1) Το ρυάκι και οι δυο όμορφες καβαλάρισσες.
2) Η γενναία πράξη του Σκαιόλα.
1) Πρόκειται για ένα από τα πιο ωραία και πιο γνωστά επεισόδια στην περίφημη αυτοβιογραφία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, που επιγράφεται Εξομολογήσεις ( Confessions). Στο νησί του Αγίου Πέτρου, στη λίμνη Μπιεν της Ελβετίας, το μοναδικό κτίσμα που υπάρχει και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο είναι η αγροικία όπου έζησε ο συγγραφέας του Αιμίλιου, με τη χαρακτηριστική της καμινάδα, την πελώρια κεραμοσκεπή και τα πολλά μικρά παράθυρα. Στο δωμάτιο του Ρουσσώ με τα λίγα έπιπλα της εποχής του υπάρχουν και δυο χαλκογραφίες στον τοίχο. Στη μία απ’ αυτές εικονίζονται δυο ωραίες καβαλάρισσες και ένας νεαρός που τους μιλάει, κρατώντας τα γκέμια του ενός αλόγου. Στον επισκέπτη που έχει διαβάσει τις Εξομολογήσεις αυτή η χαλκογραφία θυμίζει το εν λόγω επεισόδιο, που δίνεται τώρα εδώ σε δική μου μετάφραση από τα γαλλικά.
*
« Είχα, χωρίς να το καταλάβω, απομακρυνθεί απ’ την πόλη, καλοκαίρι ήταν και οι ζέστες είχαν αρχίσει να σφίγγουν. Έκανα τότε έναν περίπατο μέσα σε σκιερό φαράγγι κατά μήκος ενός ρυακιού. Ξαφνικά, ακούω πίσω μου θόρυβο από οπλές αλόγων και φωνές κοριτσιών, που ενώ φαίνονταν να είναι σε δύσκολη θέση, γελούσαν ευχαριστημένες. Γυρίζω να κοιτάξω και τις ακούω να με φωνάζουν με τ’όνομά μου. Πλησιάζω και βλέπω δυο νεανικά πρόσωπα από πρόσφατες γνωριμίες μου: η δεσποινίδα ντε Γκράφενριντ και η δεσποινίδα Γκάλεϊ, οι οποίες, καθώς δεν ήταν έμπειρες ιππεύτριες, δεν ήξεραν πώς ν’ αναγκάσουν τ’ άλογά τους να περάσουν το ρυάκι. Η δεσποινίδα ντε Γκράφενριντ ήταν μια νέα κοπέλα από τη Βέρνη, η οποία έχοντας, από μια τρέλα της νιότης , βρεθεί έξω απ’ τον τόπο της, είχε μιμηθεί τη Μαντάμ ντε Βαράνς, στης οποίας το σπίτι την είχα δεί κάποιες φορές, και μην έχοντας πανσιόν όπως εκείνη, είχε σταθεί τυχερή να συνδεθεί φιλικά με τη δεσποινίδα Γκάλεϊ. Εκείνη – που έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τη φίλη της – είχε πείσει τη μητέρα της να της την αφήσει για συντροφιά, μέχρις ότου βρεθεί κάποια θέση γι’ αυτή. Η δεσποινίδα Γκάλεϊ — που ήταν ένα χρόνο πιο μικρή και πιο ωραία απ’ τη φίλη της — είχε στη φύση της κάτι που τη χαρακτήριζε ευαίσθητη και έξυπνη. Ταυτόχρονα όμως ήταν πολύ χαριτωμένη και το σώμα της είχε αρκετά πάρει το σχήμα εκείνου της γυναίκας, πράγμα που είναι για ένα κορίτσι η πιο ωραία στιγμή. Και οι δυο αγαπιόντουσαν τρυφερά, ενώ ο καλός χαρακτήρας, τόσο της μιας όσο και της άλλης, δεν μπορούσε παρά να διατηρεί για πολύ καιρό αυτή την αρμονική τους σχέση, αν κάποιος εραστής δεν ερχόταν να τη χαλάσει. Μου είπανε πως πίγαιναν στο Τoune, ένα παλιό σατώ που ανήκε στην κυρία Γκάλεϊ, και ζητούσαν επίμονα τη βοήθειά μου να κάνω τ’άλογα να περάσουν το ρυάκι, γιατί αυτές δεν μπορούσαν μόνες τους. Ήθελα να μαστιγώσω τ’άλογα, αλλά αυτές φοβόντουσαν για μένα μη φάω καμιά κλοτσιά και για τον εαυτό τους κανένα απότομο τίναγμα του αλόγου προς τα πίσω. Έπιασα τότε τό χαλινάρι του αλόγου της δεσποινίδας Γκάλεϊ και τραβώντας το ζώο προς το μέρος μου, διέσχισα το ρυάκι με το νερό να φτάνει ώς τη μέση της γάμπας μου. Το άλλο άλογο ακολούθησε χωρίς καμία δυσκολία. Αυτό έκανα και θέλησα, αποχαιρετώντας τις δσποινίδες, να φύγω σαν χαζούλης. Αυτές είπαν πρώτα κάτι ψιθυριστά μεταξύ τους και μετά η δεσποινίδα ντε Γκράφενριντ, απευθυνόμενη σε μένα, είπε: “ Όχι, όχι, μην προσπαθείτε να μας ξεφύγετε μ’ αυτό τον τρόπο. Εσείς έχετε γίνει μούσκεμα για την εξυπηρέτησή μας. Νιώθουμε, λοιπόν, στη συνείδησή μας, υποχρέωση να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να στεγνώσετε. Πρέπει, παρακαλώ, να έρθετε μαζί μας. Σας συλλαμβάνουμε και είσαστε από τώρα κιόλας αιχμάλωτός μας”. Αμέσως ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει, καθώς κοίταζα τη δεσποινίδα Γκάλεϊ. “ Ναι, ναι,’’ πρόστεσε κι αυτή γελώντας με το σάστισμά μου, “ αιχμάλωτος πολέμου. Ανεβείτε πισωκάπουλα στ’ άλογό της. Θέλουμε να δώσουμε λογαριαμό για σας”. “ Μα, δεσποινίς, δεν έχω την τιμή να είμαι γνωστός της κυρίας μητέρας σας. Τι θα πει βλέποντάς με να φτάνω μαζί σας;” “ Η μητέρα της”, είπε η δεσποινίς ντε Γκράφενριντ, “δεν είναι στο Toune, κι εμείς πρόκειται να επιστρέψουμε το βράδυ· όσο για σας, θα επιστρέψετε μαζί μας’’.
Η επίδραση που είχαν σε μένα αυτά τα λόγια ήταν μεγάλη. Ορμώντας επάνω στ’ άλογο της δεσποινίδας ντε Γκράφενριντ , ένιωσα μέσα μου ένα χαρούμενο σκίρτημα. Και όταν χρειάστηκε να την αγκαλιάσω για να κρατηθώ, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, ώστε αυτή το κατάλαβε και μου είπε ότι και η δική της χτυπούσε το ίδιο από φόβο μην πέσω. Αυτό ήταν, στην κατάστασή που βρισκόμουν, σχεδόν μια πρόσκληση να εξακριβώσω το πράγμα. Δεν τόλμησα, όμως, ποτέ, και, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τα δυο μου μπράτσα τής χρησίμευαν για ζώνη, πολύ σφιχτή, είναι αλήθεια, αλλά χωρίς να μετατοπίζονται ούτε στιγμή σε άλλο σημείο του σώματος. Μια γυναίκα που θα διάβαζε αυτές τις γραμμές ευχαρίστως θα με χαστούκιζε, και δεν θα ‘χε άδικο.
Η χαρά του ταξιδιού και η φλυαρία των κοριτσιών όξυναν τόσο τη δική μου πολυλογία, ώστε, μέχρι το βράδυ, δεν σταματήσαμε να μιλάμε ούτε στιγμή. Αυτές με είχαν φέρει σε τόσο καλή διάθεση, που η γλώσσα μου έλεγε τόσα όσα και τα μάτια μου, μολονότι αυτή δεν έλεγε τα ίδια πράγματα. Μερικές στιγμές μονάχα, όταν βρισκόμουν, πρόσωπο με πρόσωπο, με τη μία ή την άλλη, η συνομιλία μας είχε μερικά κενά αμήχανης σιωπής, ενώ η άλλη, που είχε φύγει, επέστρεφε πολύ γρήγορα και δεν μας άφηνε χρόνο να ξεπεράσουμε το εμπόδιο.
*
Τις άφησα αρκετά κοντά στο μέρος που με είχαν συναντήσει. Με πόση, πράγματι, θλίψη στα πρόσωπά μας αποχωριστήκαμε ! »
2) Το δεύτερο επεισόδιο μας πάει σε άλλη περίοδο της ζωής του, όπου ο Ρουσσώ ήταν μικρό παιδί και διάβαζε, με λαίμαργο βλέμμα και βαθιά επηρεασμένος, τους Βίους παράλληλους του Πλούταρχου στην εξαίσια μετάφραση του Amyot.
«Τo καλοκαίρι του 1719 τα μυθιστορήματα είχαν τελειώσει και ο χειμώνας που ακολούθησε έφερε κάτι διαφορετικό. Η βιβλιοθήκη της μητέρας μου με τα μυθιστορήματα – που είχαν, από την αναγνωστική μου βουλιμία, εξαντληθεί – μας έκανε να καταφύγουμε σ’ ένα μέρος εκείνης του πατέρα μου, που μας είχε κληροδοτηθεί. Ευτυχώς, τα βιβλία που έτυχε να βρεθούν εκεί ήταν καλά. Δεν θα μπορούσε ίσως να ήταν τα πράγματα διαφορετικά, γιατί αυτή η βιβλιοθήκη είχε δημιουργηθεί από έναν ιερέα, είναι αλήθεια, που ήταν όμως άνθρωπος σοφός. Και αυτό είχε γίνει τότε μόδα για κάθε άτομο με καλλιεργημένη ευαισθησία και ευρύτητα πνεύματος: Η Ιστορία της Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας του Le Sueur, Η Ομιλία του Μποσουέ αναφορικά με την Παγκόσμια Ιστορία, Βίοι παράλληλοι του Πλούταρχου, Η Ιστορία της Βενετίας του Nani, Οι μεταμορφώσεις του Οβίδιου, Λα Μπρυγέρ, Οι κόσμοι του Φοντενέλ και μερικοί τόμοι με έργα του Μολιέρου, όλα αυτά τα βιβλία είχαν μεταφερθεί στο δωμάτιο του πατέρα μου, όπου του τα διάβαζα κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Εκεί απόκτησα ένα ασυνήθιστα λεπτό γούστο και ίσως μοναδικό για την ηλικία που ήμουν τότε. Ο Πλούταρχος, προπαντός, έγινε το αγαπημένο μου ανάγνωσμα. Η ευχαρίστηση που ένιωθα ξαναδιαβάζοντάς τον ασταμάτητα, με θεράπευσε κάπως από τα μυθιστορήματα που είχα διαβάσει, και σύντομα άρχισα να προτιμώ τον Αγησίλαο, τον Βρούτο ή τον Αριστείδη. Από αυτά τα ενδιαφέροντα διαβάσματα και τις συνομιλίες, τις οποίες αυτά προκαλούσαν ανάμεσα στον πατέρα μου και μένα, σχηματίστηκε αυτό το ελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, αυτός ο αδάμαστος και περήφανος χαρακτήρας, που δεν υπέμενε ζυγό δουλείας και που με είχε σε ανησυχία σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου, ακόμα και σε καταστάσεις που ήταν λιγότερο κατάλληλες για την ασυγκράτητη ορμή του. Απασχολημένος συνεχώς με τη Ρώμη και την Αθήνα, ζώντας, για να το πω έτσι, με τους μεγάλους άνδρες τους, εγώ ο ίδιος, πολίτης μιας δημοκρατίας και γιος ενός πατέρα του οποίου η αγάπη για την πατρίδα ήταν το πιο δυνατό του πάθος, ενθουσιαζόμουν μ’ αυτά ακολουθώντας το παράδειγμά του. Πίστευα, πράγματι, ότι ήμουν Έλληνας ή Ρωμαίος και γινόμουν η προσωπικότητα της οποίας διάβαζα τον βίο . Η αφήγηση πράξεων που τις χαρακτήριζε πείσμα και ασυνήθιστη τόλμη με είχαν τόσο επηρεάσει, που έκαναν τα μάτια μου ν’ αστράφτουν και τη φωνή μου ν’ ακούγεται στεντόρεια. Μια μέρα , μάλιστα, που άρχισα ν’ αφηγούμαι στο τραπέζι το περιστατικό με τον ηρωισμό του Σκαιόλα, τρόμαξαν όλοι στο σπίτι, βλέποντάς με να προχωρώ και να κρατώ το χέρι μου πάνω στη φλόγα ενός καμινέτου, για ν’ αναπαραστήσω τη γενναία εκείνη πράξη του, που έγινε μπροστά στα μάτια των εχθρών της πατρίδας του, για να τους δείξει τι ανθρώπους θ’ αντιμετώπιζαν στην μάχη για την οποία ετοιμάζονταν.
—————————
Φάνης Κωστόπουλος
