You are currently viewing Βασιλική Σιαφάκα: Γιώργος Θεοχάρης, Αστικά βήματα. Εκδόσεις ΑΩ

Βασιλική Σιαφάκα: Γιώργος Θεοχάρης, Αστικά βήματα. Εκδόσεις ΑΩ

ΑΣΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ

Μια συνομιλία φωτογραφίας και ποίησης από τον Γιώργο Ν. Θεοχάρη

 

Το βιβλίο του Γιώργου Θεοχάρη «ΑΣΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ», με την άρτια βιβλιοδεσία από τις ΑΩ εκδόσεις, είναι γέννημα δυο τεχνών, της φωτογραφίας και της ποίησης. Τέχνες που στο έργο αυτό συνομιλούν αντικριστά, μέσα από την έμπνευση και την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη που τις χρησιμοποιεί στην έκφρασή του.

Τα ΑΣΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ είναι ο βηματισμός του ανθρώπου μέσα στη σύγχρονη πόλη των εκατομμυρίων κατοίκων. Η βίωση ενός τόπου που αν και ολότελα κατασκευασμένος από τον άνθρωπο, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτόν, αφού η ζωή του οργανώνεται κατά τρόπο που τον αλλοτριώνει. Ίσως να πρόκειται και για μια ενδόμυχη αγωνία του αρχιτέκτονα απέναντι στην σύγχρονη μεγαλούπολη και τη σχέση των κατοίκων της με τον δημόσιο χώρο. Θα λέγαμε πάντως ότι τα ΑΣΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ δεν είναι παρά ο μοναχικός περίπατος του σκεπτόμενου παρατηρητή που βαδίζει στην πόλη του, αφουγκράζεται την ανάσα της, παρατηρεί τους όμοιους, άγνωστους γύρω του και μας διηγείται το μοναχικό /μοναδικό βίωμά του στην προσπάθειά του να συναντήσει και να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Το ποίημα με τίτλο «Η πόλη σου είσαι εσύ» δίνει το στίγμα αυτής της συλλογής όπου η αλλοτρίωση συνυπάρχει με την ελπίδα, η απελπισία με το όνειρο.

 

Η ΠΟΛΗ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

Το νησί σου μικρό και άγονο

Τα βλέμματα των ανθρώπων του αδιάκριτα.

Τα λόγια τους επικριτικά και άδικα.

Δραπέτευσες και κρύφτηκες

στην ανωνυμία της πόλη.

Η βουή της σε σιώπησε.

Τα φώτα της σε σκοτείνιασαν.

Ο κόσμος της τη μοναξιά σου ξεσκέπασε.

Στις πλούσιες βιτρίνες της μπροστά πιο φτωχός.

Πίσω απ’ τις διαφημίσεις θολή η αλήθεια

Κι η δικιά σου;

Ακόμα την ψάχνεις.

Παιδιά δε βλέπεις να παίζουν στους δρόμους

Κι απ’ τις εφημερίδες στα περίπτερα

Μόνο λεζάντες που απειλούν.

Τίτλοι ειδήσεων σε βρόμικους φωταγωγούς

κυκλοφορούν κι αγχώνουν.

Την πόλη σου φοβάσαι …

Τα γκράφιτι τα καταθλιπτικά σε στοιχειώνουν

Κι η σκιά τους βαριά τη μέρα σου μικραίνει.

Η πόλη σου σε φυλάκισε, είναι ασφυκτική.

Πιο στενάχωρη κι απ’ την κάμαρά σου.

Πιο βρόμικη απ’ τα σκουπίδια σου.

Οι δρόμοι της φλέβες με μολυσμένο αίμα.

Τα σπίτια της παρωπίδες σ’ οδηγούν σ’ αδιέξοδα.

Πιο περιορισμένος κι απ΄ το νησί σου εδώ.

Μαζί σου το κουβάλησες.

Είναι το κλειστοφοβικό σου αδιέξοδο.

Ξεκόλλα, συνειδητοποίησέ το.

Το ανικανοποίητο κενό σου γέμισέ το.

Αγάπα την πόλη σου, μάθε την ιστορία της,

Τα μυστικά της, πάψε να τη φοβάσαι.

Φτάσε στα όριά της.

Είναι ο ουρανός και η θάλασσα

Τα ίδια όπως και στο νησί σου …

 

Αξίζει όμως ν’ αναφερθούμε ξεχωριστά στις «στιχο-μυθίες» και τα «φωτο-γραφήματα» που συνθέτουν αυτό το βιβλίο.

Ο φωτογράφος Γιώργος Θεοχάρης μας μιλάει μέσα απ’ τα πλάνα του για «εφήμερες φωτογραφίες της πόλης» και για «παραμυθιασμένους λιποτάχτες της φύσης». Αναμφίβολα πρόκειται για μια «αναπαράσταση συναισθημάτων» κι όχι για καταγραφή τυχαίων στιγμών της ζωής στην πόλη.

Οι εικόνες αντανακλούν τη σκέψη και το συναίσθημα του μελαγχολικού παρατηρητή, ή τα διεγείρουν.

Κτίρια, σύγχρονα και απρόσωπα, παλιά και εγκαταλελειμμένα, σιδηροκατασκευές παλιών εργοστασίων ή σύγχρονων σταδίων, πλακοστρωμένες πλατείες, άδειοι εμπορικοί δρόμοι, τρένα, γκράφιτι, γωνιές της πόλης, αντικείμενα, σκιές συνιστούν ένα «περιβάλλον διαχρονικό κι άχρονο ταυτόχρονα».

Βλέπουμε την ανθρώπινη φιγούρα μόνη ή μέσα στο πλήθος, μετακινούμενη συνεχώς, πάντα φευγαλέα, σε ένα  διαρκές κυνήγι με τη σκιά της.

Το φωτογραφικό πλάνο άλλοτε αιωρείται ψηλά ψάχνοντας για πραγματικό ουρανό, άλλοτε αναδύεται μέσα από κλίμακες ή βυθίζεται σε σπείρες, άλλοτε ακολουθεί σιδηροδρομικές γραμμές ή αφηγείται την ιστορία των δρόμων, σταματά στις γωνίες ζωγραφισμένων τοίχων,  ή αιχμαλωτίζει το πέρασμα των ανθρώπων. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιώντας την αντανάκλαση μέσα από τις γυάλινες επιφάνειες, μεταβάλει το χώρο πότε με την ταυτόχρονη απεικόνιση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και πότε δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της έκτασης.

Η φωτογραφία, πάντα ασπρόμαυρη, είναι ένα «σκηνικό που παλεύει με το χρώμα», αλλά  με τη μνήμη μας, την  πάντα «επιλεκτική και ασπρόμαυρη», για να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις του ίδιου του καλλιτέχνη.  Πράγματι σε ένα περιβάλλον που η οργανική ύλη έχει αλωθεί από την ανόργανη, το χρώμα εμφανίζεται ελάχιστα, το περιβάλλον καταντά στερητικό, χωρίς ερεθίσματα και ψυχική ανατροφοδότηση, μονότονο. Πέρα από την αντίθεση του φωτός με το σκοτάδι, το γκρίζο χρώμα στην εικόνα είναι κυρίαρχο.

Έτσι προετοιμάζεται η φυγή:

Θα περιμένω το σκοτάδι,/ που γιγαντώνονται οι σκιές και ταξιδεύουν. /Θα καρτερώ τη γόνιμη νύχτα,/ που ξεκολλάνε οι ελπίδες απ’ το μυαλό/ και μπαίνουν στα όνειρα. (Μαύρη σκιά)

Για να ξεφύγεις δες ψηλά./ Τ’ ουρανού τα χρώματα,/ είναι τα μόνα που αλλάζουν./ (Στημένο σκηνικό)

O ποιητής Γιώργος Θεοχάρης γράφει τα ποιήματά του σε ελεύθερο στίχο, σε γλώσσα απλή, άμεση, κατανοητή. Οι στίχοι του είναι γεμάτοι εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές. Το υποκείμενο τις περισσότερες φορές σε πρώτο πρόσωπο, ενισχύει ένα ύφος εξομολογητικό στην ποίησή του.

Από τα 76 συνολικά ποιήματα αυτής της έκδοσης, μόνο στο ποίημα «Περιστέρι θα γίνω» διακρίνεται μια ομοιοκαταληξία μεταξύ των 1ου και 3ου  , 4ου και 6ου ,  7ου και 10ου  , 9ου και 12ου στίχων.

 

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΘΑ ΓΙΝΩ

Πέταξαν ψηλά τα περιστέρια

Αγέρα κλέβοντας από τον ουρανό.

Να φτερώνουν άρχισαν τα χέρια.

Μαζεύουν νικητήρια πιστοποιητικά.

Βουτούν σ’ αέρινους άπειρους τόπους.

Ξαναγυρνούν στα σύννεφα νοσταλγικά.

Περιστέρι θα γίνω τη γη ν’ αφήσω.

Πάρτε και τα δικά μου όνειρα.

Πάρτε και τις δικές μου τολμηρές ματιές.

Μαζί σας κι εγώ θέλω να πνίξω,

κάτω απ’ τα πόδια μου

καινούργιες κορφές.

 

 

Ο βηματισμός του ποιητή Γιώργου Θεοχάρη μέσα στην πόλη είναι στοχαστικός. Εξομολογείται στον αναγνώστη του συναισθήματα και σκέψεις που κι εκείνος νιώθει και σκέπτεται. Η ταχύτητα και η ρηχότητα της σύγχρονης ζωής, η μοναξιά, ο έρωτας κα η αγάπη, η νύχτα, το σκοτάδι και το φως, η ζωή και η διαρκής αναζήτηση του φωτός.

Μια μεγάλη θεματική ενότητα στα ποιήματα αφορά τον διάλογο του ποιητή με την έσω φωνή του, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τι του συμβαίνει:

Πώς να ξεκολλήσω από σένα; Είσαι ο ψίθυρος της συνείδησης στ’ αυτί μου (Είσαι ο κλώνος μου)

Βλέπω παντού μάτια να με κοιτάζουν. Όλα τα μάτια που με κοίταξαν με κάποιο τρόπο με στοιχειώνουν. Και τα δικά μου πιο πολύ. Θυμωμένα, ανήσυχα, ανακαλύπτουν στον καθρέφτη κάθε πρωί το θεριό που τα παιδεύει.(Τα μάτια).

Κάθε φορά που είμαι πληγωμένος μιλάω με τον εαυτό μου. Τις  πιο πολλές φορές μ’ ακούει προσεκτικά και με συγκατάβαση. Αλλά κάτι άλλες μιλάει μόνο εκείνος. (Παραμιλώ).

Το ανικανοποίητο είναι εδώ, παραμονεύει κι εγώ το τρέφω με τις αδυναμίες μου.(Το ανικανοποίητο).

Γυρεύω μια σκάλα που να οδηγεί στον ουρανό./ …Γυρεύω μια σκάλα ν’ ανέβω ψηλά,/ ..Εκεί που η Άνοιξη ξέρει/ πώς να κουμαντάρει τον κόσμο./ … (Στην άλλη μεριά)

Εδώ την ανάγκη σου μετράς./ Την επιθυμία σου που σε εξουσιάζει./Συνέχεια ανεβάζει τα χρωστούμενα./ … Σιγά μην αγοράσω./ Τίποτε δε μου λείπει. Ίσως μόνο των περαστικών τα βλέμματα. (Σιγά μην αγοράσω).

Βλέπουμε την καθημερινή πάλη του ανθρώπου ανάμεσα σε αντίρροπες δυνάμεις:

Τριγυρνούσαμε γύρω από έναν άξονα./ Προσπαθούσαμε να τον αγγίξουμε/ μα ήμασταν βιαστικοί … τρέχαμε/ και η φυγόκεντρη παράλογη ανυπομονησία/ μας έδιωχνε από κοντά του./ … (Η φυγόκεντρη)

Τη δίνη του πόνου και της αυταπάτης του:

Μέσα σε μια σπείρα στροβιλίζεσαι./ Στη δίνη του μυαλού, στα σωθικά της νύχτας,/σύμβουλος κακός και συνεργός/ στις ψεύτικες εικόνες σου./… (Σε μια σπείρα)

Τη δύναμη της μοίρας, που ο ίδιος του ο εαυτός  φαίνεται να την προκαλεί:

Είναι η μοίρα σου που αιωρείται/ παγωμένη στο χρόνο,/αλλά απ’ τον χαρακτήρα σου/ να ξεφύγει δεν μπορεί./ …Η κίνησή του περιέργως προηγείται./ (Ο φτερωτός άγγελος).

Την αγωνία της τρίτης διάστασης, την τόσο σημαντική για τον αρχιτέκτονα, και τη σχέση της με το να μένει κανείς στην επιφάνεια των πραγμάτων, να ζει και να σκέφτεται δισδιάστατα, ή ακόμα και μονοδιάστατα:

Έχεις χάσει την τρίτη διάσταση./ Ο κόσμος για σένα δεν έχει βάθος./ … δέχτηκες να μετατραπείς σε μαριονέτα./ Αποφάσισες να γίνεις πινακίδα σήμανσης,/ με εντολή διακοπής πορείας. (Μια μαριονέτα)

Τέλος τη  σημασία της ατομικής επιλογής, τη θέαση του εαυτού και του κόσμου ολόκληρου μέσα από τα δικά του «παράθυρα» :

Το πιο σημαντικό σημείο στον τοίχο σου. Εσύ τ’ ανοίγεις. Εσύ τ’ αφήνεις κλειστά. Εσύ διαλέγεις αν από μέσα θα κοιτάς ή κάπου απ’ έξω θα’ σαι.(Εσύ επιλέγεις):

 

Από τους πρώτους κιόλας στίχους της συλλογής, ο αναγνώστης συναισθάνεται τη μοναχικότητα του ποιητή. Τον συνοδεύει σιωπηλά, διακριτικά, μέσα στους δρόμους της πόλης.  Ποτέ δεν συνομιλούν. Παραμένουν μόνοι ως το τέλος.

Η πόλη είναι ένα παρατραβηγμένο / πείραμα για τη μοναξιά. (Σε μια πόλη διάφανη).

Κάνει τόσο θόρυβο ετούτη η πόλη,/ που νομίζεις πως δεν είσαι μόνος τελικά. ( Μια πιρουέτα)

Είναι αιχμηρή η μοναξιά./οι στιλπνές επιφάνειες της απομόνωσης./ … Μόνο οι σκέψεις σου,/.. κρεμάστηκαν στον ιστό/ μιας κεραίας τηλεόρασης/ Κι έμειναν εκεί γατζωμένες,/να ενημερώνονται καθημερινά/ για τα εφιαλτικά μαντάτα. (Αιχμηρή μοναξιά).

Η κίνηση των ανθρώπων αυτοματοποιημένη, ανεξάρτητη απ’ τη βούλησή τους:

Η μοναξιά μας έγινε/η σύγχρονη αναπηρία./ … Δεν μπορείς να τρέξεις,/ δύσκολο να σταθείς./ … (Τεθλασμένη γραμμή)

Η ανάγκη του συντρόφου επείγουσα:

Φτιάχνω ζευγάρια ίσως γιατί συνήθισα/ να στριμώχνω τη μοναξιά σε άψυχα πράγματα ανάμεσα./ (Φτιάχνω ζευγάρια)

Το κορμί ξέρει. /Ξυπνάει όταν τ’ αγγίζουν,/ κοιμάται στη μοναξιά./ …(Το κορμί ξέρει)

Κι ο έρωτας, ξαφνικός, βιαστικός αλλά πάντα αθώος, ν’ αφήνει κάτι πίσω στη φυγή του, ή να στοιχειώνει στον κυβερνοχώρο:

Είναι βαρύ το «σ’αγαπώ»./… Ξαφνικό χαστούκι στον ύπνο σου/ Αγέρι που σ’ άρπαξε και σε στριφογυρνάει/ τις ευθύνες του να δεις./ Αυτές να ζυγιάζεις πριν το πεις. (Ξαφνικό χαστούκι).

Δεν υπάρχει προδοσία στον έρωτα./ Έχει το τεκμήριο της αθωότητας,/ … Μπορείς να πεις πως έχει το ακαταλόγιστο./ (Φλογίτσα που έσβησε)

Έγραψα το «σ’αγαπώ» / στον καθρέφτη του ασανσέρ. / Ν’ ανεβαίνει, να κατεβαίνει, … Κι όταν σβήσει το φως εκεί …/ Φυλακισμένο στα σκοτάδια./(Όταν φύγεις)

Τρέμω στη σκέψη /πως θα έχω το χάδι σου, /μόνο όταν θα πληκτρολογείς …/( Τρέμω στη σκέψη)

Πόσο θα ‘θελα να ψηφιοποιηθώ …/ Δίπλα στις αναμνήσεις σου καταχωρημένος,/μέσα σ’ έναν φάκελο με τίτλο : «Αγαπημένα». (Σ’ ένα στικάκι)

Κι ακόμη της αγάπη η επαιτία ή η παραμυθία:

Αισθάνομαι την ανάσα σου,/τους κτύπους της καρδιάς σου,/ άχρωμοι./ Τόσο καιρό ένα «σ’αγαπώ» δεν μου πες. (Αποξένωση)

Δεν έχει μάτια η αγάπη για να συγκρίνει. /Δεν έχει σάρκα να φθαρεί./ …Όσο κι αν περνούν τα χρόνια/τα ωραία παραμύθια είναι και πιστευτά. (Τα πρεσβυωπικά μου μάτια).

Κυλάει πάντα η ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως:

Σκοτάδι είναι ο φόβος,/… Σκοτάδι είναι η μίζερη ζωή/ η λαβωμένη ελπίδα./ Η συμφωνά με τον εαυτό σου/ που δεν έγινε./ Η περηφάνια που λύγισε./ Η αξιοπρέπεια που ξεθώριασε./ … (Σκοτάδι είναι)

Στο ικρίωμα του μυαλού/ βάφω το γαλάζιο τα’ ουρανού./ Καλύπτω τους φόβους μου/ με το χρώμα της ελπίδας …/ (Επισκευάζω τα σύννεφα)

Μπορείς να βρεις τα τρία χρώματα της ψυχής μου/ … Αν άνοιγες τα μικρά μου μπουκαλάκια/ μ’αυτά τα τρία χρώματα, /ολόκληρη την ίριδα θα μπορούσες να ζωγραφίσεις./ (Μ’ αυτά τα τρία χρώματα )

 

Κι αν το ταξίδι που ονειρεύτηκες δεν έγινε ποτέ, κι αν έχασες αγαπημένους:

… Κάποιος να σπάσει /την ένοχη σιωπή./ Ν’ αρχίσει ν’ ακυρώνει /τα εισιτήρια που κόψαμε./ … Μπορείς να ξεκινήσεις με τα πόδια,/ γιατί τα μέσα μεταφοράς/ έχουν γίνει εκθέματα σε πλατείες./ (Το ταξίδι)

Οι μεταλλικές γραμμές τους / σημάδια φυγής,/… Να ξέρω τουλάχιστον/ από πού θα ξανάρθεις./ … (Σημάδια φυγής)

Είναι η δίψα για ζωή/ πιο μαρτυρική κι απ’ την πείνα./Τη βροχή περιμένεις./ … (Η τελευταία ελπίδα)

Αφού στη ζωή …

Ψάχνω τη δύσκολη διαδρομή./ Να την τελέψω κουρασμένος και περήφανος./ … και σ’έναν τίμιο απολογισμό/ να βρω τον χαρακτήρα …/ Αυτόν που είχα κι αυτόν που έφτιαξα.(Ψάχνω τη διαδρομή)

Και πάντα θ’ αναζητάς μια πόλη ιδανική:

 

ΙΔΑΝΙΚΗ ΠΟΛΗ

Θα ήθελα μια πόλη με διάφανα σπίτια.

Να μπαίνει ο ήλιος το πρωί,

Να φωτίζουν οι κάμαρες τους δρόμους τη νύχτα.

Μέσα απ’ τους τοίχους να κοιτάμε τους κήπους,

Τα λουλούδια, τα σύννεφα και τα πουλιά.

Θα μπορούσα να χαζεύω τον κόσμο,

Να χαιρετάω τους περαστικούς.

Θα φορούσα πάντα τα καλά μου.

Σπίτι τακτοποιημένο και καθαρό.

Σαν να περιμένω επισκέψεις, πάντα με το χαμόγελο.

Σαν είναι κάθε μέρα γιορτή.

Θα ήθελα μια πόλη με πόρτες και παράθυρα ανοιχτά,

Τηλεόραση κλειστή, ραδιόφωνο και μουσική να παίζει.

Συντονισμένοι σ’ έναν χορό οι απέναντι,

Γυμναστική το πρωί με τους δίπλα

Και το βράδι έναν νεύμα στον γείτονα για καληνύχτα.

Θα ήθελα μια πόλη μέσα της να είμαι ορατός

Λιγότερο διάφανος, λιγότερο μόνος, ζωντανός.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.