Κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χαμόκλαδα και της τράβηξε την προσοχή. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ένα γυαλί από κάποιο σπασμένο μπουκάλι αναψυκτικού. Όταν όμως το έπιασε στα χέρια της, είδε πως ήταν ένας μπλε βόλος. Τον κράτησε με τον αντίχειρα και τον δείχτη της, σαν να ήταν μια χρυσή λίρα και τέντωσε το χέρι της προς τον ήλιο.
Ο βόλος, γυάλιζε παράξενα, διέφερε από αυτούς που είχε στην τσάντα της. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου εισχώρησαν μέσα του, αποκαλύπτοντας μια σειρά από μπλε χρώματα που δεν είχε ξαναδεί. Ένα γλυκό πράσινο είχε σχηματιστεί από το φως. Βαθύτερα υπήρχε το μπλε στο χρώμα του ουρανού, που χωριζόταν από σκούρες γραμμές πρωσικού μπλε, σαν ιστός αράχνης. Πιο βαθιά υπήρχε ένα άλλο μπλε, πιο σκούρο, που της θύμιζε το βυθό της θάλασσας. Στο κέντρο του βόλου σχηματιζόταν ένα αστέρι μπλε σκούρο, στο χρώμα της νύχτας.
Τα μάτια της καρφώθηκαν στο αστέρι. Οι ακτίνες του ήλιου συνέχισαν να αναλύουν το γυαλί, αλλάζοντάς κάθε στιγμή τα χρώματά του. Της φάνηκε πως έπλεε σε απύθμενους βυθούς, πως ανέβαινε κάθε τόσο στην επιφάνεια και πάλι χανόταν μέσα στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Ήταν σαν να κρατούσε στα χέρια της έναν μικρό κόσμο.
Τον έσφιξε στην χούφτα της για λίγο κι ένιωσε τη δροσιά της θάλασσας όπως όταν, παιδί ακόμα, βουτούσε στα γαλάζια νερά της. Ύστερα τον έβαλε κι αυτόν, μαζί με τους υπόλοιπους στον πάτο της τσάντας της.
Ζαφειρούλα Παλαπουγιούκ
