You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  Τάσος Ρωσόπουλος, Σαιν Σανς , Φελίξ Μέντελσον – Με την ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Ανθούλα Δανιήλ:  Τάσος Ρωσόπουλος, Σαιν Σανς , Φελίξ Μέντελσον – Με την ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

                 

Μια μαγική βραδιά, ένα ωραίο πρόγραμμα, και η ζωή ξαναπαίρνει το αληθινό της νόημα μέσα στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου  Μουσικής Αθηνών, με την Κρατική μας Ορχήστρα ανανεωμένη. 

Πρώτο έργο Παν ο μέγας τέθνηκε!  Αυτή την είδηση άκουσε ο Αιγύπτιος καπετάνιος Θαμούς, ευρισκόμενος κοντά στους Παξούς όπου παρασύρθηκε το πλοίο του που ταξίδευε προς την Ιταλία. Συγκεκριμένα η φωνή είπε: «Όταν φτάσεις στο Παλώδες να αναγγείλεις ότι ο μέγας Παν τέθνηκε». Στο πλοίο επέβαινε και ο Επιθέρσης, δάσκαλος και γραμματικός, πατέρας του ρήτορα Αιμιλιανού. Όλοι στο πλοίο έμειναν εμβρόντητοι, ενώ ο καπετάνιος δεν ήξερε αν έπρεπε να κάνει ό,τι του είπε η φωνή ή όχι. Αποφάσισε, λοιπόν, ότι, αν φυσήξει ο άνεμος, δεν θα κάνει τίποτα, αν κοπάσει, ναι. Και πράγματι, όταν έφτασε στο Παλώδες επικράτησε νηνεμία και τότε ο Θαμούς φώναξε δυνατά «Παν ο μέγας τέθνηκε» και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ακούστηκαν αναστεναγμοί και επιφωνήματα απορίας όχι ενός αλλά πλήθους ανθρώπων. Πολλοί ήταν παρόντες, τα νέα διαδόθηκαν και ο αυτοκράτορας Τιβέριος κάλεσε τον καπετάνιο και άρχισε να διερευνά την υπόθεση του Πάνα. Αυτά γράφει ο Πλούταρχος  στη Ηθικά  των εκλελειπότων χρηστηρίων για τους λόγους που εξέπεσε η μαντική τέχνη στην εποχή του. 

Κάποιοι λένε πως η ιστορία ήταν κατασκευασμένη από τους Χριστιανούς επειδή δε λειτουργούσαν τα μαντεία τα χρόνια εκείνα και ότι την προσέθεσαν στον Πλούταρχο. Άλλοι λένε πως ο Θαμούς, συριακό όνομα του Άδωνι, είναι ο νεκρός Άδωνις. Ο μέγας Παν ήταν προστάτης των ποιμένων της Αρκαδίας, και οι Στωικοί τον ταύτιζαν με τον Δία και τον Κόσμο.  

Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία πάτησε ο μουσουργός Τάσος Ρωσόπουλος και αφήνει ανοιχτό το μήνυμα του έργου του που μπορεί, σύμφωνα με τη «φωνή», να υποθέσουμε ότι ο αρχαίος κόσμος πέθανε και ο παγανισμός τελείωσε ή ότι η φύση πέθανε ή έχασε το μυστήριό της, όμως η μουσική του Ρωσόπουλου μας άφησε να ελπίζουμε πως οι αναστεναγμοί της είναι μια έκκληση προς τον Πάνα να την σώσει κι ακόμα πως ο καλλιτέχνης κρατάει τον Πάνα ζωντανό μέσα του. Θα λέγαμε πως η δύναμη της μουσικής κατάφερε να δώσει και την αγωνία της γης και την πίστη πως ο Παν δεν πέθανε. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως η κοσμοχαλασιά στην Ορχήστρα στον ξαναζωντάνεψε!!!

Ο Τάσος Ρωσόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974, σπούδασε τοπογράφος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κλασική κιθάρα, αυτοσχεδιασμό στο Ωδείο, ανώτερα θεωρητικά, έχει επιμεληθεί πολλές ηχογραφήσεις, έχει ασχοληθεί με ενορχηστρώσεις, συναυλίες και θεατρικές κινηματογραφικές παραγωγές.

                                                     

Δεύτερο έργο ήταν το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 29 του Camille Saint-Saens: (1835-1921).

Ο Καμίγ Σαιν Σανς, σεβόμενος σε όλη του τη ζωή  την ρομαντική παράδοση του Μέντελσον, Λιστ και Σούμαν, συνέθεσε το τρίτο κοντσέρτο του το 1869 και το ερμήνευσε ο ίδιος στη Λειψία, στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Αν και δεν είχε την τύχη των άλλων κοντσέρτων του, ωστόσο κατέχει τη θέση του στο ρεπερτόριο των κοντσέρτων για πιάνο.

Ο Σαιν Σανς ήταν παιδί θαύμα και είχε κάνει το ντεμπούτο του στα έντεκα χρόνια του στη Salle Pleyel, όπου στο encore πρότεινε στο κοινό να του ζητήσει να παίξει όποια από τις 32 σονάτες του Μπετόβεν ήθελε. Αργότερα και στα πέντε κοντσέρτα του για πιάνο ήταν ο ίδιος σολίστ. Αν και στην εποχή του είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα νέα ρεύματα με τους Ντεμπισί, Μάλερ , Στραβίνσκι, εκείνος έμεινε προσηλωμένος στη παλιά δική του αγαπημένη αρμονία, διαύγεια, εκφραστικότητα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο, κρατώντας αποστάσεις από κάθε εκζήτηση ή αγνοώντας τα  και   Το έργο εκτυλίσσεται σε τρεις κινήσεις: 1. Moderato assai –Piừmosso (Allegro maestoso). 2. Andante. 3. Allegro non troppo. Ακολουθεί δηλαδή τη γνωστή σειρά, γρήγορο, αργό γρήγορο.

Αν και η εισαγωγή του πρώτου μέρους είχε προξενήσει έκπληξη στο κοινό, σαν να μην οδηγούσαν πουθενά οι απανωτοί αρπισμοί του, με την πάροδο του χρόνου έγινε κατανοητό ότι οι αρπισμοί είχαν ρόλο εισαγωγής στο πρώτο θέμα του έργου. Η αρχή του δεύτερου μέρους επίσης είχε δημιουργήσει προβληματισμό. Το τρίτο μέρος όμως ήταν γεμάτο με εύθυμη πανηγυρική διάθεση.

Σήμερα πλέον το κοντσέρτο αυτό ενθουσιάζει το κοινό, όπως και τα άλλα τέσερα του δημιουργού, όπως συνέβη και στη συναυλία της Παρασκευής, όπου ο ταλαντούχος πιανίστας Θοδωρής Τζοβανάκης απογείωσε την αίθουσα και εισέπραξε γενναίο χειροκρότημα και επευφημίες.

Ο Θοδωρής Τζοβανάκης   έχει κάνει σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ως σολίστας έχει συμπράξει με μεγάλες ορχήστρες στην Ευρώπη, έχει παρουσιαστεί σε πολλά ρεσιτάλ, έχει ηχογραφήσει έργα του, τα οποία παίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών.

                                                             

Τρίτο έργο ήταν η Συμφωνία αρ.3 σε λα ελάσσονα, έργο 56, Σκωτική,  του Felix Mendellsohn. Τέσσερα Μέρη: 1. Andante con moto- Allegro un poco agitato. 2. Vivace non troppo. 3. Adagio. 4. Allegro vivacissimo –Alegro maestoso assai.

Ο Μέντελσον  (1809-1847) γεννήθηκε στο Αμβούργο στις 3 Φεβρουαρίου Ανήκε σε  επιφανή εβραϊκή οικογένεια, που δεν έδωσε σημασία στο θρήσκευμα. Όταν έγινε επτά ετών, βαφτίστηκε χριστιανός και από πολύ νωρίς φάνηκε ότι ήταν παιδί θαύμα, όπως και η αδελφή του η Φάννυ,  πολύ καλή πιανίστα και συνθέτις. Ο ίδιος ήταν επίσης συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας κα μαέστρος της πρώτης ρομαντική περιόδου. Στα έργα του περιλαμβάνονται συμφωνίες, κοντσέρτα, οργανική μουσική, μουσική δωματίου, χριστουγεννιάτικο τραγούδι  και συνθέσεις για πιάνο. Όλα του τα έργα είναι γνωστά και αγαπημένα, όπως η εισαγωγή στο Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός και το Γαμήλιο εμβατήριο. Ο Μέντελσον ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον Μπαχ, είχε εντυπωσιάσει τον Γκαίτε και του είχε μελοποιήσει ποιήματα. 

Στα 1829 ταξίδεψε στην Αγγλία όπου το έργο του εκτιμήθηκε πολύ. Μαζί με τον διπλωμάτη Γερμανό διπλωματικό εκπρόσωπο του Ανόβερου και φίλο του Καρλ Κλίνγκεμαν ταξίδεψε στη Σκωτία, όπου όλα του θύμιζαν την Μαρία Στούαρτ και τον Σερ Ουόλτερ Σκοτ, του οποίου αγαπούσε τα έργα και τον γνώρισε από κοντά. Επίσης είδε από κοντά τη Γλασκώβη, το Περθ, το Ινβερνές, επισκέφτηκε το βασιλικό παλάτι στο Εδιμβούργο καθώς και το μισογκρεμισμένο εκκλησάκι στο οποίο στέφθηκε βασίλισσα η Μαρία Στούαρτ, «… Όλα γύρω είναι διαλυμένα και μουχλιασμένα, ανοιχτά στον καθαρό ουρανό. Πιστεύω πως εκεί σήμερα βρήκα την αρχή της Σκωτικής Συμφωνίας μου», έγραψε.

Τον επόμενο χρόνο όμως, το 1830, πήγε στη Ρώμη και μέσα στο ωραίο φως σταμάτησε να ασχολείται με τη Σκωτική Συμφωνία και έγραψε την Ιταλική Συμφωνία και τη Συμφωνία της Μεταρρυθμίσεως, κοντσέρτα, κουαρτέτα και  άλλα. Την Σκωτική την ξανάπιασε το 1841 και την αφιέρωσε στη Βασίλισσα Βικτωρία. Η συμφωνία παίχτηκε για πρώτη φορά στις 3 Μαρτίου 1842 στη Λειψία με την ορχήστρα του Γκεβαντχάους.

Φυσικά, ο τίτλος «Σκωτική» δεν σημαίνει πως τον ενέπνευσε η παραδοσιακή σκωτική μουσική την οποία απεχθανόταν, αλλά ότι στη Σκωτία ανακάλυψε τη μουσική,  «Στις εικόνες, ερείπια και φυσικά τοπία». Πράγματι, η Συμφωνία είναι ένα μακρύ οδοιπορικό στο γκρίζο και ομιχλώδες, άγριο και μελαγχολικό τοπίο και στα συναισθήματα που αυτό γεννάει.

Ο Ρόμπερτ Σούμαν έγραψε ότι κάθε σελίδα της παρτιτούρας της Συμφωνίας δείχνει με πόση μαεστρία έγινε το έργο,  πώς επιστρέφει σε μία προηγούμενη ιδέα, πόσο λεπτεπίλεπτα διανθίζει το θέμα, πώς το φωτίζει χωρίς να το φορτώνει με σχολαστική γνώση.

Μακρά θλιμμένη εισαγωγή στο πρώτο μέρος, ένα γρήγορο μέρος σε φόρμα σονάτας μετά, μια μελωδία από βιολοντσέλα,  στα οποία εισδύουν τα υπόλοιπα έγχορδα και τα κλαρινέτα… Ένα λαμπρό σκέρτσο, στο δεύτερο μέρος, απαλή είσοδος των εγχόρδων έπειτα, μια πινελιά κάποιας λαϊκότροπης ιδέας, δύο άλλες ιδέες, η μία από το κλαρινέτο και η άλλη από τα έγχορδα που παίζουν πιτσικάτο… και, τέλος, το πολεμικό φινάλε,   με δραματικές κορυφώσεις και, εκεί που περιμένουμε όλα να κλείσουν γαλήνια, γίνεται η μεγάλη λαμπερή ανατροπή γεμάτη αισιοδοξία και μεγαλοπρέπεια.

 Στο πόντιουμ ήταν ο Τζάκοπο Σιπάρι ντι Σπεσκασερόλι, από την πόλη Λ’ Άκουλα της Ιταλίας με νομικές σπουδές, βοηθός καθηγητή στην εγκληματολογία, στο Roma tre, σπουδές στο πιάνο, στη Διεύθυνση και στο τραγούδι, με διεθνή καριέρα, διεύθυνση σε πολλά φεστιβάλ και ορχήστρες, ο οποίος πέραν του συμφωνικού ρεπερτορίου έχει εντρυφήσει και το οπερετικό ρεπερτόριο.   Καταχειροκροτήθηκε με ενθουσιασμό.

Η βραδιά ήταν μια ακόμα ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μας και η Κρατική μας Ορχήστρα μία πνευματική και ψυχική  Όαση.

 

                                            

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.