You are currently viewing Ζαφειρούλα Καλανδράνη Παλαπουγιούκ: Ο Βάλτος

Ζαφειρούλα Καλανδράνη Παλαπουγιούκ: Ο Βάλτος

Ένα σιγανό κλάμα ακούστηκε μέσα στον βάλτο. Στην αρχή σαν ψίθυρος, μετά αναφιλητά.

Ο κυρ-Νικόλας είχε στήσει καρτέρι από τα χαράματα για τις αγριόπαπιες. Αφουγκραζόταν κάθε θόρυβο ανάμεσα στα βούρλα και τις καλαμιές. Κι όμως, δεν άκουσε το πνιχτό ήχο όταν κάτι βαρύ έπεσε στη λάσπη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν της  φαντασία του, ήξερε όμως ότι ο βάλτος κατάπινε και τα ανεπιθύμητα εξώγαμα.

Αυτό που άκουγε τώρα δεν ήταν κλάμα βυζανιάρικου, ήταν παιδιού. Άφησε το όπλο κατάχαμα και έτρεξε  προς την πηγή των αναφιλητών.

Ο βάλτος του ήταν γνώριμος. Μόνο ένα μέρος δεν πλησίαζε, τον λάκκο με τα βογγητά. Μια φορά, που πέρασε από εκεί, η θέα της λάσπης του προκαλούσε ανατριχίλα.

Με τον φακό στο χέρι φώτιζε κάθε πιθαμή. Κάτι κινήθηκε στην άκρη του λάκκου, ανάμεσα στις καλαμιές. Ένα παιδί πάλευε να πιαστεί, τα μικρά, παγωμένα δάχτυλα γλιστρούσαν, χάραζαν αυλάκια  που το παρέσερναν προς τα πίσω.

Όταν ο κυρ-Νικόλας έφτασε, είδε μόνο ένα χέρι απλωμένο προς τον ουρανό. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το τράβηξε έξω. Η λάσπη είχε μπει παντού, στα ρουθούνια, στο στόμα, ως τον λαιμό. Το γύρισε ανάσκελα, το χτύπησε στην πλάτη, η λάσπη βγήκε με συριγμό. Το σκούπισε με το μανίκι, το πήρε στα χέρια και κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα.

Την άλλη μέρα,  πήγε στο χωριό σχεδόν μεσημέρι. Κάθε φορά που ήθελε να βρέξει το λαρύγγι του με μια κούπα κρασί, καθόταν μόνος σε μια γωνιά. Θυμόταν τον εαυτό του παιδί, να γυρνά από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας τη μάνα του ή ένα κομμάτι ψωμί για να χορτάσει. Μέχρι που τον μάζεψε ο κουτσός, όταν τον είδε να κατεβαίνει στον βάλτο. Ίσως εκείνος να σκέφτηκε ότι θα χαθεί στον βούρκο.

Στο καφενείο άκουγε τις κουβέντες των θαμώνων. Κανένας δεν μιλούσε για το χαμένο παιδί. Ώσπου άκουσε τον καφετζή, τον Ανέστη να ρωτά έναν χωριανό:
«Τι κάνει ο Σωτηράκης, Παντελή;»
«Σκάνταλο παιδί. Τον έστειλα στα Γιάννενα στους θείους της Λενιώς.»

Όταν έφυγε ο Παντελής ,κυρ-Νικόλας ρώτησε αδιάφορα:
«Κι η μάνα του;»
« Η Λενιώ; Πέθανε στη γέννα. Άφησε ορφανό το δόλιο. Κι αυτός, λες κι έχασε ζώο, σπίτωσε άλλη πριν σαραντίσει η γυναίκα του. Τώρα ετοιμάζεται για παντρειές. Εγώ λυπάμαι το παιδί… Άσχημη ζωή με την Αργυρώ μητριά.»

Ο κυρ-Νικόλας κούνησε το κεφάλι.
«Μα είπε πως τον έστειλε στα Γιάννενα.»
«Ε και; Ποιος θέλει να ταΐσει ένα στόμα παραπάνω; Κάποια στιγμή θα του τον στείλουνε πεσκέσι.»

Γύρισε στην καλύβα του, εκεί που τα λασπόνερα ενώνονταν με το καθάριο αλμυρό νερό. Κατά μήκος της ακτής, διάσπαρτα βράχια, λες και προστάτευαν το βάλτο από τα αφρισμένα κύματα. Κάποτε επιθυμούσε να είχε δική του οικογένεια· μα ποια θα κοίταζε έναν άνθρωπο του βάλτου; Μοναχικό, δίχως ρίζες. Που ζούσε ανάμεσα στα βούρλα και τις καλαμιές.

«Τι δουλειά έχω εγώ με ξένο παιδί;» μουρμούριζε κάθε φορά που οι αρρώστιες του μικρού τον δυσκόλευαν.
Όμως, όταν τον έβλεπε να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, του έδινε χαρά, ζωή, και μετάνιωνε για κάθε σκέψη του.

Όταν ο Σωτηράκης πάτησε τα έξι, άρχισε να τον παίρνει μαζί του στο κυνήγι. Κρατούσε κρυφή την παρουσία του στο βάλτο, για σχολείο ούτε λόγος. Άσε που το χωριό ήταν δύο ώρες δρόμος.

Εκείνο το χάραμα, το ολόγιομο φεγγάρι δεν έλεγε να δύσει. Φώτιζε τα πάντα στον βάλτο. Ο Σωτηράκης κοιμόταν στα πόδια του κι εκείνος περίμενε να ξημερώσει για να χτυπήσει το πρώτο θήραμα. Ένα κλαδί έσπασε, μια σκιά κινήθηκε προς το λάκκο. Μια γυναικεία φιγούρα, σκεπασμένη ως το κεφάλι, κρατούσε ένα τσουβάλι και το πέταξε στον λάκκο.

Σηκώθηκε φωνάζοντας, έτρεξε, αλλά δεν την πρόλαβε. Πρόλαβε όμως το τσουβάλι πριν η λάσπη το καταπιεί.

Την άλλη μέρα κατέβηκε στο χωριό με το λασπωμένο τσουβάλι. Κάθισε στο καφενείο και φώναξε τον Ανέστη:
«Άκουσες για τίποτα γεννητούρια;»
«Ναι, γέννησε η Αργυρώ του Παντελή, μα το μωρό πέθανε…»

 

ΖΠ

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.