Nόστος ἄνοστος
Τελικὰ ἡ μέρα τοῦ νόστου
ἦταν χωρὶς διάνθους ἐρυθροὺς
καὶ ζουμεροὺς διόσπυρους
καὶ στεφάνια μύρτου
κσι νάρδον και ἔλαιον ἴρινον
-ποῦ οἱ μέρες ἐκεῖνες στὸ πέλαγος
καὶ τὰ ὄνειρα στὸ πανὶ τ’ ἀτελείωτα
Τώρα μόνο ἡ μπόχα τῶν χοίρων
τὸν προϋπάντησε
κι ὁ ἀμήχανος Εὔμαιος
νὰ δεῖ ξαφνικὰ τὸν ἀφέντη του
δίχως καράβια καὶ συντρόφους
καὶ μαλάματα…
Μονομιᾶς γύρισαν στὸ νοῦ του
οἱ γαληνοὶ Λωροφάγοι,
τὰ πλάνα μάτια τῆς Κίρκης,
ἡ θηλυκιὰ Ὠγυγία…
Ἐδῶ, κατὰ ποὺ τοῦ ’πὲ ὁ γέροντας,
μονάχα ἡ Πηνελόπη
μὲ τὰ πανιασμένα της ὄνειρα,
καὶ τὰ φάσγανα τῶν μνηστήρων
χάλκεα, λάμποντα τὸν περίμεναν.
Νὰ πιάσει πάλι πηλοφόρι κα μυστρί
γιὰ τὸ βασίλειο,
τώρα ποὺ οἱ θάλασσες
τοῦ ρήμαξαν τὶς κλείδωσες
καὶ δὲν κατέχει ἄν δύνεται
τὴν νευρὰ στὸ δοξάρι να κλειδώσει;
Τὶς ἀδικιές σας, ὦ θεοί,
νὰ σᾶς πλερώσει ἡ Ἀνάγκη.