You are currently viewing ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

      16 Ιουλίου 1936,  έξω απ’ την Μαδρίτη ο Λόρκα πίνει ένα διπλό κονιάκ με τον φίλο του Ραφαέλ Μαρτίνεθ Ναδάλ.  Εκείνη την ώρα  αφηρημένος σιγοτραγουδάει. Ύστερα λέει: αυτός ο κάμπος θα γεμίσει νεκρούς σε λίγο. Όταν ο Ναδάλ γυρίζει να τον κοιτάξει, εκείνος του απευθύνει την ερώτηση ”Τι θα έκανες στην θέση μου;  Ο Ναδάλ επέμενε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στην Μαδρίτη. Ο Λόρκα ήθελε να πάει στην Γρανάδα, αλλά δεν ήταν σίγουρος για αυτή του την απόφαση, γιατί ο κόσμος όπως τον ήξερε δεν υπήρχε πια. Είχε κοπεί στα δύο. Ο Λόρκα δεν ήταν κομμουνιστής ούτε επαναστάτης, με την στενή τουλάχιστον έννοια. Ο Λόρκα ήταν ποιητής, αγαπούσε τα παιδιά, τους τσιγγάνους, τις γυναίκες, τα αγόρια, τα ποιήματα, το θέατρο, την Μαργαρίτα Ξίργκου, το Μεξικό, τον Πάβλο Νερούδα, τον οποίο παρουσίασε μ’ αυτά τα λόγια το 1934:

Η ποίηση απαιτεί μακρόχρονη μύηση σαν οποιοδήποτε άθλημα, αλλά στην αληθινή ποίηση υπάρχει ένα άρωμα, ένας τόνος, μια γραμμή φωτεινή που όλα τα πλάσματα μπορούν ν’ αντιληφτούν.      

Ήξερε πως στον αιώνα των Ζέπελιν και των ηλίθιων σκοτωμών δεν μπορούσε παρά να θρηνεί μπροστά στο πιάνο του. Και έτσι ο Φεδερίκο τραβούσε τον δρόμο του, ένα κρύο δρόμο, ακολουθούσε ένα ποτάμι βαθύ και θολό και ήταν μοναχός του, όπως του άρεσε. 

    Ο Λόρκα ήταν προληπτικός. Όταν μπήκε στο τραίνο, είδε κάποιον που τον αποκάλεσε παλιάνθρωπο, ένα βουλευτή απ’ τη Γρανάδα, σήκωσε λοιπόν τα δυο του χέρια με τεντωμένο το μικρό και το μεγάλο δάχτυλο για να ξορκίσει το Κακό, όπως κάνουν όλοι οι Ανδαλουσιάνοι.  Και επανέλαβε μία λέξη τρεις φορές ”Σαύρα” ”Σαύρα”, ”Σαύρα”. Αλλά δεν κατάφερε, όπως φαίνεται, να ξορκίσει το Κακό. Το Κακό τον περίμενε στην Γρανάδα, σ’ ένα πανέμορφο τοπίο που είχε λιόδεντρα σαν αυτά που αναφέρει στο ποίημά του με τίτλο  Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας:

 Την αρχοντιά του τραγουδώ με λόγια που στενάζουν

και έν’ αεράκι οπού ‘κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι

Είναι ο θρήνος του για τον φίλο του ταυρομάχο που δεν θέλει, γιατί δεν μπορεί, να τον βλέπει νεκρό.

            Αλλά  το φεγγάρι έσβηνε κάθε νύχτα που γίνονταν εκτελέσεις, γιατί δεν ήθελε να τις δει, γιατί δεν άρεσαν στην ασημιά του λάμψη. Εκείνη όμως την νύχτα έπρεπε από σεβασμό στον ποιητή που το είχε υμνήσει να μείνει αναμμένο. Κι ίσως αν έλαμπε και φώτιζε το ρέμα του Βιθνάρ, θα γνωρίζαμε πού τάφηκε το σώμα του. Ακούμε μόνο ένα φασίστα νεαρό, ένα φαλαγγίτη, να επαίρεται πως τον πυροβόλησε στον πρωκτό δύο φορές, γιατί ήταν ομοφυλόφιλος. Ο Λόρκα δολοφονήθηκε γιατί ήταν δημοφιλής, γιατί αγαπούσε αυτούς και αυτά που αγαπούσε και που ήταν αντίθετα στα φασιστικά πρότυπα του Φράνκο. Η Ισπανία υπήρξε  μια διχασμένη χώρα, αλλά ο Λόρκα την αγαπούσε υπερβολικά για να την εγκαταλείψει. Μαζί με τον Λουίς  Μπουνιουέλ, τον μετέπειτα μεγάλο σκηνοθέτη, και με τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον μετέπειτα μεγάλο ζωγράφο, ξεκινούσαν την ζωή τους.

 Ο Νταλί με τον Μπουνιουέλ μετανάστευσαν στο Παρίσι και γύρισαν μια ταινία  με τίτλο Ανδαλουσιανός Σκύλος. Ο Σκύλος αυτός ήταν ο Λόρκα. Είχαν κάνει κόμμα οι δυο τους  και είχαν αφήσει εκείνον απ’ έξω και εκείνος πληγώθηκε βαθιά και δεν τους ακολούθησε.

Την διαδρομή του τη φώτιζε πάντα το φεγγάρι, και ίσως ήταν ο μόνος θνητός που αγαπούσε. Και σίγουρα ήταν ο μόνος ποιητής που είχε την εύνοιά του.

    Ο Λόρκα δεν ήταν μόνο ποιητής, ήταν και μουσικός ήταν και θεατράνθρωπος. Είχε δημιουργήσει σκηνή δικής του εμπνεύσεως, το Λα Μπαράκα, στο οποίο ανέβαζε έργα μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, αλλά είχε έρθει σε επαφή και με το θέατρο του παράλογου, και είχε θητεύσει και σ’ αυτό το είδος θεάτρου, με το μονόπρακτο Κωμωδία χωρίς Τίτλο και το δράμα Το κοινό, που το χειρόγραφό του είχε εμπιστευτεί στον φίλο του Ναδάλ πριν φύγει για την Γρανάδα. Καθώς και με τον Περίπατο του Μπάστερ Κήτον όπου γίνεται παιδοκτόνος. 

   Είχε γράψει όμως  και τραγωδίες, όπως τον Ματωμένο Γάμο και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, ένα έργο για την γονιμότητα με τίτλο Γέρμα , και πολλά ποιήματα όπως το Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι, τις Γαζέλες του έρωτα, του σκοτεινού θανάτου, το ποίημα του Κάντε Χόντο, και το περίφημο ο Ποιητής στη Νέα Υόρκη.

 Ο Λόρκα, παρά τα φαινόμενα, παρά την εξωστρέφεια και τα αστεία του, ήταν ένας τύπος κλειδωμένος στον εαυτό του. Και το όνειρο ήταν γι΄αυτόν η απόλυτη πραγματικότητα. Έλεγε πως είχε πάντα μια απέραντη αγάπη για την ανθρωπότητα :

Θέλω να κλάψω, έτσι νιώθω,

όπως κλαίνε τα παιδιά στο τελευταίο το θρανίο,

γιατί δεν είμαι ποιητής, ούτε άντρας ούτε φύλλο

μα σφυγμός πληγωμένος που τα πράγματα σκαλίζει

απ’ την άλλη τους μεριά.

Αλλά αργότερα, με όλες τις δραστηριότητες και τις περιοδείες που έκανε με τον θίασό του, με όλη αυτή την εξωστρέφεια, με όλους τους φίλους που είχε αποκτήσει, δεν είχε πια χρόνο σχεδόν καθόλου να τους αφιερώσει, και έτσι αυτοί, όταν τον έβλεπαν να κυκλοφορεί στον δρόμο, τον σταματούσαν και του έσφιγγαν το χέρι. Έτσι ήταν δύσκολο να αποδράσει, γιατί όλοι αυτοί ήταν δικοί του άνθρωποι, και το μόνο που ήθελε ήταν να είναι καλά για να γράφει ποιήματα. Όμως ο καιρός, ο κόσμος και η μοίρα είχαν αλλιώς αποφασίσει, και κείνος ένιωθε πως βρισκόταν σε

ένα ξερό ποτάμι γεμάτο κονσερβοκούτια

όπου τραγουδούν οι οχετοί και ρίχνουν τα αιματοβαμμένα πουκάμισα

ένιωθε πως βρισκόταν ανάμεσα σε ψόφιες γάτες που καμώνονται πως είναι στεφάνια και ανεμώνες  για να γελάσουν το φεγγάρι.

Και ένιωθε μόνος με τον πνιγμένο εαυτό του.

 Μου κλείσαν κατάμουτρα την πόρτα και μοναχά μια συμμορία από νεκρούς υπάρχει εδώ που σημαδεύουν.

Κι άλλη μια που ψάχνει για φλούδες από πεπόνι στην κουζίνα.

Κι ένας μονάχος του, γαλάζιος, ανεξήγητος νεκρός,

που με ψάχνει στις σκάλες, που τα χέρια του ρίχνει στο πηγάδι

 ενώ τα αστέρια γεμίζουν τις κλειδωνιές των καθεδρικών με στάχτη

και οι άνθρωποι μένουν ξάφνου με τα παιδικά τους ρούχα.

Να ξανάβρισκα τα παιδικά μου χρόνια, Θέ μου!

Έφαγα στυμμένα λεμόνια, στάβλους, κιτρινισμένες εφημερίδες,

μα τα παιδικά μου χρόνια ποντίκι ήταν που ξέφυγε από έναν κατασκότεινο

κήπο.  

Ο Λόρκα  δεν ζούσε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι στραμμένο στη θάλασσα,  εκεί που η νύχτα χαμογελάει και το φεγγάρι μοιάζει με λευκό λουλούδι. Και κοντά σ’ όλα αυτά, το ματωμένο φως χωμένο μέσα στο λυρικό τραγούδι, και αυτός ντυμένος το κοστούμι ενός παλιάτσου και μια αράχνη που πίσω της κρύφτηκε ένας έρωτας πουδραρισμένος, έτοιμος να κηλιδώσει με ένα λόγο του την αυγή.. Είναι τότε που ο Λόρκα στην ακμή του αντιλαμβάνεται βαθιά μέσα του πως δεν θα τα καταφέρει να συνεχίσει, πως δεν μπορεί άλλο και, προκειμένου να τον σύρουν απ’ τα μαλλιά και να του ρουφήξουν το στόμα, αποφασίζει να πάει εκεί που τον περιμένει ο θάνατος, γιατί δεν έχει πια πού αλλού να πάει, αφού βρέχει στο Σαντιάγο.

Ο ήλιος λευκή καμέλια στον αέρα λάμπει πίσω απ’ τα σύννεφα. 

Ζύγωσε να στεφανώσω, έφηβε της υγείας

και της πεταλούδας, έφηβε αγνέ

σα μαύρη αστραπή ελεύθερη παντοτινά,

κι έτσι ως μιλούμε συναμεταξύ μας,

τώρα, που κανένας δεν απόμεινε ανάμεσα στα βράχια,

ας μιλήσουμε απλά, όπως είσαι κι όπως είμαι:

τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη δροσιά;

Τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη νύχτα εκείνη

που μας κεντρίζει με πικρό εγχειρίδιο, για τη μέρα εκείνη,

για εκείνο το σούρουπο, για εκείνη τη σπασμένη γωνιά

όπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου προετοιμάζεται για

θάνατο;

θρηνεί τον ποιητή ο Πάβλο Νερούδα.

            Στις 17 Αυγούστου του 1936, είχε 32 βαθμούς. Ο Λόρκα ήταν κλειδωμένος στο κτίριο του κυβερνείου. Στις τρεις τα ξημερώματα της 18ης Αυγούστου, μαζί με έναν άλλον άντρα, τον Γκαλίνο Γκονθάλες, τον δάσκαλο με το ξύλινο πόδι, μεταφέρθηκαν από δύο φαλαγγίτες σε άλλο τόπο κράτησης. Εκεί ο υπεύθυνος αξιωματικός προσπάθησε να τους πληροφορήσει σαν καλός καθολικός που ήταν, πως την άλλη μέρα θα εκτελούνταν. Και ο Λόρκα έμεινε ενεός  και του ‘πεσε το τσιγάρο που του ‘χε προσφέρει ο αξιωματικός. Και φώναξε: Μα δεν έχω κάνει τίποτα! και προσπάθησε να μουρμουρίσει μία προσευχή που του είχε μάθει η μητέρα του, αλλά την είχε ξεχάσει και έτσι πίστευε ότι θα ήταν καταραμένος.

 Λίγο πριν το ξημέρωμα, οι τέσσερις κρατούμενοι μεταφέρθηκαν με φορτηγό στη ρεματιά και σ’ ένα ξέφωτο ενός λόφου που ήταν γεμάτος με λιόδεντρα, εκεί στην Πηγή των δακρύων στο παλιό αραβικό υδραγωγείο, την Φουέντε Γκράντε (Ainadamar), που για ολόκληρους αιώνες υδροδοτούσε την πόλη της Γρανάδας, οι τρεις και ο Λόρκα, πριν καν ξημερώσει, δέχθηκαν την ομοβροντία των τουφεκιών των φαλαγγιτών.    

Δεν έζησε για να σβήσει τα 38 κεριά της διαδρομής του, τα 38 φωσάκια που τον ακολούθησαν στην ανάληψή του στον ουρανό, ενώ είχε 4559 ιδέες να πραγματοποιήσει.  

Γιατί, όπως έλεγε ο Νίκος Εγγονόπουλος, στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς.

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.