Γενέθλιος χορός
Σηκώνεται στην πίστα μοναχή, τη βλέπουμε όλοι.
Φοράει ακόμα τα σμαραγδένια του δάσους,
ξανθιά νεράιδα όμορφη, όπως την είχαμε αισθανθεί
πολλές φορές στα παραμύθια.
«Δεν χορεύω συχνά» μας λέει.
Όμως το έχει και στην ανάμνηση της και στην απόφαση.
Πόθος σε ώρες κόκκινες, να καίει· και να καίγεται.
Μοιάζει να κούρνιασε μια λύπη στη ματιά της,
ένα παλιό μπλουζ, μια αξημέρωτη νύχτα.
Ζυγιάζει τις λέξεις να μην ακουστεί πουθενά παράπονο,
παραίτηση καμιά.
Θα βγει και θα χορέψει τον αντρίκιο τον χορό,
αυτόν που δεν εχόρεψε ποτέ.
Όχι πώς έχει ανάγκη για να δείξει,
μόνο που λάτρεψε στη ζωή της το πολύ,
ό,τι σώμα και αν φορούσε·
και θέλει απόψε να κεράσει και να κεραστεί,
να την τσακίσει τη ζωή της πάνω στη στροφή,
στα παλαμάκια των γονατισμένων.
Να βγει ο καημός της διάφανος και λαγαρός.
Απόψε θα στενάξουνε οι ουρανοί.
Σηκώνεται στην πίστα μοναχή.
Για σένα, λέει· κοιτάζονται όλοι μαζί.
Για μένα λέει και αρχίζει ο χορός,
γενέθλιος, περήφανος, αντρίκιος.