‘’Ο ποιητής ένα κενό’’*
Ο γνωστός ζωγράφος, χαράκτης και ποιητής Γιάννης Στεφανάκις, εκθέτει στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων [16/1 έως και 16/2/2025] πάνω από 100 χαρακτικά σε διάφορες ενότητες, εμπνευσμένα από την ποίηση, την λογοτεχνία, την κλιματική αλλαγή, την περιβαλλοντολογική καταστροφή… Αντιφουτουριστικές ξυλογραφίες, χαλκογραφίες, λινογραφίες, μονοτυπίες και μονότυπα με θέμα τη λανθασμένη πορεία της ανθρωπότητας, τις δραματικές δομικές αλλαγές του πολιτισμού και την αλλόγιστη εκβιομηχάνιση, ευαισθητοποιούν και προβληματίζουν τη συνείδηση του ανύποπτου θεωρού. Το σκεπτικό του καλλιτέχνη ενεργοποιεί το νευρικό σύστημα των έργων και τα μεταλλάσσει σε καθρέφτη εκπομπής σημάτων κινδύνου.
Ο δημιουργός, συνομιλώντας με τον Μιχάλη Κατσαρό αναπτύσσει εικαστικές αλληγορίες για την ερημοποίηση του πλανήτη, απεικονίζει σε μια σειρά έργων την οπτική του για την Αποκάλυψη του Ιωάννη και με 33 λινογραφίες- ασπρόμαυρες σκηνές από το μέλλον, συσχετισμένες με αντίστοιχα διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων για την κλιματική αλλαγή, επιτυγχάνει ν’ αποτυπώσει τη νοσταλγία και την οδύνη που αντικαθιστά πλέον κάθε ξεχασμένο, πολύχρωμο συναίσθημα.
Ερευνητικός, απογυμνωτικός, αγχωτικός, υπαρξιακός, απορροφητικός, εταστικός και όχι εκστατικός ο Γιάννης Στεφανάκις, μας προσφέρει το ενστικτώδες, συμβολικό του τοιχογράφημα, ερμηνεύοντας με δραματικό τρόπο την παρεκλίνουσα σύγχρονη ζωή.
Το πνεύμα, η ύλη και ο χρόνος που τελειώνει. Ο Στεφανάκις δεν χωρίζει το πνεύμα από την ύλη· μας δείχνει τη σκληρή, την τραγική παρουσία του χρόνου σαν ληγμένη προθεσμία, την αποτυπώνει σαν ροή και μαζί σαν ακινησία που φθείρει ανεπανόρθωτα, σαν φάσμα που ζει και σαν ζωή που είναι φάσμα.
«…Τι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;» λέει ο Σεφέρης, «τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δένδρων;» [Raven]
«Τι θυμούνται οι ζωντανοί», φαίνεται να ρωτάει ο Στεφανάκις, «πάνω στις ρίζες των κομμένων δένδρων;»
Αστραπιαίες και λειψές -λόγω του εμφανούς κενού- υποβλητικές εικόνες, σχηματίζουν με ενάργεια μαντικής γλώσσας την απόλυτη ανομοιότητα των δραματικών αργοκίνητων ωρών. Συμπυκνωμένες εκφράσεις του ανατριχιαστικού, άμεσου μέλλοντος, στη θολούρα μιας αμφίβολης, μουντής αυγής, σχηματίζονται με την δύσκολη και πολύπλοκη τεχνική της χαρακτικής. Εικαστικές σφήνες Αποκαλυπτικού λόγου, χαραγμένες ανάμεσα σε πλατιά στρώματα δραματικών σιωπών ή αποσιωπήσεων. Δεν χρειάζονται πολλά για να επικοινωνήσει κανείς με τα έργα του Στεφανάκι. Φτάνει μια γκραβούρα με λίγες γραμμές, σαν ψιθύρισμα σκοτεινού πενταγράμμου, σαν ρέκβιεμ, για να αφουγκραστείς το τρίξιμο των ρωγμών του τρίπτυχου ‘’Σύμπαν, Τέχνη, Άνθρωπος’’.
Σχεδιάζει με τη σμίλη του την επιφάνεια που έχει το χώμα, το νερό, τη βλάστηση, τη θάλασσα, που δέχεται τον ήλιο, τη βροχή, που σκεπάζεται από τον ουρανό, που σχηματίζει, τελικά, το χώρο μέσα στον οποίο προβάλλει και λειτουργεί η ανθρώπινη ύπαρξη:
«Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο», διατείνεται πάλι ο Σεφέρης, «άπληστος σαν το χόρτο,-ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν -σαν έρθει το θέρος- προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια του σ’ άλλο χωράφι…» [Τελευταίος σταθμός] Πάνω σ’ αυτήν την κάποτε σφύζουσα από ζωή επιφάνεια, τοποθετεί ερημικές πόλεις με πανύψηλα, ετοιμόρροπα κτήρια, κομμένους κορμούς και κάποια εναπομείναντα, μοναχικά όντα ενός κοντινού, δυστοπικού μέλλοντος. Στήνει γέφυρες ανάμεσα στο εξωτερικό ερέθισμα και τον εσωτερικό κόσμο, η τέχνη του είναι μια διαδικασία ενσυνείδησης και ενσυναίσθησης. Μέσα από τα ψυχαναλυτικό του έργο αναδύεται ο στοχαστής, ο αφηγητής, ο ευαίσθητος, ο ανήσυχος και περίεργος για τα φαινόμενα της εποχής μας άνθρωπος, που κρύβεται μέσα στον καθένα μας.
Σύνηθες γνώρισμα της δουλειάς του είναι ότι αυτή αναπτύσσεται με δύο αντικρυστές παρουσίες: Του μοναχικού, περιπλανώμενου ατόμου με το διαρκώς επιβαρυμένο περιβάλλον. Οι δρόμοι διαφυγής περιορίζονται δραματικά· ετοιμόρροπες, εγκαταλελειμμένες σκάλες με επίφοβα, σαθρά σκαλοπάτια, στέκουν αποκομμένες από τα ανώτερα στρώματα όπου εδρεύουν τα όνειρα. Ένα είδος μονόλογου-αντίλαλου εκτυλίσσεται, όπου ο ήχος επιστρέφει παραμορφωμένος και τρομακτικός σε αυτόν που κράζει απελπισμένα. Η νεκρή φύση παγώνει την ψυχή, η ζωή μικραίνει, ελαχιστοποιείται, σε μια δραματική πορεία προς τον αφανισμό. Ο σουρεαλισμόςεξελίσσεται σε εφιαλτικό ρεαλισμό.
Ο Στεφανάκις, σε μιαν απόλυτη αντίθεση με την εποχή του, σε μια βαθύτερη συννενόηση με τον ψυχικό κόσμο αλλά και σε απόλυτη εναρμόνιση με την ποίηση, προσφέρει τα έργα του γυμνά, αφαιρετικά, αναδεικνύοντας την μοναχική ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου. Στο πλατύ και αδιαπέραστο ρήγμα, στις αυξανόμενες αποστάσεις, έχει ν’ αντιπροβάλλει μόνο το αδιέξοδο βλέμμα. Η εξολοθρευστική εισβολή της τεχνολογίας, βουλιάζει την προστατευτική σκέπη των συναισθημάτων που μέσα τους αναχωνεύεται ο κοσμοπολιτισμός. Από το λεηλατημένο ύπαιθρο μέχρι την αστική πολιτεία, οι παράτολμες κι ολοένα ανανεούμενες μορφές του τεχνικού και βιομηχανικού πολιτισμού, ανα-παράγουν τις γεννεσιουργικές αιτίες της παρακμής του ανθρώπινου γένους. Σε μια παράξενη σύνθεση από αμετάβλητα και από ολοένα μεταβαλλόμενα στοιχεία, σε μια σκοτεινή συνεργασία γεννιούνται τα χαρακτικά του Στεφανάκι και, παρ’ όλο που ένα έργο τέχνης επιζεί χάρη στα αμετάβλητα στοιχεία που περιέχει και εκφράζει, ο δημιουργός ορίζει την αναγκαία, την επείγουσα αλλαγή, σαν την έσχατη ευκαιρία επιβίωσης της ανθρώπινης ψυχής.
Τα έργα του αποτελούν μια ψυχολογική ομοιοτυπία με την απόγνωση που αποπνέουν τα γλυπτά και οι πίνακες του Αλμπέρτο Τζακομέττι, μόνο που ο Στεφανάκις, παίρνοντας το παράδειγμα της άμεσης, ουσιαστικής, λακωνικής και σχεδόν κουβεντιαστής τεχνικής του Ελβετού Γλύπτη να απεικονίσει με τις εξαϋλωμένες φιγούρες του την ουσία της ανθρώπινης μορφής, επεκτείνει την πρωθόρμητη σμίλη του πέρα από την απεικόνιση του δυσβάσταχτου φορτίου του ανθρώπινου σώματος και τοποθετεί τον άνθρωπο στο περιθώριο ενός βαλλόμενου σύμπαντος, στο εδώλιο και τη διαπόμπευση ενός δικαστηρίου συνείδησης για το επονείδιστο της απώλειας ενός αναντικατάστατου μέρους του αισθητικού και ηθικού κάλλους του κόσμου μας. Αναζητάει το κρίσιμο εκείνο σημείο της διασταύρωσης και της αλληλοσυμπλοκής των στοιχείων των αρνητικών δυνάμεων: Αυταπάτες, ψευδαισθήσεις, φιλοδοξίες, μάταιες ομφαλοσκοπίες και τις επιδράσεις τους· τις επιδράσεις που αδυνατούν πια να απορροφηθούν και απορροφούν τον ίδιο τον homo sapiens και τη ζωή γύρω του.
Ο Στεφανάκις στέκεται σαν ένα βουβό πρόσωπο τραγωδίας μέσα στο ίδιο του το έργο.
Βιώνει τη δική του Νέκυια, περνάει τη δοκιμασία μιας καθόδου στον Άδη και την ανυπαρξία για να μιλήσει με τους χαμένους ίσκιους της ζωής. Πίσω από κάθε πλάσμα ζωντανό, βλέπει τη σκοτεινή του μοίρα. Το νόημα της τέχνης του αυστηρό, λιτό, γυμνό, μας κοιτάει με μάτια βαθιά, αινιγματικά και κάποτε μας τρυπάει τα σπλάχνα σαν ωδή χορού αρχαίου δράματος. Η δωρική τέχνη του Γιάννη Στεφανάκι σπαρταρά πιασμένη στα δίχτυα του χαλασμού, της επικείμενης καταστροφής, της διάψευσης, του θανάτου.
Φαίνεται να σπαρταρά παραδομένη, χωρίς αντίσταση πλέον. Και ίσως αυτό, η έλλειψη ελπίδας δηλαδή, να είναι το έσχατο, απελπισμένο μέσο για να εγερθούν οι συνειδήσεις.
*Γιώργος Σεφέρης- Ο βασιλιάς της Ασίνης