You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Θέατρα…

Ζωή Κατσιαμπούρα: Θέατρα…

Θέατρα

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε

Γ. Σεφέρης

Μόλις περάσει το καλοκαίρι, που ελάχιστα πράγματα μπορεί να δει στον τόπο που ξεκαλοκαιριάζει, κι όταν πια καταλαγιάσει και η ελαφρά ενοχή του Σεπτέμβρη, που θα ήθελε να δει κάποιες παραστάσεις συζητημένες όλη τη σεζόν, από αυτές της Επιδαύρου και του Ηρωδείου, και  δεν τα κατορθώνει γιατί πού να τρέχει στα διάφορα νταμάρια και ρέματα, τότε κάθε χρόνο αρχίζει ο σχεδιασμός της νέας περιόδου: Ποιες παραστάσεις συζητήθηκαν πέρυσι, τι γράφτηκε από τις κριτικούς που εκτιμά, τι σκηνοθετεί φέτος αυτός που εμπιστεύεται, πού θα πάνε οι θεατρόφιλοι φίλοι…

Φέτος, όπως και πέρυσι, αλλά φέτος πιο πολύ, τρόμαξε με τα sold out! Τόση πληρότητα με τόσα θέατρα, τι στο καλό; Μας έκλεισε μέσα η πανδημία και πάνε όλοι στο θέατρο συστηματικά να βγάλουν τα σπασμένα; Πάνε όλοι οι συγγενείς των ηθοποιών κι άλλων έρχονται  οι δικοί τους με πούλμαν από την επαρχία; Και πάλι, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί τόση κίνηση. Βέβαια  και η ίδια δεν δοκίμασε ποτέ να κλείσει εισιτήρια σε παραστάσεις που δεν έχει κάποιο λόγο να προσέξει. Μπορεί εκεί να μην γίνεται τόσος χαμός. Μπορεί… Αλλά σε αυτά τα θέατρα που ψάχνει, ποτέ δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτό που έκαναν παλιά, «Πάμε θέατρο απόψε», και να πάνε να βγάζουν εισιτήρια στο ταμείο του θεάτρου. Και στου Κουν, και στου Βογιατζή και στο Αμφιθέατρο και στο Ανοιχτό και στη Στοά και στου Νότου, να μην πούμε για το Εθνικό που παλιότερα το έβρισκαν και κάπως πολύ «καθωσπρέπει» για τα γούστα τους…

Τέλος πάντων, φαίνεται να αυξήθηκε η διάθεση των Αθηναίων για θέατρο, καλό πράγμα είναι αυτό, αλλά μαζί έλειψαν κι οι κριτικοί που εμπιστευόταν  (κι εφημερίδες δεν διαβάζει πλέον ώστε να συνηθίσει τους καινούργιους…). Οπότε, να, βρίσκει τις προτάσεις στα διαδικτυακά περιοδικά κι ακούει τις φίλες και κλείνει εισιτήρια τον Οκτώβρη για τα μέσα Νοέμβρη ή και για τις 20 Δεκέμβρη…

Και μετά; Μετά, τυχαίνει αυτή την απολαυστική διαδικασία, να φροντίσουν το ντύσιμό τους (γιατί κάπου πρέπει να βάλει και τις γόβες της, τι τις αγόρασε ένα σωρό λεφτά;), να εκνευριστούν με το πάρκινγκ, να χαζέψουν τις παρουσίες των άλλων θεατών, να ρίξουν μια ματιά στο πρόγραμμα, κι αν είναι από τα ωραία με το κείμενο να αρχίσει να διαβάζει κιόλας, να κλείσουν τα τηλέφωνα και να γεμίσουν προσδοκία με το σκοτείνιασμα της αίθουσας, να τη συνοδέψει και μια μέθεξη, ένα γλίστρημα μέσα σε αυτόν τον μαγικό κόσμο του φωτός και του σκότους, των πραγμάτων που εξελίσσονται γρήγορα και προλαβαίνεις να βρεις ολοκληρωμένο το νόημά τους, της μουσικής, του λόγου, των ανθρώπων που πονούν, την δι’ ελέου και φόβου, δικού της, τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Μερικές φορές. Και φεύγει απ’ το θέατρο γοητευμένη και αλλού, και το σκέφτεται μέρες μετά, και ψάχνει και διαβάζει κι ευγνωμονεί τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς που  της άνοιξαν τα, συχνά δακρυσμένα, μάτια.

Τίποτα δεν συγκρίνεται με το θέατρο!

Ναι, αλλά…

Σιχτιρίζει κιόλας, όλο και πιο συχνά. Μπορεί όλη η γοητευτική αναμονή να καταλήξει σε απογοήτευση από ηθοποιούς που υποκρίνονται σαν να συνεχίζουν να παίζουν στο σήριαλ που τους έκανε γνωστούς, τσουτσουλομύτες  με τα χειροκροτήματα που τους υποδέχεται ενίοτε το κοινό (σαν δεν ντρέπεται κι αυτό…) και απλοϊκοί ή κραυγαλέοι. Να καταλήξει σε ματαίωση με τη σάχλα και τη φτήνια και την κοινοτοπία  του θεατρικού κειμένου. Να καταλήξει σε εκνευρισμό όταν δεν μπορεί να αναγνωρίσει γνωστά κείμενα, γιατί ο σκηνοθέτης αποφάσισε να τα μετατρέψει κατά το δοκούν. Να καταλήξει σε σιχτίρισμα όταν δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται. Λίγο η βαρηκοΐα της (κι ας βάζει πάντα ακουστικά…), λίγο ότι κάποιοι μιλούν σαν ράπερ ή σαν μπουκωμένοι με μια φέτα ψωμί, λίγο κάτι μακιγιάζ η μάσκες και κοστούμια που δεν μπορεί να τα αποκωδικοποιήσει, λίγο κάτι άσχετα εντυπωσιακά καμώματα, φεύγει πολύ συχνά βαλαντωμένη, διαψευσμένη, το παίρνει κι εντελώς προσωπικά, σαν να την ξεγέλασαν!

Σε άλλους όμως αρέσουν αυτά που σιχτιρίζει. Να θέλουν να κατεβούν να φύγουν το γρηγορότερο, να ησυχάσουν τα αυτιά τους από τον ορυμαγδό και τη χλαπαταγή της τελευταίας σκηνής και να μην τελειώνει με τίποτα το χειροκρότημα των θεατών και οι υποκλίσεις των θεατρίνων. Ε, αυτό τη χαλάει ακόμα πιο πολύ. Τι στο καλό; Τι δεν εκτιμά που εκτιμούν οι άλλοι κι ενθουσιάζονται και χειροκροτούνε;

Μετά από κάτι τέτοια παίρνουν απόφαση, κάθε χρόνο τελευταία, ότι δεν αξίζει να δοκιμάζουν, θα πάνε μόνο σε παραστάσεις με κοινή αποδοχή. Δεν βρίσκουν όμως καμία τέτοια και δοκιμάζουν πάλι με τα sold out και ενθουσιάζονται ή την πατάνε.

Όπως και σε όλες τις πλευρές της ζωής τους, εδώ που τα λέμε… Στα θέατρα που οι ίδιοι στήνουν και χαλνούν…

Αλλά αυτά, της ζωής τους δηλαδή, δεν γίνεται να στήνονται και να χαλνούν μέσα σε δυο ώρες για να τα πάρουν χαμπάρι και η διάλυσή τους φέρνει θλίψη και πόνο διαρκή, όχι εκνευρισμό που περνάει με ένα ποτήρι κρασί στη δίπλα στο θέατρο ταβέρνα!

 

 

Ζωή Κατσιαμπούρα

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.