«Υπάρχουν μέσα στις ζωές μας κάτι μικροδιαστήματα, κάτι ρωγμές του χρόνου, που οι ψυχές μας τριγυρνούν καλοντυμένες, όμορφες κι αμέριμνες. Και φωτεινές! Κάτι μικροδιαστήματα lux, με την λαϊκή έννοια. Πολυτελείας. Όλοι μας το έχουμε νιώσει αυτό. Αυτά τα διαστήματα τα δημοτικά μας τραγούδια τα αποκαλούν “ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωί”. Βρίσκονται πάντα, όπως βλέπουμε, στην καρδιά της εβδομαδιαίας σχόλης ή της σχόλης γενικά. Στα διαστήματα αυτά της ομορφιάς και αμεριμνησίας που τα διαπερνάει η χαρά της ύπαρξης, μπορεί να μας συμβούν πράγματα τρομερά και θαυμαστά. Μπορεί να ερωτευτείς μια όμορφη που βγήκε στο παράθυρο ή να σε κατασπαράξει ένας καρχαρίας» (σ. 44).
Έτσι ξεκινάει το διήγημα της Μαρίας Καμονάχου με τίτλο «Καλό Σαββατοκύριακο!», στην συλλογή Ω-ρολογιέται (εκδόσεις Φιλύρα, 2024), και είναι φανερό πως μέσα σε αυτές τις «ρωγμές του χρόνου» κοιτάζει η συγγραφέας, όχι για να γίνει παραδοξογράφος, αλλά επειδή η γραφή της θητεύει σε αυτήν την ρέμβη η οποία γίνεται παρατήρηση – παρατήρηση των λεπτομερειών που συνυφαίνουν το υλικό της ζωής. Η Καμονάχου ανήκει στους συγγραφείς οι οποίοι θητεύουν στην σιωπή που γίνεται μία μορφή τεταμένης παρουσίας μέσα στον κόσμο. Πάλι με τα δικά της λόγια, από το διήγημα «Το meta-φυσικό κοπάδι»:
«Ακουστικός όμως με την έννοια της σιωπής, που στην τοπική μας γλώσσα εκφράζεται με την ωραία λέξη ω-ρολογιέμαι. “Ω-ρολογιέμαι”. Ακινητώ, κάθομαι κι ακούω το γλυκό κελάρυσμα των Ωρών, του Χρόνου, που κυλάει επ’ άπειρον. Όχι όμως χάντρα τη χάντρα όπως στο κομπολόι ούτε σταγόνα τη σταγόνα όπως στην κλεψύδρα. Αφήνοντας τον χρόνο να με διαπεράσει, γίνομαι Χρόνος κι εγώ ο ίδιος, λιώνω» (σσ. 34-35).
Έτσι, καθόλου παράξενο δεν μας φαίνεται –και δεν είναι!–
στις σελίδες αυτού του βιβλίου μία τυφλή πωλήτρια τριζονιών από την Κίνα και ένας Κερκυραίος κλέφτης καναρινιών ξάφνου να βρίσκονται μαζί, και μάλιστα μέσα στο ξενύχτι τους να συζητούν για τον Σύλλογο που ζητά να κηρυχτεί η νύχτα άυλη πολιτιστική κληρονομιά ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τον έναστρο ουρανό. Ή μία καρυδιά να κλέβει τον ύπνο των ανθρώπων για να τον πάει στον Κάτω Κόσμο. Ή μία ηλικιωμένη κυρία να ξυπνάει με σουσάμι στο μάγουλό της επειδή ονειρευόταν οληνύχτα πως βρισκόταν πάνω σε ένα τεράστιο ψωμί που ονομαζόταν Αλχάγια (ζωή, στα αραβικά). Ή η ξεπατικωμένη πάνω στον σοβά ενός τοίχου λύρα του Ορφέα κάποτε να ηχεί μόνη της, και όταν η ηρωίδα του συγκεκριμένου διηγήματος γυρίζει προς την πλευρά του τοίχου αυτού, η μουσική να σταματάει, όπως και ο ίδιος ο Ορφέας έχασε την Ευρυδίκη του γυρίζοντας για να την κοιτάξει όταν την ανέβαζε και πάλι στον απάνω κόσμο.
Και μολονότι ίσως ασυνήθιστο για μία συλλογή διηγημάτων, ούτε παράξενο ούτε τυχαίο είναι πως οι χαρακτήρες των ιστοριών αυτού τού βιβλίου πηγαινοέρχονται από τις σελίδες του ενός διηγήματος στις σελίδες του άλλου. Ας πούμε: ένα όνομα που αναφέρεται εν παρόδω σε μία συζήτηση στο ένα διήγημα, λίγες σελίδες παρακάτω, σε ένα άλλο διήγημα βρίσκεται κάτω από το μικροσκόπιο –ή τον προβολέα;– της συγγραφέως έτσι ώστε φαίνεται οι ίδιοι οι χαρακτήρες να ζητούν τον χώρο, τον χρόνο, το πεπρωμένο τους: είναι τόσο παράδοξα πραγματικοί ώστε ναι, φαίνεται να διεκδικούν την ύπαρξη.
Στο βιβλίο αυτό, η μοίρα και οι μοίρες συμπλέκονται. Το πεπρωμένο γίνεται γεωγραφία και η γεωγραφία γίνεται πεπρωμένο· τα ανθρώπινα βήματα και οι χτύποι των ρολογιών συντονίζονται αξεχώριστα, αφού αποδεικνύεται πως και ο χρόνος είναι ακόμα μία διάσταση του χώρου· αφού τα πάντα υπάρχουν ήδη εδώ. Τα πάντα παραμένουν, αλλάζοντας διαρκώς μορφές. Μετουσιώνονται. Και μάλλον μέσα στην διαδικασία της μετουσίωσης εναπόκειται καθαυτό το αίνιγμα των πραγμάτων, το αίνιγμα που γίνεται ταυτόσημο με την ίδια του την λύση, ακριβώς για να μην παραδώσει την ζωή στον αταβισμό.
Οι χαρακτήρες της Καμονάχου τα γνωρίζουν όλα αυτά. Ή ακόμα κι αν δεν τα συνειδητοποιούν, τα βιώνουν. Φερειπείν, κάπως έτσι, φαντάζομαι, η πρωταγωνίστρια του διηγήματος «Τα ημερολόγια της μητέρας μου» φτάνει να λέει στον μονόλογό της: «Ξεχνώντας ότι η μητέρα μου είναι πεθαμένη εδώ και εφτά χρόνια, θυμήθηκα ότι έπρεπε να της αγοράσω οπωσδήποτε το ημερολόγιο» (σ. 120, υπογράμμιση δική μας). Και κάπως έτσι ένας Αιγύπτιος Φαραώ στέλνει το ανήκουστο και ανίδωτο «τείχος της ευτυχίας» στην μακρινή Δανιμαρκία, προσφορά προς το μουσείο που φτιάχτηκε εκεί για να στεγάσει όλα τα είδη ευτυχίας. Κάπως έτσι ο Διογένης, άτυπος γραμματέας της Ναυτικής Επιτροπής, δεν βάζει σκοπό του να γυρέψει «τον άνθρωπο» (όπως ο συνώνυμός του Κυνικός) αλλά το κατάλληλο επιτάφιο επίγραμμα για έναν ξεχασμένο Βρετανό ναυαγό. Και ομοίως, η ανάγκη ενός βραδύγλωσσου για την βλασφημία μπορεί να οδηγήσει σε έναν στοχασμό επάνω στην φύση και το νόημα της ευδοκίας. Ένας μάστορας (αρχετυπικός τεχνίτης-καλλιτέχνης;) μπορεί να τοιχιστεί μέσα στο σπίτι που συμμόρφωσε, ίσως για να γίνει ο ίδιος το σπίτι, αν όχι το άφαντο στοιχειό του. Κι ένα λεωφορείο μπορεί να σβήνει όλα τα φώτα του, περνώντας μπροστά από μία γυναίκα, απαντώντας ειδικά στο δικό της πένθος. Και μία ποιήτρια μπορεί να μην έχει γράψει ποτέ της ποιήματα.
Η αρχιτεκτονική των διηγημάτων της Μαρίας Καμονάχου –με την πυκνή συνύφανση των πραγματικοτήτων τους– είναι το πλέον αναγνωρίσιμο κατορθωμένο χαρακτηριστικό τους. Είναι γεγονός πως η Καμονάχου γράφει διηγήματα σαν να χτίζει λαβυρίνθους –προσπελαστούς μεν, λαβυρίνθους δε– οι οποίοι συχνότατα στο κέντρο τους αντί για έναν Μινώταυρο κρύβουν τον Τραγέλαφο. Μολοντούτο στο Ω-ρολογιέται η συγγραφέας αποδεικνύει πως έχει προχωρήσει με επιτυχία και σε άλλα αρχιτεκτονικά σχέδια, παρουσιάζοντάς μας έναν Πύργο της Βαβέλ, χτισμένο πολύ μετά την «σύγχυσιν» των γλωσσών, έναν πύργο της Βαβέλ που δεν φιλοδοξεί να τείνει προς την ουράνια κατάφαση ή άρνηση μιας απάντησης, αλλά που θέλει να είναι η καίρια ερώτηση.
