You are currently viewing Βασίλης Πανδής: Έλενα Κουρή, «Παρακαταθηκών Και Δανείων», εκδόσεις Κύμα, 2025. ISBN: 978-618-5378-78-3

Βασίλης Πανδής: Έλενα Κουρή, «Παρακαταθηκών Και Δανείων», εκδόσεις Κύμα, 2025. ISBN: 978-618-5378-78-3

Ήδη με την πρώτη λέξη του πρώτου ποιήματος στην πρώτη ποιητική συλλογή της η Έλενα Κουρή μάς κλείνει το μάτι και ξεκινάει με το ρήμα «ακολουθώ», σαν να μας λέει πως η αρχή δεν είναι η αρχή, ακολουθεί κι εκείνη κάτι άλλο, ίσως πίνει από μυστικές ρίζες. Και η ποιήτρια τι ακολουθεί; Ακολουθεί κελαηδισμούς πτηνών που γεννιούνται από την ένωση της φαντασίας και της πραγματικότητας, της ωραιότητας και του πένθους, στο άγονο δάσος της πόλης που γίνεται ένα «δάσος συμβόλων» (Μπωντλαίρ) ανάμεσα στο καθημερινό και το παντοτινό. Από το πρώτο ποίημα του βιβλίου:

 

«Ακολουθώ σε πόλη μπετόν

εξωτικές μελωδίες κίτρινων πουλιών

αρχικά μοιάζουν με καρδερίνες

περιφέρονται στην ατμόσφαιρα

εξασκούνται στις ρωγμές της φαντασίας

ακροβατούν στα σύννεφα

 

Στην πραγματικότητα

μια σκόνη συμπαγής από εξάτμιση

πενθούντος τροχοφόρου είναι

μελετά τις αντοχές μου

στο θόρυβο

στο εύχρηστο καλώδιο»

(«Καρδερίνες», σ. 7).

 

Η ποιήτρια συλλέγει «ό,τι περισσεύει», φερειπείν τον ήλιο, για να μας θυμίσει ότι το σύμβολο δεν είναι απλώς μία προς «διαχείρισιν» αναπαράσταση, όπως το θέλει η φράση του συρμού. Αλλ’ αντιθέτως, το σύμβολο είναι μία ζωντανή πραγματικότητα που με τον δικό της υπερβατικό τρόπο οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή σε αυτήν τούτην την πηγή του αρχέγονου δυναμισμού της, βεβαίως με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ο συνειδητός νους τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως θεωρεί ως παράδοξα ή και αντιφατικά. Έτσι, η Έλενα Κουρή δίνει φωνή στο πρωταρχικό υλικό της ποίησης, το όνειρο, κι ακόμα, τραγουδάει για τα πραγματικά, για τα φυλακισμένα στα σπίτια των ανθρώπων ωδικά πτηνά. Η συνέχεια του πρώτου ποιήματος:

 

«Στη γη των ονείρων

ο ήλιος περισσεύει

ό,τι περισσεύει εγώ θα το πάρω

κι αφού ακόμα και οι καρδερίνες

αποδείχθηκαν κοινές

μόνο το όνειρο

θα μπορεί στο εξής να τραγουδά

τόσο μελωδικά

 

Τις αυθεντικές έμαθα

τις κρατούν φυλακισμένες

στα κλουβιά του τρίτου ορόφου

Σταδίου και Βουκουρεστίου γωνία»

(στο ίδιο).

 

Λοιπόν ναι, τα σύνεργα του εφιάλτη είναι τα σύνεργα της πραγματικότητας, αλλά τα ίδια είναι και τα σύνεργα της τέχνης, που συνδέει, νοηματοδοτεί, ζωοποιεί και ανακαλύπτει την συνέχεια, πότε καλύπτοντας και πότε αποκαλύπτοντας τα χάσματα που άφησε πίσω του ο πόνος της ύπαρξης, και που μπορούν να γίνουν έσοπτρα.

 

Καθόλου τυχαία, στο αμέσως επόμενο ποίημα «Γιαννούλης Χαλεπάς» (σ. 8), σπάζοντας την ακινησία και την σιωπή του απογεύματος, ο Γιαννούλης Χαλεπάς βγαίνει μέσ’ από την «Μήδειά» του, ίδιος θεός, ένας «νέος Προμηθέας» (θα έλεγε η Μαίρη Σέλλεϋ), για να δώσει ζωή στα δικά του ατελή πλάσματα, που όμως θα τον συγχωρήσουν:

 

«με βρήκα να ζω σαν το γλυπτό

μάρμαρο σπασμένο στα χέρια του εγώ

με γέμισε κύτταρα

μου πέρασε το σαγόνι

μου χτύπησε λάθος το μάτι το καλό

μα εγώ τον συγχωρώ

και στο στόμα τον φιλώ

αυτόν που μοιάζει με θεό».

 

Και στο αντικρινό ποίημα, στις «Φασκιές» (σ. 9), τα μυθικά σύμβολα —ο Προκρούστης, η Λερναία Ύδρα, πτηνά που θα επιβουλεύονταν το διαθέσιμο συκώτι του πρώτου τυχόντος Προμηθέα— παραμένουν ζωντανά και πεινασμένα, και η Κουρή γράφει:

 

«Η κούνια που με κούναγε

δε με βαστά άλλο

γι’ αυτό τα λέω όπως είναι

γεννάω μικρά δεινοσαυράκια

με αναθρέφουν εκείνα».

 

Κι άλλες, διάφορες μυθολογικές μορφές ζωντανεύουν στις σελίδες του βιβλίου. Nερτέριες θεότητες, αδυσώπητοι διώκτες των θνητών, όπως η Ερινύα και ο Κέρβερος («Παλαιός», σ. 14). Όμως, συναντάμε και τους αδικοσκοτωμένους: την Κασσάνδρα και τα παιδιά της Μήδειας, αυτά ήδη νεκρά, να «εκκρεμούν πάνω στα ράφια» («Απογευματινό», σ. 58). Όμως, μέσα στ’ όνειρο που βλέπει η ίδια η νύχτα, ζωντανεύουν και οι «μεθυσμένες Βάκχες» και οι «ζωηρές Αρτέμιδες, που ανασταίνονται σαν καίγονται» («Οράματα τελεσίδικα», σ. 15), μορφές αρχετυπικά ηδονικές και απόμακρες, σύμβολα της αναγέννησης, που συχνά έσπερναν τον θάνατο (πρβλ. «The winter», σ. 38, και «Ελάτη», σ. 49). Άλλωστε, η τραγωδία είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή, και μάλλον δεν το έχει καθόλου δύσκολο να παίρνει τις διαστάσεις μιας «Ορέστειας» (σ. 11):

 

«Παίρνω συχνά μέρος σε μια Ορέστεια

το κεφάλι μου φορτωμένο

με μία τύψη

με μία δολοφονία

μία Ερινύα με κατατρέχει

 

Με κυνηγούν μωρά

με αιχμηρά δόντια

και μαχαίρια στα χέρια».

 

Ο κόσμος είναι ακόμα η Βαβέλ (εβραϊστί η «Σύγχυσις»), που δεν παύει να γεννάει καινούργιες γλώσσες, όργανα που μέσα στην ανάγκη της εγγύτητας πιστοποιούν την απόσταση, όπως διαπιστώνουμε στο ποίημα «Ενδόρρηξη» (σ. 44):

 

«Η νέα μου γλώσσα

της Βαβέλ

οξειδωμένη

με ραγίζει από μέσα».

 

Χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου, γυρεύει αποδιοπομπαίους τράγους και εκατόμβες. Ο άνθρωπος παραμένει το πεπρωμένο θύμα του ανθρώπου, αφού ένας άνθρωπος εξακολουθεί να μπορεί να ορίζει το σώμα ενός άλλου ανθρώπου, και η ποίηση επιστρέφει το όνομά τους και το βάρος τους στα πράγματα:

 

«Παίρνω αυτό το σχήμα

θύματος εκατόμβης

διπλωμένη πάνω σε μάρμαρο

μέσα σε παχύ στρώμα λίπους

να μετράω γέννες

σαν ζώο

 

Να περνάν τα πλήθη

να αποστρέφουν το βλέμμα

να λένε εμένα θηριωδία

πως έπραξα τάχα το ανορθόδοξο

ζω χάρη στη συμπόνια τους

πως είμαι λένε ένα σφαχτό

τίποτα άλλο δεν είμαι

 

Το μαχαίρι

το κρατάνε στο θηκάρι

δεν με θυσιάζουν

γιατί είναι λένε με τον θεό»

(«Εκατόμβη», σ. 16).

 

Σ’ αυτόν τον κόσμο τον απαρασάλευτα μεταιχμιακό, πρέπει να δώσει όνομα και βάρος στα πράγματα η ποίηση, πρέπει να πει την αλήθεια που θα της χρεωθεί:

 

«Είμαι ένοχη

κάθε μέρα όλο και πιο ένοχη

έχω διαπράξει δεκάδες εγκλήματα

τις ώρες που εσύ ρητορεύεις

τις ώρες που συναρμολογείς καινούργια καθεστώτα

εγώ σαλπίζω το άγγελμα του θανάτου», γράφει η Κουρή στο ποίημα «Γιατί.» (σ. 21).

 

Στο «Κόκκινο Βιβλίο» του, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ περιγράφει πώς δύο σύμβολα του είπαν «Δεν είμαστε σύμβολα. Είμαστε πραγματικοί» (Reader’s edition, σ. 176), και ίσως αυτή να είναι η πρώτη αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε για τα σύμβολα. Πολλώ δε μάλλον στην εποχή της απόλυτης αποϊεροποίησης, στην εποχή όπου τείνει να επικρατήσει η «θρησκεία» του καταναλωτισμού, η μόνη που δεν επιτρέπει την ανάσταση των συμβόλων και τα θέλει εσαεί νεκροζώντανα, το πολύ ως εμπορικά σήματα ή τόσο το χειρότερο: συμπτώματα νόσων που δεν αναγνωρίζουμε και που δεν ξέρουμε πώς να γιατρέψουμε.

 

«Κι αναρωτιόμαστε δήθεν

τί να συμβαίνει στον κόσμο τούτο·

τίποτα, συμβαίνει η μνήμη», διαβάζουμε στο ποίημα «Αναδυθήκαμε» (σ. 63), που ανακαλεί την συντελούμενη κλιματική καταστροφή και τα τοπία της.

 

Κι εδώ κάτω, στον κόσμο των δανείων και των παρακαταθηκών, του ενεχυριασμένου χρόνου και των ανώφελων θυσιών (βλ. «Έλασσον», σ. 61), φαίνεται πως ακόμα και το ιλαρόν φως —που προφανώς παραπέμπει στον αρχαίο επιλύχνιο ύμνο από την Ακολουθία του Εσπερινού— «κινείται προς το πουθενά» και «φυτεμένο είναι / συνθετικό κυπαρίσσι / του μέλλοντος» («Θνησιγενές», σ. 28).

 

Κατά τα άλλα, είπαμε, λίγα έχουν αλλάξει εδώ τριγύρω. Οι έμποροι δεν έφυγαν ποτέ από τον ναό, το πλήθος περιμένει πάντοτε τους μελλοθάνατους, και πάλι πρέπει να περπατήσουμε πλάι στον τόσο οικείο ξένο, τον πάντοτε προδομένο Νυμφίο:

 

«σκέφτηκα πως φιλώντας το πάθος

φιλώντας το κάλλος

περπατώ με τον προδομένο την πόλη»

(«Πένθος», σ. 50).

 

Φυσικά την αίσθηση της ιερότητας αποκαθιστά ο έρωτας, η δύναμη της ζωής και της τέχνης:

 

«Πάνω απ’ όλα είσαι εσύ

εσύ τα ρούχα που φοράς

τα πήρες δανεικά

 

Μια τρύπια νύχτα

το μελάνι των άστρων έσταζε

χωρίς σταματημό

άργιλο και χρώμα χρυσό

το περίεργο πλάσμα με το τεφτέρι στο χέρι

κατέγραφε ρήτρες ζωής

βρήκε να σου χρωστώ μία

μία χαραγμένη θύελλα στην πλάτη

στο πρώτο φως του Απρίλη

τη σημείωσε

έργο τέχνης»

(«Εσύ», σ. 23).

 

Και η ποίηση εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται στον θάνατο και να (δια)δηλώνει το δικαίωμά της:

 

«Καταχωρίστε με

στα Σάββατα των Λαζάρων

με ρούχο τριμμένο

υπόδημα φθαρμένο

κι ένα δικαίωμα

 

Εγέρθητι εκ νεκρών»

(«Δήλωση», σ. 10).

 

Το καθήκον της ποίησης στην εποχή μας είναι το ίδιο με όλων των άλλων εποχών, να μην μας αφήσει να λησμονήσουμε τι είναι ανθρώπινο, να μην αφήσει την ψυχή να παραδοθεί στην θηριωδία, να μας δείξει τον δρόμο της υποκειμενικής εμπειρίας που οδηγεί στην κοινή (αλλά τόσο κακοπαθημένη) αλήθεια. Και η Έλενα Κουρή στην συλλογή «Παρακαταθηκών Και Δανείων» κάνει ακριβώς αυτό, με ειλικρίνεια, τολμηρότητα και πάθος, με σπαραγμό και χιούμορ.

 

 

Βασίλης Πανδής

This Post Has One Comment

  1. Βασίλης Πανδής

    Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Κέρκυρα, στο Βιβλιοπωλείο Πλους, τις 6/10/2025.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.