών λαών, ό. π., σ. 79 αρ. 89).
[79] Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 130, αρ. 18.
[80] Βλ. επίσης: Και τα λίγα παιγνιδάκια / της γριάς καλό της κάνουν (Πολίτης, ό. π., τόμ. Δ΄, σ. 148, αρ. 77α), Η γριά ξεροχτενίζεται, / κι ο γέρος ξεροποντίζεται (αυτόθι, σ. 145, αρ. 63), δηλαδή νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους, Βάρ’ της νιάς με την καλάμα , / και της γριάς με την ματσούκα (Ζάκυνθος, αυτόθι σ. 127, αρ. 10) κτλ. Κωδικοποιημένα ρητά και γνωμικά για τα γηρατειά βλ. και στη συλλογή Γ. Κ. Σμυρνιωτάκη / Γ. Ι. Σηφάκη, Λαϊκή σοφία. 10.000 ελληνικές παροιμίες, Αθήνα [1993], σσ. 113 εξ. (χωρίς δήλωση προέλευσης).
[81] Για τον προβληματισμό, πόσο δικαιολογημένος ή όχι είναι ο μοντέρνος χαρακτηρισμός βλ. W. Puchner, “Schwank und ‘Pornographie’  im griechischen Karnevalslied”, Studien zum griechischen Märchen, Wien 1996, σσ. 213-222. Και στα ελληνικά του ίδιου, «Σάτιρα και ‘πορνογραφία’ στο αποκριάτικο τραγούδι», Μελέτες για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, Αθήνα 2013, σσ. 210-229
[82] «H γέρους κι η γριά / τσιμπούσαν τα κουκιά / κι βαρεί τ’ς γριάς το π’λι. / Σκούζ’ η γέρους του κουκί / κι γριά το π’λι» (Μ. Μιχάηλ-Δέδε, Το Άσεμνο – Ανίερο – Υβριστκό στο Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Αθήνα 1991, σ. 58). Άλλο: «Κάτω στην αγριαγγινάρα /κάνει ο γέρος τη ζευγάρα / και του πάει η γραιά ψωμί / σαν ωμό και σαν πολύ. / Τρώει ο γέρος και καυλώνει / τη γραιά καβαλαρώνει» (αυτόθι, σ. 59, από τη συλλογή του Μ. Λελέκου, Πριάπεια, εν Αθήναις 1868).
[83] “Μια βάβα μονόδοντη / ρίζα δόντ’ δεν έλαχι / στου παζάρι πάηνι / παλικάρι διάλιγι / δώδικα χρονώ παιδί / του πιδί σαν τ’ άκοσι / μες’ του φόρνου τρύπουσι / μπάμπου τσάκνα μάζιβι / για να κάψει του πιδί” (Μιχαήλ-Δέδε, ό. π. σ. 58).
[84] “Χόριψι βρε γέρουντα / στου πιδιού μας τη χαρά. / Δεν ακούς μαρή κουφή / πως αμπ’ δω κι ρίχνουμι / κι βροντούν τ’ αρχίδια μου / κι τα κουλουκύθια μου” (Μιχαηλ-Δέδε, ό. π., σ. 59).
[85] Βλ. Β. Πούχνερ, «Η γιορτή της μαμμής και ο φεμινισμός. Προς την ανατροπή των κοινωνικών ρόλων», Κοινωνιολογική λαογραφία, ό. π., σσ. 73-97.
[86] N. Kuret, “Die Alten in den Μaskenumzügen Südosteuropas”, Etnografski i folkloristični izsledvania. Τιμητικός τόμος για τον Chr. Vakarelski, Sofija 1979, σσ. 215-225.
[87] Κ. Meuli, “Bettelumzüge im Totenkultus, Opferritual und Volksbrauch”, Schweizer. Archiv für Volkskunde 28 (1928), σσ. 1-38.
[88]  W. Puchner, Brauchtumserscheinungen im griechischen Jahreslauf und ihre Beziehungen zum Volkstheater. Theaterwissenschaftlich-volkskundliche Querschnittstudien zur südbalkan-mediterranen Volkskultur, Wien 1977 (Veröffentlichungen des Österreichischen Museums für Volkskunde 18), σ. 271.
[89] Στην αρχική περιγραφή του Βιζυηνού το 1888 βλ. στις παραγράφους Γ΄10, Δ΄1–6 (Β. Πούχνερ, Ο Γεώργιος Βιζυνηνός και το αρχαίο θέατρο. Λογοτεχνία και λαογραφία στην Αθήνα της μπελ επόκ. Με τη δημοσίευση ολόκληρου του κειμένου του διηγήματος-μελετήματος του Βιζυηνού «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη», Αθήνα 2002, σσ. 218, 229 εξ.).
[90] Χ. Σαμουηλίδης, «Οι Μωμόγεροι του Πόντου», Θέατρο 33 (1973), σσ. 36-40. Για τη σκηνή βλ. και το τέταρτο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου της λαογραφικής αυτής σειράς.
[91] Δ. Α. Πετρόπουλος, «Λαογραφικά Κωστή Ανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Γλωσσικού και Λαογραφικού Θησαυρού 5 (1939-40), σσ. 225-298, ιδίως σσ. 282 εξ. Βλ. επίσης Β. Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Συγκριτική μελέτη, Αθήνα 1989, σσ. 111 εξ.
[92] Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, ό. π., σ. 97 (σ. 238 όλη η σχετική βιβλιογραφία).
[93] Puchner, Brauchtumserscheinungen im griechischen Jahreslauf, ό. π., σ. 219.
[94] Γ. Α. Μέγας, Ζητήματα ελληνικής λαογραφίας, ανατύπωση Αθήνια 1975, Γ΄τεύχ. σσ. 84 εξ.
[95] Ξ. Κ. Άκογλου, Από τη ζωή του Πόντου. Λαογραφικά Κοτυώρων, Αθήναι 1939, σσ. 258 εξ.
[96] Ανωνύμου, «Ο Λάζαρος στο Αργυρόκατρο», Μπουκέτο 24 Απριλίου 1930.
[97] Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, ό. π., pass.
[98] Bλ. την παρωδία συνουσίας γερόντων στην φωτογραφία αρ. 21 από τη σύγχρονη Κροατία στον W. Puchner, Studien zur Volkskunde Südοsteuropas und des mediterranen Raums, Wien / Köln / Weimar 2009, σ. XI (μετά σ. 384).

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.